Πολιτικη & Οικονομια

Πόση ιστορία μπορούμε ν' αντέξουμε;

Υπάρχουν στιγμές που μουρμουρίζουμε με απόγνωση «Σταματήστε να κατέβω»

Καρολίνα Μέρμηγκα
ΤΕΥΧΟΣ 818
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας, πώς επηρεάζουν την ψυχολογία μας και πώς θα το αντιμετωπίσουμε.

Ένας φίλος μου είχε πει κάποτε ότι, όταν κάτι συμβαίνει γύρω σου τρομακτικό, το καλύτερο μέρος για να καταφύγεις είναι ένα μουσείο. Το έχω δοκιμάσει, και όντως δουλεύει: γιατί εκεί ο χρόνος μάς υπακούει, έχει κοκαλώσει εκεί όπου του είπαμε να κάτσει φρόνιμα, λίγο πριν από το ταμείο των εισιτηρίων. Και όλα τα άλλα, τα πριν και τα μετά, ας περιμένουν.

Εκεί λοιπόν, στο Μουσείο, ξεκίνησα να πάω τις προάλλες, κλείνοντας (με τεράστια προσπάθεια) την τηλεόραση· κλείνοντας τις εικόνες των καταφυγίων με τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που τραγουδούν τον εθνικό τους ύμνο, των νεκρών σπαρμένων στους δρόμους σαν απορρίμματα που δεν μάζεψε ο δήμος, των 70χρονων πολιτοφυλάκων που κλαίνε – τα ξέρετε, τι να σας τα λέω. Έκλεισα την τηλεόραση γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι (το προνομιούχο, τα ανέγγιχτο από βόμβες και αέρια και σειρήνες), γιατί δεν άντεχα άλλο αυτό που εκκωφαντικά και ασφυκτικά μού έκοβε την αναπνοή.

Ο καθηγητής Στάθης Καλύβας πρόσφατα επισήμανε ότι υπάρχουν στιγμές που η Ιστορία μοιάζει να «πυκνώνει»· όπου μέσα σε λίγα 24ωρα γίνονται τόσα πολλά όσα δεν έγιναν μέσα σε δεκαετίες (ή και ποτέ). Στην πραγματικότητα, βέβαια, η Ιστορία είναι συνεχούς ροής, η κυλιόμενη σκάλα της ασταμάτητα προχωρά και φέρνει τα πράγματα προς τα εμάς. Όμως είναι αλήθεια ότι υπάρχουν στιγμές που τα γεγονότα είναι, ακόμα και στα ανυποψίαστα (ή και αδιάφορα) μάτια μας, «ιστορικά», και όταν αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται (όπως μοιάζει τώρα τελευταία να γίνεται) υπάρχουν στιγμές που μουρμουρίζουμε με απόγνωση το γνωστό «σταματήστε να κατέβω». Θέλουμε τώρα, τώρα, να κατέβουμε από την κυλιόμενη σκάλα και να ξαναβρούμε την κανονική μας ζωή, όσο βαρετή ή μίζερη κι αν ήταν: να παρακολουθούμε τα διαζύγια των τραγουδιστών, να τσακωνόμαστε για το αν το γκολ ήταν φάουλ ή όχι, να αγανακτούμε που και πάλι η ανοιξιάτικη μόδα είναι μόνο για τις ανορεξικές δίμετρες – και κυρίως να ξαναγίνει η δική μας ζωή το βασικό, το μοναδικό έργο της κεντρικής σκηνής του θεάτρου μας, με πρωταγωνιστές εμάς. Όλα τα άλλα να ξαναγίνουν τα δευτερεύοντα, τα λίγο φλου με τα οποία μόνο αν θέλουμε ασχολούμαστε. Γιατί το αντίθετο, όταν δηλαδή στο έργο που εκτυλίσσεται μπροστά μας μπορούμε να είμαστε μόνο ανήμποροι θεατές χωρίς δυνατότητα παρέμβασης αντέχεται (όπως κάθε θέαμα, ακόμα και το πιο συναρπαστικό) μόνο για λίγα 24ωρα. Μετά θέλουμε να πατήσουμε το στοπ. Να ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας, στις ζωές μας, και η κυλιόμενη σκάλα να μας προσπεράσει και να συνεχίσει χωρίς εμάς. Εμείς να κατεβούμε.

Αυτά σκεφτόμουν ή προσπαθούσα να μη σκεφτώ πηγαίνοντας προς το Μουσείο, που δεν βρίσκεται όμως πολύ κοντά μου. Και κάθε βήμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο και πιο βαρύ (όπως συμβαίνει στους εφιάλτες) και το Μουσείο έμοιαζε να απέχει όλο και πιο πολύ. Κι έτσι, μπήκα στην πρώτη ανοιχτή πόρτα που βρήκα μπροστά μου. Δηλαδή, σε ένα μικρό κομμωτήριο.

