Πολιτικη & Οικονομια

Συνεπιμέλεια: Στηρίζοντας το #δικαιωμα_σε_2γονεις #απο_κοινου_και_εξισου

Τι μπορεί να είναι υπέρτερο από την αγκαλιά ενός γονιού, όταν μπορεί και θέλει να είναι παρών στη ζωή του παιδιού του;

Μάριος Ανδρικόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνεπιμέλεια: Ένας χρόνος από μία οραματική μεταρρύθμιση, με γνώμονα το σεβασμό και την ευνομία - με το παιδί στην καρδιά και το επίκεντρο.

Ένα σχεδόν χρόνο πριν η ελληνική νομοθεσία έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά υιοθετώντας και, πάνω από όλα, πείθοντας τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας για την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Η μεταρρύθμιση που κατέληξε στον Ν.4800/2021 εκκίνησε μέσα από τη συζήτηση πάνω στην έννοια συνεπιμέλεια. Εντούτοις ο δημόσιος διάλογος που προκλήθηκε έμελλε να αναδείξει πολλά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας –άλλα θετικά, άλλα βαθιά προβληματικά– και πάντως οδήγησε τον προβληματισμό πολύ μακρύτερα από αυτό που αναμενόταν.

Λέγεται συχνά πως η σύγχρονη διχοτομία σε κάθε θέμα του δημοσίου διαλόγου εντοπίζεται μεταξύ ενός πόλου ορθού λόγου και ενός έτερου αντίδρασης. Προσωπικά εντοπίζω το διαχωρισμό αυτό σε πλείστα θέματα – τον εντόπισα όμως θεμελιακά και στο θέμα της σημαντικής αυτής μεταρρύθμισης.

Έχοντας ζήσει σε μεγάλο βαθμό την ένταση του διαλόγου που αναπτύχθηκε, έχω καταλήξει πως η υιοθέτηση της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες μέχρι σήμερα κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

Απέναντι ωστόσο σε ένα αυτονόητο αίτημα μίας σύγχρονης κοινωνίας, σχηματίστηκε μία ετερόκλητη αντίδραση με δομικό της γνώρισμα τον τοξικό λόγο, το λαϊκισμό, την απαράδεκτη και απροκάλυπτη απόπειρα έμφυλου διχασμού των Ελληνίδων και των Ελλήνων και την ασύστολη κινδυνολογία – ενόψει της ολοφάνερης ένδειας επιχειρημάτων. Ένα ιδιότυπο και ετερόκλητο μέτωπο το οποίο έδωσε με πείσμα «μάχες οπισθοφυλακής» –τις πιο όμως καταδικασμένες ως γνωστόν– με αίτημα να μην αλλάξει τίποτα.

Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη φορά αξίες τόσο ευγενείς όσο η ισότητα, η γονεϊκή αγάπη ή η ίδια η γονεϊκή υπόσταση – ο ιερός δεσμός γονιού-παιδιού, να έχουν δεχθεί τέτοιο μένος, τόση εχθροπάθεια και τέτοιου μεγέθους εκτόξευση λάσπης, αφήνοντας μία γεύση βαθιάς πίκρας πάνω από όλα για την απονιά και την έλλειψη ενσυναίσθησης που κυριάρχησε. Δεν λησμονιέται η απονιά της προσβολής «γονεοκεντρικό», όταν επιχειρήθηκε εξ ορισμού να τίθεται ο γονιός απέναντι από το ίδιο το παιδί του και ενοχοποιήθηκε η πιο πηγαία μορφή ανιδιοτελούς αγάπης. Πίκρα – αλλά και αγανάκτηση απέναντι σε λογικές ομαδικής προγραφής και στοχοποίησης του μισού γονεϊκού πληθυσμού με έμφυλο κριτήριο, γιατί η στοχοποίηση, όλοι το γνωρίζουμε, αφορούσε τους πατεράδες.

Όλα αυτά όμως δεν έχουν πλέον καμία σημασία – η κοινωνία των πολιτών επέδειξε πρώτη σύνεση και ωριμότητα, απομόνωσε την εχθροπάθεια και υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να σταθούμε και να αναδείξουμε τη μεγάλη εικόνα, με το βλέμμα στο μέλλον.

