Πολιτικη & Οικονομια

Γαλλικές εκλογές: Η εκδίκηση των απωθημένων κρίσεων

Το μέλλον της Ευρώπης παίζεται σήμερα στη Γαλλία. Το θέμα είναι κατά πόσον το Ουκρανικό ανέσυρε στους Γάλλους τα απωθημένα βιώματα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, ξυπνώντας ένα ανεξέλεγκτο «αίσθημα εκδίκησης».

Γιώργος Σεφερτζής
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γαλλικές προεδρικές εκλογές: Η δημοσκοπική πορεία των Μακρόν, Λε Πεν, Ζεμούρ, Μελανσόν, το «ένστικτο της εκδίκησης», ο «δημοκρατικός συναγερμός» & το ουκρανικό.

Με την Ευρώπη ολόκληρη να τελεί υπό το σοκ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον Μακρόν να της μιλά από το Παρίσι για επιστροφή της τραγωδίας στην Ιστορία και την ίδια ώρα, από την Βουδαπέστη, ο τετράκις νικητής των εκλογών στην Ουγγαρία, Όρμπαν, να ερμηνεύει τη νίκη του ως νίκη του «πατριωτισμού» στέλνοντάς της το μήνυμα ότι στον εθνικισμό ανήκει το μέλλον της, η εκλογική αναμέτρηση του απερχόμενου Γάλλου Προέδρου με την σε απόσταση αναπνοής από το προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων ευρισκόμενη πλέον Μαρίν Λε Πεν αποκτά χαρακτήρα μείζονος διακυβεύματος για το αύριο της γηραιάς ηπείρου.

Χωρίς αμφιβολία, βέβαια, η υποψήφια της Εθνικής Συσπείρωσης έχει μεταλλαχτεί επικοινωνιακά, έχει αποδαιμονοποιηθεί πολιτικά και έχει επανατοποθετηθεί στρατηγικά αξιοποιώντας στο έπακρο τη δυναμική είσοδο στο γαλλικό εκλογικό προσκήνιο του ακρότερου υπερεθνικιστή Ερίκ Ζεμούρ, ώστε να εμφανιστεί ως μια μετριοπαθέστερη και συναινετικότερη ηγέτις. Δεν παύει, όμως, να ανήκει στην ίδια με τον Όρμπαν ιδεολογική οικογένεια και μια ενδεχόμενη εκλογική της άνοδος, πολύ δε περισσότερο ένας θρίαμβος, να προκαλέσει ένα νέο εθνολαϊκιστικό τσουνάμι.

Το μόνο σίγουρο προσώρας είναι ότι χωρίς τον Μακρόν η Ευρώπη θα είναι πολύ διαφορετική, πιο εθνοκεντρική, πιο ασταθής και λιγότερο προσηλωμένη στον στόχο της πολιτικής ενοποίησης, της στρατηγικής αυτονομίας και της γεωπολιτικής ανεξαρτησίας της ενόψει της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που διαγράφεται στον ορίζοντα βυθίζοντας τον κόσμο στην αβεβαιότητα, αν όχι στο χάος, μιας αγνώστου διαρκείας και προοπτικής μεταβατικής εποχής.

Κατά τα άλλα οι πιθανότητες, το μέχρι προ ολίγων μόλις ημερών απόλυτο φαβορί, όπως θεωρείτο ότι ήταν ο απερχόμενος Γάλλος Πρόεδρος, να χάσει στο φίνις από το απόλυτο αουτσάιντερ, που ήταν εξαρχής η Λε Πεν, εμφανίζονται με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα εξαιρετικά αυξημένες.

