Πολιτικη & Οικονομια

Η διπλωματία του ροδάκινου

Αγγελική Σπανού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τη μια ο κυβερνητικός αυτόματος πιλότος: Επειδή είμαστε μικροί και υπερχρεωμένοι, δεν διεκδικούμε τίποτα. Ακολουθούμε το ρεύμα, ακόμη και αν αυτό πηγαίνει κόντρα στα εθνικά μας συμφέροντα, προσβλέποντας σε ένα πατ-πατ στο κεφαλάκι του καλού παιδιού από τους ισχυρούς συμμάχους.

Στο θέμα του ρωσικού εμπάργκο αυτό σημαίνει ότι καταπίνουμε χωρίς δυσκολία τις ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας που προκάλεσαν αντίμετρα τα οποία πλήττουν τις ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, με την ελπίδα ότι οι εταίροι θα βοηθήσουν -στο ειδικό- με αποζημιώσεις στους παραγωγούς και -στο γενικό- με μια καλή συμφωνία για την απομείωση του χρέους.

Για την ώρα, παρά την τόση υπακοή, το πατ-πατ δεν έχει γίνει: Οικονομική στήριξη για τους αγρότες που είχαν ζημιές δεν συμφωνήθηκε, οι υπουργοί Γεωργίας της ΕΕ θα συνεδριάσουν τον Σεπτέμβριο για να δουν τι θα γίνει. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί πλήρη αποκατάσταση στους αγρότες που περιμένουν τα λεφτά, τα οποία, άραγε, από πού θα προέλθουν, αν δεν ανοίξουν τα κοινοτικά ταμεία;

Από την άλλη οι απλουστεύσεις της αντιπολίτευσης: Να τα βρούμε μόνοι μας με το Κρεμλίνο για να μην υποστούμε τις επιπτώσεις από το ρωσικό εμπάργκο. Με δεδομένο τον μεταφυσικών καταβολών φιλορωσικό άνεμο που πνέει στη χώρα, υπάρχει έδαφος για τέτοιου είδους ευκολίες, παρόλο που μέχρι τώρα δεν έχει αποδειχθεί στην πράξη η γενναιοδωρία της Μόσχας απέναντι στον δοκιμαζόμενο ελληνισμό (οι Κύπριοι πήραν πρόσφατα μια γεύση). Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλης Γλέζος έφτασε στο σημείο να στείλει επιστολή στον Βλ. Πούτιν τασσόμενος -μεταξύ άλλων- υπέρ της αυτοδιάθεσης (!). Αυτή η παρέμβαση δυσκόλεψε τον ΣΥΡΙΖΑ να πάρει μια ισορροπημένη θέση που δεν θα είναι αντιευρωπαϊκή αλλά δημιουργικά κριτική προς μια απόφαση η οποία δεν μπορεί να εξεταστεί με όρους πολιτικής ηθικής, αφού αυτοί ακυρώνονται με τη διγλωσσία: Κυρώσεις στη Ρωσία για την Κριμαία και στο Ισραήλ για τη Γάζα;

Μακάρι η τελική θέση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι αυτή που διατύπωσε η υπεύθυνη του τομέα εξωτερικής πολιτικής Ν. Βαλαβάνη (συνέντευξη στον Α. Αθανασόπουλο/ tovima.gr): «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίθετος με την πολιτική αντιποίνων, που στηρίζεται σε πολιτικές τύπου “δύο μέτρα και δύο σταθμά”. Υποστηρίζουμε την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης των διπλωματικών πρωτοβουλιών για υπέρβαση της κρίσης και του ψυχροπολεμικού κλίματος που διαμορφώνεται στις ευρωπαϊκές και διεθνείς σχέσεις».

Γιατί έχει τόση σημασία να ξεκαθαριστούν οι θέσεις των κομμάτων σε σχέση με το ρωσικό εμπάργκο; Γιατί δεν πρόκειται να αποκτήσουμε σοβαρή εξωτερική πολιτική, επομένως σοβαρό εθνικό σχεδιασμό, αν, επιτέλους, δεν εγκαταλειφθεί ο διπλωματικός λαϊκισμός και δεν πάψουμε να ακροβατούμε μεταξύ θορυβώδους εθνοκεντρισμού και φοβικής υπακοής στις επιθυμίες των μεγαλύτερων. Είναι ανυπόφορο να εμφανίζονται πολιτικοί αρχηγοί γοητευμένοι με τον Πούτιν και βουλευτές που θεωρούν πως βρέθηκε τώρα η χρυσή ευκαιρία να φτιάξουμε τη μεγάλη ελληνορωσική συμμαχία σπάζοντας την ευρωπαϊκή γραμμή. Είναι εξίσου ανυπόφορο να βγαίνουν μπροστά άλλοι που ισχυρίζονται με στόμφο ότι έτσι κερδίζουμε πόντους στη διαπραγμάτευση για το χρέος, την ώρα που η χώρα η οποία κίνησε την ιστορία των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας είναι η (εκτός ευρωζώνης, αν δεν τον γνωρίζουν) Βρετανία.

