Πολιτικη & Οικονομια

Έκκληση για να σταματήσουν οι μειώσεις μισθών στην Ελλάδα

Απευθύνει σε έκθεσή του ο ΟΟΣΑ

Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έκκληση για να σταματήσουν οι μειώσεις μισθών στην Ελλάδα και να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις ώστε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, απευθύνει σε έκθεσή του ο ΟΟΣΑ. Εκτιμά, παράλληλα, ότι το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας θα μείνει έως το τέλος του 2015 καθηλωμένο στα υψηλότερα επίπεδα από τότε που ξέσπασε η κρίση, δηλαδή γύρω στο 27%.

Ειδικότερα, η έκθεση για τις προοπτικές απασχόλησης (Employment Outlook 2014) αναφέρει ότι η μείωση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (πάνω από 5% ετησίως κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του 2009).

«Αν και η μεγάλη μείωση των μισθών συνέβαλε στη μερική αντιστροφή της διαφοράς που υπήρχε με τη Γερμανία όσον αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας της εργασίας παρέμεινε επίμονα αρνητική από την αρχή της κρίσης» σημειώνει ο οργανισμός, προσθέτοντας όμως ότι περαιτέρω προσαρμογές των μισθών θα είναι πιθανόν δύσκολο να γίνουν και θα μπορούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των φτωχών εργαζομένων.

«Για τον λόγο αυτόν, υποστηρίζει, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στις αγορές προϊόντων και να προωθηθούν πολιτικές στην αγορά εργασίας που ευνοούν τη μετακίνηση των εργαζομένων μεταξύ των τομέων». Αναφέρει επίσης ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι χαμηλές αφενός στην ασφάλεια στην αγορά εργασίας, αφετέρου στην ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος.

Όπως εξηγεί, ο συνολικός κίνδυνος να μείνει κανείς άνεργος και η αναμενόμενη διάρκεια του διαστήματος που θα μείνει άνεργος είναι μεταξύ των υψηλότερων, ενώ οι μηχανισμοί ασφάλισης κατά της ανεργίας δηλαδή η κάλυψη με επιδόματα και η γενναιοδωρία της ασφάλισης της ανεργίας είναι μεταξύ των ασθενέστερων μεταξύ των χωρών του.

Ως προς την ανεργία, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι θα παραμείνει υψηλή (περί το 27%) έως το τέλος του 2015. Η Ελλάδα, αναφέρει, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από το 49% στο 71% μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2014.

Τονίζει δε πως η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα βάσανα που υφίστανται τα θιγόμενα άτομα και οι οικογένειές τους. Συμβάλλει, επίσης, δυνητικά στην αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δεξιοτήτων και της μείωσης του κινήτρου για την εύρεση εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να έχει ορατά αποτελέσματα στις προοπτικές μακροχρόνιας καριέρας όσων υφίστανται μεγάλες περιόδους ανεργίας.

Η έκθεση καταλήγει αναφέροντας πως οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν υπερβολικές εργασιακές απαιτήσεις με ανεπαρκείς πόρους για να καλύψουν τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Αυτή η κατάσταση δεν εμποδίζει μόνο την παραγωγικότητα, αλλά μπορεί να έχει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τους.