Πολιτικη & Οικονομια

Stranger Things στην Ουκρανία, κάπου στα ανατολικά

Στην Ουκρανία, κανείς δεν είναι ασφαλής — και κανένα κορίτσι δεν έχει τη δύναμη της Ιλέβεν

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα κορίτσι θυμώνει που η χώρα της αμύνεται για λογαριασμό όλης της υπόλοιπης Ευρώπης, μα συνεχίζει να πολεμά μόνη

Σήμερα είναι 13 Απριλίου. Και είμαστε κάπου στην Ουκρανία. Και παρακολουθούμε ένα κορίτσι στο δωμάτιό του.

Είναι ένα θυμωμένο κορίτσι. Έξαλλο. Γράφει και σβήνει στο Twitter της, ανεβάζει φωτογραφίες, πατάει το Caps Lock, ΦΩΝΑΖΕΙ, είναι θυμωμένη. Βλέπει ότι σχεδόν κανείς δεν βοηθάει τη χώρα της. Και σίγουρα όχι τα μεγάλα και πλούσια κράτη, που τα περισσότερα μάλιστα εξακολουθούν να συναλλάσσονται κανονικά με τον εχθρό, να αγοράζουν τα προϊόντα του και να του γεμίζουν τις ματωμένες τσέπες.

Εξοργίζεται μαζί τους που φοβούνται τόσο πολύ, που δειλιάζουν, που ζυγίζουν με τις χούφτες το μέλλον της Ουκρανίας, και βάζουν λίγο από δω και λίγο από κει, σαν να ’ναι θέατρο όλο αυτό. Τρελαίνεται με τις κυβερνήσεις τους που, αντί να πάνε με το δίκιο, σκέφτονται όλους εκείνους που θα αντιδράσουν, τους φίλους του εχθρού ή τους φίλους της τσέπης τους, τους πολίτες τους που θα δουν τη βενζίνη να ακριβαίνει —α, τι τραγικό— και θα αρχίσουν τις τσιρίδες στα σόσιαλ.

Η χώρα του κοριτσιού θέλει όπλα, όπλα, όπλα. Και τα θέλει τώρα, όχι χθες. Δεν υπάρχουν σφαίρες, κράνη, αλεξίσφαιρα γιλέκα, αρβύλες, τουφέκια, πολυβόλα, πυροβόλα, νάρκες, αντιαρματικά, ντρόουν, κανόνια, δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, τίποτε, όλα φτάνουν με το σταγονόμετρο, οι εθελοντές αγοράζουν σφαίρες με δικά τους έξοδα, ενώ ο στρατός συχνά χρησιμοποιεί οπλισμό που πήρε από τους νεκρούς του εχθρού, για όνομα του καλού Θεού.

Ήδη τούς διώξανε από τα τρία τέταρτα της χώρας, τους πέταξαν με τις κλοτσιές από το Κίεβο, τον πρώτο και μεγαλύτερο στόχο τους, τους εξευτέλισαν, αλλά πια δεν έχουν όπλα και πυρομαχικά, σώθηκαν τα πάντα, στέγνωσαν — δεν το βλέπουν οι μεγάλοι αυτό; Αν είχαν μερικά μαχητικά αεροπλάνα θα είχαν κατορθώσει ακόμη και τη Μαριούπολη να ελευθερώσουν, αλλά τώρα η Μαριούπολη πάει πια, έσβησε από τον χάρτη, δεν πρόκειται να ξαναζήσει αυτή η πόλη, πάει, πάει.

Η Ουκρανία αμύνεται για λογαριασμό όλης της υπόλοιπης Ευρώπης, κι αυτοί λένε όλο καλά λόγια και εκφράζουν τη συμπαράστασή τους, από τη μία, αλλά από την άλλη πληρώνουν με τα πετροδολάρια τον εχθρό για να συνεχίζει εκείνος τον πόλεμο, για να σκοτώνει τον κόσμο, και για να παίρνει εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά και να τα στέλνει με τα τρένα πέρα στην Άπω Ανατολή. Στα βάθη της Ασίας! Κι αυτά τα παιδιά δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω, ποτέ μα ποτέ, η ζωή τους έσβησε όπως των δεκάδων χιλιάδων που σκοτώθηκαν ήδη — των δεκάδων ΧΙΛΙΑΔΩΝ, διάολε, δεν είναι χίλιοι και δυο χιλιάδες, δεν είναι κορονοϊός εδώ, είναι σφαγή, πραγματική σφαγή. Είναι ορδές που ρίχνουν πυραύλους από τις βάσεις τους εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά μέσα σε καταφύγια, και ρίχνουν με το πολυβόλο του τανκς σε πολιτικά αυτοκίνητα, σε ΙΧ με οικογένειες με μωρά παιδιά.