Μια ρεαλιστική επιδίωξη θα ήταν να εξασφαλίσουμε εξαιρέσεις ή τουλάχιστον έγκαιρη οικονομική υποστήριξη. Δεν θα ήμασταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι μόνοι, αφού προηγήθηκαν, πολύ νωρίς, οι Φινλανδοί, οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, φαίνεται πως βρίσκουν ανταπόκριση για τα αιτήματά τους στις Βρυξέλλες. Στο μεταξύ, Αιγύπτιοι και Τούρκοι κερδίζουν την αγορά σε έναν από τους λίγους εξαγωγικούς τομείς της χώρας μας και η ΕΕ απλώς καλεί την τουρκική κυβέρνηση να μην εκμεταλλεύεται αυτή την κρίση για να αντλήσει οικονομικά οφέλη επειδή έτσι -λέει- θα δυσκολέψει τον ενταξιακό της δρόμο, που όμως είναι ναρκοθετημένος, αφού ούτε το Βερολίνο ούτε η Άγκυρα θέλουν πραγματικά πλήρη ένταξη.

Εάν η ελληνική διπλωματία δεν ήταν τόσο αναιμική, ακόμη και με τη Γερμανία θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε συνεννόηση γιατί η κυβέρνηση Μέρκελ είναι διστακτική σε σχέση με τη σκληρή γραμμή απέναντι στη Μόσχα, γνωρίζοντας ότι θα πληγεί βραχυπρόθεσμα από τις αντικυρώσεις και μακροπρόθεσμα από έναν νέο ψυχρό πόλεμο. Είναι, άλλωστε, γνωστό το βάθος της γερμανορωσικής ενεργειακής συνεργασίας.

Ακόμη και αν δεν υπήρχε η παράμετρος της βλάβης για την ελληνική οικονομία από το ρωσικό εμπάργκο, η (μη) στρατηγική της ΕΕ στην ουκρανική κρίση προσφέρεται για ανάλυση με τα συμπεράσματα να είναι δυσάρεστα τόσο για το έλλειμμα κοινής εξωτερικής πολιτικής όσο και για το κενό στρατηγικού προσανατολισμού στη σχέση με τη Ρωσία και με άλλες μεγάλες δυνάμεις ενός πολυπολικού -πλέον- κόσμου.

Δεν περιμένει κανείς από μια χώρα σαν τη δική μας, με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές, να πρωταγωνιστήσει στο διεθνές διπλωματικό παιχνίδι. Όμως, οι στιγμές μικρομεγαλισμού δεν έχουν λείψει από την ελληνική εξωτερική πολιτική, όταν, για παράδειγμα, πρόκειται για το σκοπιανό, ενώ η εθνική αυτοπεποίθηση διεγείρεται πολύ εύκολα, όταν πλησιάζουμε στη λύση του μυστηρίου της Αμφίπολης ή όταν νομίζουμε πως φτάνουμε κοντά στα πετρέλαια.

Όλες οι παθογένειες της ελληνικής διπλωματίας, όπως καθορίζονται από τους πολιτικούς εκφραστές της, ήρθαν στην επιφάνεια με αφορμή το ρωσικό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα: Πολλή φασαρία και λίγο βάθος στην ανάλυση, έλλειψη σχεδιασμού και στρατηγικής, απλουστεύσεις και γενικεύσεις που εμφανίζονται ως υψηλή γεωπολιτική, επένδυση στο συναίσθημα του ακροατηρίου και απόσταση από τον ορθολογισμό, επικοινωνιακές ασκήσεις αντί πραγματικής πολιτικής. Η ανυπαρξία της διπλωματίας, η διπλωματία της ανυπαρξίας και μια ερώτηση: Τελικά ποιος θα πληρώσει τις αποζημιώσεις στους αγρότες;