Είναι εγγενές χαρακτηριστικό κάθε νομοθετικού κειμένου και ιδίως μίας κεντρικής μεταρρύθμισης, η σιωπηρή και σταθερή επενέργεια. Η πορεία μέσα στο χρόνο και η διάπλασή μέσα από την κοινωνία και μέσα από την πορεία της εφαρμογής.

Νομολογιακά συμπεράσματα είναι βέβαια νωρίς να εξαχθούν. Μία άρτια νομολογιακή μελέτη δεν μπορεί να βασιστεί σε αποφάσεις Ασφαλιστικών Μέτρων – οι οποίες είναι και η πλειοψηφία τη στιγμή αυτή, καθώς ένας Νόμος που ισχύει μόλις από τις 16.09.2021 δεν έχει ακόμα βρει το δρόμο του μέσα από πρωτόδικες, εφετειακές και ιδίως αρεοπαγιτικές κρίσεις – ενώ η σαφής αποτρεπτική στάση του νέου Νόμου προς αέναες αντιδικίες δεν είναι δεκτική ποσοτικοποίησης ως προς τις αντιδικίες που αποσόβησε. Ας θυμηθούμε πως η τότε οραματική –ουδείς αντιλέγει– μεταρρύθμιση του 1983, ανέδειξε τις όποιες παθογένειες στην πορεία ετών, αν όχι δεκαετιών. Η δε προσπάθεια κυρίευσης του δημόσιου χώρου από δήθεν βαρύγδουπα «συμπεράσματα», σίγουρα όχι πάντα, αλλά συνηθέστατα εκκινεί από την αγωνία και τον ευσεβή πόθο κάποιων είτε να πλήξουν το νέο Νόμο, είτε να λαϊκίσουν μηδενίζοντας, είτε ακόμα αυτοπροβληθούν αυτάρεσκα.

Όπως έχω γράψει κατ’ επανάληψη μέσα από τη σελίδα που με κατάθεση ψυχής έχω οικοδομήσει εδώ και τρία χρόνια –τη «Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης»-, και θα συνεχίσω να το πράττω μαχόμενος για την κοινωνική εγρήγορση κατά της μάστιγας αυτής, ο νέος Νόμος ανέδειξε κεντρικά την αξία της παρουσίας και των δύο γονέων στη ζωή ενός παιδιού, εκεί που αυτό είναι εφικτό και υπό τις προϋποθέσεις και εγγυήσεις του. Ανέδειξε το διεθνώς και υπερνομοθετικά προστατευόμενο αυτό δικαίωμα πρώτιστα των παιδιών – δικαίωμα στην γονεϊκή παρουσία και δικαίωμα στην προστασία από αποξενωτικές πρακτικές στοχεύουσες στη διάρρηξη του συναισθηματικού του δεσμού με καθένα από τους γονείς του.

Ταυτόχρονα για πρώτη φορά ο Έλληνας νομοθέτης θέτει κεντρικά το κριτήριο του σεβασμού (1511ΑΚ), τόσο απέναντι στο Νόμο και τις Δικαστικές Αποφάσεις και Εισαγγελικές εντολές, όσο και μεταξύ των γονέων δανειζόμενος μία σοφή διάταξη της γαλλικής νομοθεσίας, θέτοντάς τους σε έναν ενάρετο κύκλο. Ο σεβασμός στο επίκεντρο – αξία, θεμέλιο και ασπίδα προστασίας μεταξύ άλλων απέναντι και σε κάθε ακόμα και σκέψη κακοποιητικής συμπεριφοράς.

Η έννοια της ισότητας απεικονιζόμενη μέσα από τη φράση «από κοινού και εξίσου» υποδηλώνει και υπογραμμίζει την αξία πραγματικής παρουσίας και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του παιδιού – επί ίσοις όροις όχι μόνο ως προς τα δικαιώματα, αλλά και ως προς τις υποχρεώσεις.