Το μόνο που μάλλον αποκλείεται πια, είναι ο υποψήφιος της ριζοσπαστικής αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν να κερδίσει το στοίχημα της πρόκρισης στον δεύτερο γύρο αφήνοντας πίσω του την μεταμορφωμένη ευρωσκεπτικίστρια της Ακροδεξιάς Λε Πεν και κάνοντας την έκπληξη των εκλογών. Συνέχιζε μέχρι και χθες την ορμητικά ανοδική του πορεία αγγίζοντας το όνειρο να είναι αυτός που θα της έφραζε τον δρόμο προς την εξουσία. Πλην όμως φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της «χρήσιμης ψήφου» από την οποία ευνοείτο μέχρι τώρα, όντας ο μοναδικός των υποψηφίων που συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες να αποσπάσει ποσοστά ικανά να μεταδώσουν δυνατά το μήνυμα της αποδοκιμασίας, το οποίο διακαώς οι ψηφοφόροι του χώρου επιθυμούσαν να μεταφερθεί στον κατ' αυτούς απερχόμενο «Πρόεδρο των πλουσίων».

Άλλωστε όλος αυτός ο πάλαι ποτέ ισχυρός και επιδραστικός πολιτικός χώρος είναι πια μειοψηφικός σε μια κοινωνία της οποίας οι εμπειρίες των αλλεπάλληλων κρίσεων έχουν συντηρητικοποιήσει και στρίψει πολύ δεξιότερα.

Έτσι, εξάλλου, η Λε Πεν κατάφερε να αναγορευθεί σε προνομιακό εκφραστή της κοινωνικής δυσφορίας προ της επαπειλούμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της επιδείνωσης των συνθηκών της ζωής των λαϊκών στρωμάτων και του φόβου των μεσαίων ότι η καθημερινότητά τους θα εξέπιπτε του status και της οικονομικής άνεσης που είχε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.

Όσο ο Μακρόν σταδιοδρομούσε ως ο αποτελεσματικός και υπερπροστατευτικός «Πρόεδρος των μεγάλων κρίσεων» που σημάδεψαν την πρώτη θητεία του (τρομοκρατία, κίνημα κίτρινων γιλέκων, κλιματική αλλαγή, πανδημία, συνακόλουθη οικονομική αποσταθεροποίηση και τώρα πόλεμος στην γειτονιά της Ευρώπης), συντηρούσε ακέραιο το πολιτικό του κεφάλαιο, απορροφούσε τους κοινωνικούς κραδασμούς και διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα την εκλογική του επιρροή. Την είδε μάλιστα να εκτινάσσεται στα ύψη υπό το κράτος του πανικού που προκάλεσε η απειλή της γενίκευσης του πολέμου και ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Είχε ταυτόχρονα τις ιδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αρχηγού του στρατού και του ασκούντος την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και συσπείρωσε ανακλαστικά στο πλευρό του την σχετικά μεγαλύτερη, πολυσυλλεκτικότερη και ευρύτερου πολιτικού φάσματος πλειοψηφία των δυνάμεων που έσπευσαν να τον στηρίξουν ενόψει των νέων εθνικών και ευρωπαϊκών απειλών.

Όμως, όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία παρατεινόταν, τόσο περισσότερο μετατρεπόταν σε πόλεμο κυρίως των άμεσα εμπλεκομένων. Όσο ενσωματωνόταν στην τρέχουσα «κανονικότητα», τόσο οι έκτακτες συνθήκες επηρέαζαν λιγότερο την κοινή γνώμη και τόσο λιγότερο την συγκινούσαν οι διεθνείς πρωτοβουλίες του απερχόμενου Προέδρου και ο ρόλος που έπαιζε υπερασπιζόμενος την εθνική και ευρωπαϊκή ασφάλεια. Και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο ο ίδιος επανερχόταν στα προ της ουκρανικής κρίσης επίπεδα εκλογικής δυναμικότητας, χάνοντας τις μονάδες δημοσκοπικής υπεροχής που είχε στο μεταξύ κερδίσει αυξάνοντας τις αποστάσεις του από τους ανταγωνιστές του.

Αντιστρόφως η Λε Πεν, που στο ίδιο διάστημα συνέχιζε να εστιάζει την εκλογική ατζέντα της στα εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα, τα οποία τώρα ξαναέβγαιναν στην επιφάνεια, άρχισε να επιβραβεύεται για την επιμονή της στα ζωτικά ζητήματα της καθημερινότητας και της οικονομικής ανασφάλειας κερδίζοντας από μισή μονάδα κάθε ημέρα.

Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ίσχυσε και για τον Μελανσόν, ο οποίος δεν επέμενε μόνο στα μεγάλα και βασικά θέματα που η αριστερά παγίως θέτει στην ατζέντα της, αλλά και στην αποχώρηση της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ, στην αποστασιοποίησή της από το «διευθυντήριο των Βρυξελλών» και την αποδέσμευση της από τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον.

Και των δυο η δουλειά έγινε ευκολότερη εκ του γεγονότος ότι τρεις υπήρξαν συμπληρωματικά οι βασικότεροι λόγοι που ενίσχυσαν τη δημοσκοπική κάμψη του Μακρόν μετά την εκτίναξη των ποσοστών του κατά την πρώτη εβδομάδα της ουκρανικής κρίσης:

  • Η έλλειψη ενός αφηγήματος για την επόμενη πενταετία που θα δημιουργούσε την προοπτική μιας διαφορετικής και περισσότερα υποσχόμενης από την πρώτη προεδρικής θητείας.
  • Η επαναφορά του σχεδίου του για την αντιδημοφιλή μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με επέκταση του ορίου συνταξιοδότησης στα 65.
  • Η οσμή σκανδάλου που προ ημερών αναδύθηκε με την κυβέρνησή του να κατηγορείται ότι καταχράστηκε του δημοσίου συμφέροντος προσφεύγοντας καθ' υπερβολή στις πανάκριβες υπηρεσίες ξένων συμβουλευτικών οίκων, οι οποίοι επιπλέον δεν κατέβαλαν φόρους στο γαλλικό κράτος.

Ασφαλώς αυτά δεν θα ήταν από μόνα τους αρκετά για να μεταστρέψουν εναντίον του απερχόμενου Προέδρου την κοινή γνώμη. Ήρθαν, όμως, και ανέσυραν από το συλλογικό υποσυνείδητο τα απωθημένα στα τρίσβαθά του βιώματα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που ο ίδιος είχε μεν επιτυχώς διαχειριστεί διατηρώντας το πολιτικό του κεφάλαιο, αλλά που είχαν αφήσει πίσω τους ανοιχτές πληγές τις οποίες τώρα οι τρεις προαναφερθέντες λόγοι έξυναν ξυπνώντας το «ένστικτο της εκδίκησης» στα καταπονημένα τμήματα του εκλογικού σώματος.

Ο καθένας μας, έλεγε τις πρώτες ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία μιλώντας στον Monde η ψυχίατρος Καρολίν Ενγκρέ, έχει στην ψυχή του ένα χρηματοκιβώτιο στο οποίο αποθησαυρίζει τις χαρές που παίρνει από τη ζωή του, τους οικείους του, τον ελεύθερο χρόνο του, την ψυχαγωγία του, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Τα αποθέματα όμως του χρηματοκιβωτίου εξαντλούνται όσο αυξάνονται οι καταναγκασμοί και το άγχος της καθημερινότητας. Ενώ η υγειονομική κρίση είχε ήδη αντλήσει πολλά από τα ψυχικά αποθέματα του χρηματοκιβωτίου, προέκυψε αυτή η νέα κρίση του πολέμου που το άδειασε ακόμα περισσότερο. Όταν το ψυχικό κόστος ξεπερνάει τα ψυχικά μας αποθέματα, επέρχεται ψυχολογική εξάντληση. Και η εξάντληση, πρόσθετε η Ενγκρέ, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν οι κρίσεις που την προκαλούν είναι απρόβλεπτες και άρα περισσότερο αποσταθεροποιητικές. Όταν μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις αδυναμίες μας ή τις αδυναμίες του κράτους μας. Κυρίως όταν τινάζεται στον αέρα η αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι διαπιστώνοντας βιαίως πόσο πεπερασμένες είναι οι δυνάμεις μας.

Σύμπτωμα μιας τέτοιας κατάστασης φαίνεται να αποτελεί και η εξάντληση της εκλογικής δυναμικής του Μακρόν με κίνδυνο η αποχή να τον πλήξει σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αντιπάλους του που έχουν το κίνητρο της «εκδίκησης».