Δεν ξέρω αν οι άρρενες αναγνώστες έχουν κάποια γνώση των μικρών γυναικείων κομμωτηρίων. Κάνει ζέστη εκεί μέσα και λίγη υγρασία, μυρίζει ευχάριστα και επικρατεί ένα ατέρμονο βουητό, κάτι σαν μουσικό χαλί: ο ήχος των σεσουάρ και του νερού που τρέχει στους λουτήρες και των πεταχτών, απαλών ομιλιών. Ήχος καθησυχαστικός σαν γουργούρισμα από κάποιο ήμερο ποταμάκι που κυλάει στην ίδια πάντα κοίτη, κυλάει και περνάει και, αν βουτήξεις τα πόδια σου μέσα του, σε ξεπλένει.

«Δεν είμαι καλά», είπα στην πρώτη κοπέλα που με κοίταξε.

Τώρα, αν μπεις σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκστομίζοντας αυτή τη φράση, θα σε κοιτάξουν με επιφύλαξη ή άμυνα ή και καθαρή έχθρα· έχουμε κουραστεί και κυρίως φοβηθεί από τις συμπεριφορές των ταλαιπωρημένων συνανθρώπων μας. Αλλά σε ένα κομμωτήριο, αυτή είναι μια απλή φράση – λίγο σαν το καλημέρα: γιατί εκεί πάμε όταν δεν είμαστε καλά, αυτό το ξέρουν όλοι. Η κοπέλα μού χαμογέλασε λοιπόν γλυκά και μου έκανε νόημα να περάσω. Ν’ αφήσω δηλαδή απ’ έξω όλα τα άλλα, και να μπω στον κόσμο εκείνων που δεν αλλάζουν: χλιαρό νερό που τρέχει, μυρωδάτη κρέμα που απλώνεται και μαλακώνει (πόσο μαλακώνει), χειρονομίες που αγγίζουν καθησυχαστικά, κινήσεις ρυθμικές, ένα τίναγμα κεφαλιού για ν’ απλωθούν τα μαλλιά καθαρά, λαμπερά – σχεδόν ανέμελα.

Μικρά βασίλεια στον δικό τους χρόνο. Οι κουβέντες δεν είναι ποτέ τρομακτικές, οι λέξεις έχουν τους δικούς τους κωδικούς που κι αν δεν κατέχεις καταλαβαίνεις ότι σημειολογούν το ζητούμενο: πώς να σου δώσουν λίγη ομορφιά ή την ψευδαίσθησή της – που στην πραγματικότητα είναι το ίδιο. Μικροί κόσμοι που δεν αλλάζουν ποτέ πραγματικά, παρενθέσεις ανάμεσα στο αφόρητο. Καταφύγια.

Με το πιστολάκι να βουίζει στ’ αυτιά, τους ατμούς από τα σπρέι, το χαμόγελο της κοπέλας στον καθρέφτη που υπόσχεται την ευτυχή έκβαση όλων, ο θυμός αραιώνει· το θεόπικρο δηλητήριο της αδικίας καταπίνεται, τα λόγια της υποκρισίας και του ψεύδους μακραίνουν και οι εικόνες της φρίκης θολώνουν. Η Ιστορία κάνει υπομονή, περιμένοντας απ’ έξω.

Πόση Ιστορία αντέχουμε; Ήθελα να ρωτήσω την όμορφη χαμογελαστή κοπέλα που δουλεύει ασταμάτητα και υφίσταται τουλάχιστον όσα υφίσταμαι κι εγώ. Δεν τη ρώτησα, γιατί τα χέρια της ήταν απασχολημένα με τη δουλειά της και το μυαλό της υπάκουο στην πειθαρχία από την οποία δεν έχει την πολυτέλεια να ξεφύγει. Ξέρει κι εκείνη τι την περιμένει εκεί έξω, σιγά μη δεν ήξερε. Μπορεί να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της (ενώ τα χέρια της δεν σταματούν να δουλεύουν) και να συμφωνήσει ότι ο κόσμος έχει γίνει ακόμα πιο τρομακτικός, ακόμα πιο τρελός. Μπορεί να θέλει κι εκείνη να πει «σταματήστε να κατέβω». Αλλά δεν θα το πει, γιατί το επόμενο ραντεβού περιμένει.

Πόση Ιστορία μπορούμε ν’ αντέξουμε; Μα σταμάτα να κάνεις ανόητες ερωτήσεις, λέω στον εαυτό μου (λουσμένο, χτενισμένο) στον καθρέφτη. Κανένας δεν θα σου απαντήσει. Οι καλύτεροι είναι απασχολημένοι με το να κρατούν αυτό το μπίζνες της ζωής ζωντανό (τι ταυτολογία), να κάνουν δηλαδή αυτό που πρέπει να γίνει, το μόνο που μπορεί να γίνει. Και οι άλλοι, οι σαν κι εμένα, δεν θα έχουν ποτέ τη σωστή απάντηση.