Από όπου και να πέρασαν έσπειραν τον τόπο με αίμα και με χέρια και με πόδια. Η χώρα γέμισε νεκρούς και ανάπηρους. Και γέμισε βιασμένα κορίτσια και αγόρια, και βιασμένα ΒΡΕΦΗ, και άλλα κορίτσια και αγόρια που πουλήθηκαν ήδη σε σκλαβοπάζαρα όπως στις ταινίες, σε εκείνες τις απαίσιες ταινίες που δεν αντέχει να τις βλέπει, κάτι έργα που δείχνουν ανώμαλους άντρες, χυδαίους, εμετικούς υπανθρώπους που τους τρέχουν τα σάλια και ορέγονται φρέσκια, τρυφερή σάρκα και αίμα. Τα αγοράζουν από τους δουλέμπορους στα σύνορα βλέποντάς τα από το τηλέφωνο, κανείς δεν ελέγχει τίποτε, οι δαίμονες έχουν βγει από την Κόλαση και περπατάνε στους δρόμους κρατώντας από ένα κομμένο κεφάλι ο καθένας τους στο χέρι.

Το κορίτσι ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΣΤΟ TWITTER, τα δόντια της τρίζουν, και τα μάτια της είναι κατακόκκινα και παγωμένα. Δεν κλαίει πια, έκλαιγε ενάμιση μήνα, τώρα νιώθει μονάχα μίσος.

Μέχρι που της γράφει ο φίλος της.

Μέχρι που της γράφει ο φίλος της, και για μια στιγμή το κορίτσι ηρεμεί.

«Είσαι καλά;»

«Ναι», του λέει, «είμαι καλά. Εσύ;»

«Καλά», της λέει κι αυτός. «Οκέι, όπως όλοι».

«Ναι…»

«Κρίμα που δεν είμαι εκεί».

«Κρίμα, ναι».

«Σε σκέφτομαι συνέχεια».

«Κι εγώ σε σκέφτομαι».

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια».

«Ωραία. Ουφ, μόνο που πρέπει να κλείσω τώρα, τόσο ήταν, δεν έχουμε πολλή ώρα ελεύθερη. Ξέρεις».

«Ξέρω, ναι. Ένα λεπτό. Θα μου γράψεις αύριο;»

«Φυσικά θα σου γράψω».

«Εντάξει. Φιλιά. Σ’ αγαπώ».

«Κι εγώ σ’ αγαπώ. Σε λατρεύω».

«Να προσέχεις, ναι;»

«Μην ανησυχείς».

Το κορίτσι ανησυχεί, αλλά δεν θα του το πει. Ανησυχεί σαν τρελή. Ή μήπως οι τρελοί δεν ανησυχούν; Δεν ξέρει, κι ούτε έχει σημασία.

Σηκώνεται, και ανοίγει το παράθυρο. Ξέρει πως προς τα εκεί, πέρα μακριά, είναι η Ρωσία. Στο πολύ βάθος, δεν φαίνεται. Αλλά είναι εκεί. Κάπου εκεί. Σηκώνει τα χέρια της με τα δυο μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, νιώθοντας τον αέρα να της φουσκώνει την μπλούζα που γράφει STRANGER THINGS επάνω και έχει μια εικόνα της Ιλέβεν.

«Μεγάλο κακό να σας βρει», λέει το κορίτσι, και φτύνει.

Κλείνει το παράθυρο, ξαπλώνει στο κρεβάτι της, παίρνει το κινητό στα χέρια, το ξαναπετάει δίπλα της, και αναλογίζεται το μέλλον.

Σήμερα είναι 13 Απριλίου, σκέφτεται. Πώς να είναι άραγε τα πράγματα σε ένα μήνα;Πώς να είναι άραγε τα πράγματα στις 13 Μαΐου;

                                                    * * *

Το κορίτσι δεν ξέρει πώς θα είναι τα πράγματα στις 13 Μαΐου. Εμείς ξέρουμε. Τα σπίτια στη γειτονιά της θα ισοπεδωθούν από πυραύλους και από τις οβίδες του πυροβολικού. Τα τανκς θα τελειώσουν τη δουλειά. Έπειτα θα έρθει το πεζικό, οι καταδρομείς, όλοι αυτοί. Θα σαρώνουν τους δρόμους και θα πυροβολούν ό,τι κινείται — αυτοκίνητα, λεωφορεία, αγροτικά, ποδηλάτες, πεζούς, σκύλους. Κάποια στιγμή θα σπάσουν την πόρτα του σπιτιού όπου το κορίτσι θα έχει καταφύγει με τις πρώτες ρουκέτες, και ένας νεαρός άντρας με ένα όπλο στα χέρια που της φαίνεται πολύ μεγάλο θα την αρπάξει από τα μαλλιά και θα την πετάξει στον απέναντι τοίχο. Έπειτα θα έρθουν και οι σύντροφοί του. Θα γελάσουν. Είναι ωραία η σκύλα, θα πουν. Και, ένας-ένας, θα ξεκουμπώσουν τα παντελόνια.