Αν αυτό συμβεί, θα συνιστά και ένα πλήγμα στο καθοριστικό στρατηγικό του πλεονέκτημα που μέχρι πρότινος ήταν η ομοιογένεια και η πολυσυλλεκτικότητα της εκλογικής του βάσης.

Θα είναι όμως και μια εξήγηση του ατυχήματος που μπορεί να συμβεί και στην Γαλλία και στην Ευρώπη. Και μάλιστα σε μια στιγμή που όλοι είχαν αρχίσει να αισθάνονται καλύτερα διαπιστώνοντας ότι επιτιθέμενος στην Ουκρανία ο Πούτιν είχε ενεργοποιήσει τα αμυντικά ανακλαστικά των δημοκρατικών δυνάμεων της γηραιάς ηπείρου. Οι κοινωνίες της τελευταίας, όμως, φαίνεται, να έχουν φθάσει στα όρια των ψυχικών αντοχών τους βλέποντας τα αποθέματα του χρηματοκιβωτίου τους να εξαντλούνται και τις προσδοκίες τους να ματαιώνονται.

Μένει τώρα να φανούν τα ποσοστά που τελικά θα καταγράψει η αποχή. Ίσως να αποδειχθούν ο καθοριστικότερος παράγοντας των συσχετισμών που θα προκύψουν από τις κάλπες. Για πρώτη φορά στη διάρκεια της πολύ μακράς προεκλογικής περιόδου, εμφανίστηκαν μόλις προχθές τάσεις απομείωσης των ποσοστών της αποχής, που είχαν φτάσει να ξεπερνούν το 1/3 των ψηφοφόρων. Ποσοστό, δηλαδή, ρεκόρ στα χρονικά της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.

Πρόκειται προφανώς για συνέπεια της έντασης που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες θερμαίνοντας ένα πολιτικό κλίμα που το προηγούμενο διάστημα παρέμενε υποτονικό, κατατονικό και ολίγον πολικό.

Το ερώτημα είναι τι θα αλλάξει, ποιον θα βλάψει και ποιον θα ωφελήσει η άνοδος της πολιτικής θερμοκρασίας.

Αν, συνδυαζόμενη και με τον αέρα αισιοδοξίας που πνέει στο στρατόπεδο της Λε Πεν, ανοίξει την όρεξη συμμετοχής στην εκλογική αναμέτρηση των κατοίκων των εργατικών συνοικιών, των λαϊκών στρωμάτων και των νεότερων ψηφοφόρων, η πλειοψηφία των οποίων απαξίωνε μέχρι σήμερα το νόημα της προσέλευσης στις κάλπες, τότε οι πιθανότητες να ευνοηθούν περισσότερο οι δύο αντίπαλοι του απερχόμενου Προέδρου αυξάνονται αισθητά.

Και πάλι βέβαια μένει να φανεί αν η εύνοια προς την Λε Πεν θα είναι συγκριτικά μεγαλύτερη εκείνης που θα μετακινήσει προς τον Μελανσόν συμπληρωματικές κρίσιμες μάζες.

Ούτως ή άλλως η πρώτη έχει ισχυρότερα ερείσματα μεταξύ των «μη προνομιούχων» και το πλεονέκτημα ότι, με τα αρνητικά για τον Μακρόν δεδομένα της συγκυρίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι και η πλέον «χρήσιμη» στην υπόθεση της εκθρόνισης του «Προέδρου των πλουσίων».

Αν μάλιστα η αποχή πλήξει σε μεγαλύτερο βαθμό τον τελευταίο, θα του στερήσει το καθοριστικότερο στρατηγικό του πλεονέκτημα που μέχρι πρότινος ήταν η ομοιογένεια και η πολυσυλλεκτικότητα της εκλογικής του βάσης.

Εκτός και αν χτυπήσει «δημοκρατικός συναγερμός» και σταματήσει να φυσά ο αέρας της αισιοδοξίας που φουσκώνει με την προσδοκία της νίκης τα πανιά της εσωστρεφούς και ευρωφοβικής «υπερπατριωτικής δεξιάς».