Πολιτικη & Οικονομια

Πόσο συχνές είναι οι ψευδείς καταγγελίες για βιασμό;

Οι γυναίκες δεν συνηθίζουν να καταγγέλλουν άσχετους άνδρες για να τους εκδικηθούν. Η υπόθεση της Θεσσαλονίκης είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας.

Γεωργία Πανοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βιασμός και σεξουαλική κακοποίηση: Οι ψευδείς καταγγελίες, τα κίνητρα και οι υποθέσεις που φτάνουν στη Δικαιοσύνη.

Η υπόθεση της καταγγελίας βιασμού στη Θεσσαλονίκη, για την οποία η εισαγγελέας Πρωτοδικών εισηγήθηκε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την απαλλαγή του κατηγορουμένου, αναζωπύρωσε την κουβέντα αναφορικά με τις ψευδείς καταγγελίες από γυναίκες εναντίον ανδρών για βιασμό. Χωρίς λοιπόν να μπαίνουμε στην ουσία της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι οι ψευδείς καταγγελίες για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι συνήθεις – αποτελούν ένα μικρό ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 2%-10% του συνόλου (8% σύμφωνα με σχετική έρευνα του FBI).

Για πολλούς λόγους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί το ποσοστό με ακρίβεια. Μία καταγγελία είναι ψευδής μόνο εάν μετά από ενδελεχή έρευνα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν διαπράχθηκε έγκλημα ή απόπειρα εγκλήματος. Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την περίπτωση στην οποία η έρευνα αποτυγχάνει να αποδείξει ότι συνέβη βιασμός ή σεξουαλική επίθεση. Δηλαδή, για να είναι μία καταγγελία ψευδής, πρέπει να υποστηρίζεται από στοιχεία ότι το έγκλημα δεν συνέβη. Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, για ένα αδίκημα στο οποίο δεν υπάρχουν συνήθως μάρτυρες, είναι πολύ πιθανή και δεν είναι απόδειξη ότι το έγκλημα δεν έγινε.

Επίσης, διαφορετικές χώρες στη νομοθεσία τους προβλέπουν διαφορετικά κριτήρια ορισμού για το τι συνιστά βιασμό. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια είχε πάρει διεθνή δημοσιότητα η υπόθεση της «αγέλης των λύκων» στην Ισπανία. Μία ομάδα νεαρών είχαν βιάσει (όπως τελικά αποφάσισε το ανώτατο δικαστήριο της χώρας) μία έφηβη, μάλιστα είχαν βιντεοσκοπήσει τις πράξεις στα κινητά τους τηλέφωνα. Οι δράστες είχαν πρωτοδίκως απαλλαγεί από το δικαστήριο για το αδίκημα του βιασμού και καταδικαστεί σε ηπιότερη ποινή για το αδίκημα της απλής «σεξουαλικής επίθεσης», επειδή δεν άσκησαν βία, όπως προβλέπει ο νόμος για τον βιασμό στην Ισπανία.

Ποια μπορεί να είναι τα κίνητρα όσων καταφεύγουν σε ψευδείς καταγγελίες;

Σε έρευνες που έχουν γίνει σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ για το φαινόμενο του campus rape, η πιο συνηθισμένη αιτιολογία είναι η αναζήτηση από τα υποτιθέμενα θύματα τρόπου να βγουν τα ίδια από μία δύσκολη κατάσταση, για παράδειγμα μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή ακόμα και για να δικαιολογήσουν μία καθυστέρηση να επιστρέψουν έγκαιρα ένα βράδυ. Σε αρκετές περιπτώσεις τα υποτιθέμενα θύματα αποσύρουν στη συνέχεια την καταγγελία, όταν έχει επιτευχθεί ο σκοπός τους. Ακόμα, οι καταγγελίες πολύ συχνά γίνονται από τρίτους, π.χ. τους γονείς, καθώς τα υποτιθέμενα θύματα πιέζονται από αυτούς και δεν θέλουν να παραδεχτούν στους γονείς τους ότι η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν συναινετική.

Όταν οι καταγγελίες γίνονται από μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, συνήθως αυτά έχουν προηγούμενο ιστορικό παραβατικής δράσης και τα περιστατικά που αναφέρονται είναι ιδιαίτερα βίαια, σε μία προσπάθεια των υποτιθέμενων θυμάτων να ενισχύσουν την πειστικότητά τους, καθώς η ιστορία τους ταιριάζει με τις πιο τρομακτικές ιστορίες που απασχολούν συνήθως τον Τύπο. Οι καταγγέλλουσες σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά ήδη κινούνται σε ένα παραβατικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Συχνά επίσης μπορεί να έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης όταν ήταν παιδιά (βλ. π.χ. αυτή την έρευνα της αστυνομίας του Los Angeles).

Ένα μικρό ποσοστό των πραγματικών περιστατικών απασχολεί τελικά τη δικαιοσύνη

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των πραγματικών περιστατικών που φτάνουν να απασχολούν τη δικαιοσύνη είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το σύνολο – μόλις 35%, σύμφωνα με υπολογισμούς του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Έρευνα που έγινε με χρηματοδότηση του Υπουργείου Εσωτερικών της Βρετανίας το 2005, αναφέρει ότι από την ηλικία των 16 ετών, το 7% των γυναικών είχαν υποστεί σοβαρή σεξουαλική επίθεση τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους (5% είχαν βιαστεί). Η ίδια μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να βιαστούν από άντρες που γνωρίζουν, και ότι για ένα σημαντικό ποσοστό αυτό γίνεται περισσότερες από μία φορές, από τον ίδιο δράστη.

Ο βιασμός είναι ένα ιδιαίτερο έγκλημα, που συνιστά τόσο σωματική όσο και ψυχολογική παραβίαση του θύματος. Σε κανένα άλλο έγκλημα το θύμα δεν υπόκειται σε τόσο ενδελεχή έλεγχο κατά την ανάκριση και τη δίκη, ώστε να αποδειχθεί ότι το ίδιο (δεν) είχε συναινέσει στο έγκλημα (δες αυτό το βίντεο του BBC). Αν επιπλέον είναι διαδεδομένη σε μία κοινωνία η εντύπωση ότι οι ψευδείς καταγγελίες είναι συνηθισμένες, είναι πολύ πιθανό πραγματικά θύματα να διστάζουν να πάνε στην αστυνομία και να κινδυνεύουν να γίνουν θύματα victim-blaming. Να θεωρηθεί δηλαδή ότι οι ίδιες οι γυναίκες με τη συμπεριφορά τους - με τα ρούχα τους, με το ότι κατανάλωσαν αλκοόλ, με το ότι κυκλοφορούσαν μόνες τους αργά το βράδυ - προκάλεσαν αυτό που τους συνέβη (δες και αυτό το βίντεο του BBC).

Δεν είναι κακό να αισθανόμαστε επιφυλακτικοί αναφορικά με μία καταγγελία βιασμού. Είναι όμως λάθος να υπάρχει η εντύπωση ότι οι ψευδείς καταγγελίες είναι κάτι συνηθισμένο. Δημιουργείται μία κουλτούρα ανοχής, που αποθαρρύνει τα πραγματικά θύματα, και ενδεχομένως ενθαρρύνει τους πιθανούς θύτες.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι ψευδείς αποτελούν ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των καταγγελιών, που και αυτές αφορούν μόνο ένα περιορισμένο ποσοστό των πραγματικών περιστατικών.