Ο Έλληνας νομοθέτης θέλησε και επεδίωξε ένα πλαίσιο υπευθυνότητας, σεβασμού, ενσυνείδητης νομιμότητας και ευνομίας. Συχνά προβληματίζομαι εάν η πρωτοβουλία αυτή συμβαδίζει με την κοινωνία μας, αν είναι πιο μπροστά ή πιο πίσω από αυτή. Έχω ωστόσο μεγάλη πίστη στη σύγχρονη Ελληνίδα και στο σύγχρονο Έλληνα και έχω τη βαθιά πεποίθηση πως οι αξίες αυτές είναι ένα θεμελιακό κοινωνικό αίτημα. Η ωριμότητα της κοινωνίας μας, είναι πολύ μεγαλύτερη από τη μεμψιμοιρία του αντανακλαστικού μηδενισμού.

Εναπόκειται όμως στη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της με αντίληψη προόδου και θάρρους και μακριά από αυτοματισμούς, προκαταλήψεις και παρωχημένα στερεότυπα να δώσει και να δώσουν πνοή και υπόσταση στην οραματική αυτή επιλογή. Πνοή και υπόσταση η οποία θα περάσει όμως και από το σεβασμό προς την κρίση της Δικαιοσύνης. Η ανοχή προς την βαθιά παρακμιακή και αντιδημοκρατική συμπεριφορά της παραβίασης των Δικαστικών Αποφάσεων και συνεπακόλουθα την ανοχή προς αποξενωτικές συμπεριφορές είναι στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα – πλέον αφόρητη και αδιανόητη. Δεν μπορούμε ως κοινωνία να δεχθούμε πως στον κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα της προστασίας των σχέσεων γονέα-παιδιού υφίστανται νησίδες ανομίας και προαιρετικής εφαρμογής του Νόμου. Δεν νομιμοποιείται η παρανομία. Δεν αντέχεται το άδικο.

«… τὸ δ' ἐπὶ τὸν δικαστὴν ἰέναι ἰέναι ἐστὶν ἐπὶ τὸ δίκαιον …», διδάσκει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1131β-1132β) – «πηγαίνω στο Δικαστή, θα πει πηγαίνω στο δίκαιο». Και αν αυτό είναι η θεμελιώδης αξίωση σε ένα κράτος δικαίου – είναι ολοφάνερο το πόσο αυτό είναι συνθήκη απαραίτητη όταν το διακύβευμα είναι η επιβίωση ενός γονέα ως προς τη πιο πολύτιμη πτυχή της υπόστασης και ύπαρξης του. Την παρουσία του στη ζωή του παιδιού του. Ταυτόχρονα η θεμελιώδης και αξιωματικής υπόστασης αρχή της ατομικής –και ποτέ συλλογικής– νομικής ευθύνης πρέπει έτι περαιτέρω να καταστεί βιωματική και αυτονόητη αρχή – αξία η οποία κεντρικά και σθεναρά αναδείχθηκε.

Μετά το πρώτο «λιμάνι» και την επιτυχία όλης της κοινωνίας να δομήσει ένα νέο οραματικό πλαίσιο, ο δρόμος μπορεί να εξακολουθεί να είναι μακρύς, αλλά στο διαρκές ταξίδι προς τη νοητή Ιθάκη της προόδου και του ορθού λόγου, μας ακολουθεί πλέον ένας στέρεος, ισχυρός και οραματικός συμβολισμός:

Σεβασμός, ευνομία και πάνω από όλα #δικαιωμα_σε_2γονεις #απο_κοινου_και_εξισου για όλα τα παιδιά της Ελλάδας – για τις νεαρές Ελληνίδες και τους νεαρούς Έλληνες πολίτες!

Αυτές οι αξίες είναι η ψυχή και η παρακαταθήκη, μίας βαθιά προοδευτικής μεταρρύθμισης που πρέπει να αγκαλιάσει και να κάνει δική της υπόθεση όλη η κοινωνία.

Το Δεκέμβριο του 2020 σε άρθρο μου στην Athens Voice, πολλά μηνύματα του οποίου θεωρώ πως δικαιώθηκαν συν τω χρόνω στην κοινή συνείδηση, αναρωτήθηκα «τι μπορεί να είναι υπέρτερο από την αγκαλιά ενός γονιού, όταν μπορεί και θέλει να είναι παρών στη ζωή του παιδιού του;». Η αναζήτηση αυτή παραμένει γνώμονας και οδηγός στο ταξίδι που συνεχίζεται.