- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πόσο λάθος ήταν τα όσα είπε ο Ρουβάς για τον Λιγνάδη; (Πολύ)
Πατάει σε μια λογική την οποία είμαι σίγουρος πως πολλοί ενοχλημένοι και «θυμωμένοι» ενστερνίζονται
Σχόλιο για τις δηλώσεις που έκανε ο Σάκης Ρουβάς για τον Δημήτρη Λιγνάδη στην εκπομπή «Χαμογέλα και πάλι» και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν.
H ενόχληση για την προσπάθεια του Σάκη του Ρουβά να πει μια καλή κουβέντα για τον Δημήτρη τον Λιγνάδη νομίζω πως είναι απολύτως δικαιολογημένη. Προφανώς εκτός από όσους ενοχλήθηκαν υπάρχουν και αυτοί που βρήκαν ευκαιρία να «θυμώσουν» επειδή ο Ρουβάς δεν ακολουθεί το κουτοπόνηρο ρεύμα της ελληνικής καλλιτεχνίας που σε κάθε ευκαιρία ταυτίζεται με τον ελαφρόμυαλο αριστερόστροφο λαϊκισμό, αλλά αυτό δεν αλλάζει πολλά. Η προσπάθεια του Ρουβά να βρει δικαιολογίες για έναν άνθρωπο που μπορεί να θαυμάζει αλλά κατηγορείται για φρικτά εγκλήματα είναι προσβληματική. Μόνο που πατάει σε μια λογική την οποία είμαι σίγουρος πως πολλοί ενοχλημένοι και «θυμωμένοι» ενστερνίζονται: της θυματοποίησης του θύτη.
Για όσους δεν είχατε την τύχη να ακούσετε ή να διαβάσετε τι είπε ο Σάκης ο Ρουβάς για τον Λιγνάδη, ιδού μια απομαγνητοφώνηση:
«Όταν έσκασε η βόμβα αυτή που έσκασε, έπεσα από τα σύννεφα. Εγώ τον Δημήτρη πραγματικά τον αγάπησα. Ό,τι συναίσθημα έχω για τον Δημήτρη είναι θαυμασμού και αγάπης. Έτσι έζησα τον Δημήτρη. Αυτό είναι το βίωμά μου από τον Δημήτρη. Με βοήθησε πάρα πολύ. Με προχώρησε. Με βοήθησε να ανακαλύψω καλλιτεχνικά αυτό που λεγόταν Διόνυσος μέσα στις Βάκχες. Όλη αυτή η περίοδος της ζωής μου ήταν συγκλονιστική. Όταν έσκασε η βόμβα, έπεσα από τα σύννεφα. Τρόμαξα, φοβήθηκα. Ένιωσα μεγάλη λύπη στεναχώρια για τον άνθρωπο που εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα ότι βρίσκεται σε μία κόλαση, οπότε.... πραγματικά λυπήθηκα. Είναι σαν το πιο αγαπημένο σου πρόσωπο ξαφνικά να μάθεις ότι έχει...
Θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος και με την αλήθεια την δική μου να σταθώ σε αυτό το πράγμα. Εγώ το πρόσωπο που γνώρισα είναι αυτό που σας περιγράφω. Ό,τι άλλο συμβαίνει ή έχει συμβεί δεν το γνωρίζω. Αλλά περιμένω να αποδειχτεί αν αυτό το πράγμα είναι έτσι όπως το περιγράφει η μία πλευρά ή η άλλη. Δεν μπορώ να κάνω ούτε τον δικαστή....
Εγώ μέσα μου κρατάω αυτό που έζησα με τον Δημήτρη. Ακόμα και αν συμβαίνει αυτό που λέτε εσείς, αυτό που λένε τα θύματα, βεβαίως υπάρχει μεγάλη στεναχώρια και λύπη γι αυτό το πράγμα, είναι μία τραγωδία για τα θύματα και είναι μία τραγωδία και για τους ανθρώπους που πάσχουν από κάτι. Όπως τους ναρκομανείς κάνουν χρήση ουσιών και είναι εξαρτημένοι από αυτές τις ουσίες τους αγκαλιάζουμε και τους φροντίζουμε με κάποιο τρόπο η κοινωνία εμείς οι άνθρωποι... νομίζω είναι μία παθολογία η οποία χρήζει μιας θεραπείας, κάποιας βοήθειας. Να προστατεύουμε ανθρώπους που μπορεί να πέσουν θύματα. Πρέπει να αγαπήσουμε όλους τους ανθρώπους. Και αυτούς που μπορεί να εκτεθούν σε αυτές τις συμπεριφορές και αυτούς που πάσχουν και τα όποια αίτια αυτής της παθολογίας πρέπει να τα διερευνήσουμε στην κοινωνία μας. Να δούμε από που ξεκινάει; Από ποια παιδικά χρόνια; Πως φτάνει ένας άνθρωπος να κάνει ένα έγκλημα.»
Οι συμπάθειες και οι φιλίες φυσικά δεν είναι εύκολο να κριθούν (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σώνει και καλά πρέπει μένουν στο απυρόβλητο) αλλά κάποιος μπορεί να παρατηρήσει ότι όταν ένας άνθρωπος κατηγορείται για τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται (και μάλλον πειστικά) ο Λιγνάδης, είναι το λιγότερο άστοχο να βγαίνει κανείς δημοσίως και να λέει πόσο υπέροχος άνθρωπος είναι και πόσο τον θαυμάζει. Ακόμα και για τους χειρότερους εγκληματίες υπάρχουν πρόσωπα στα οποία φέρονται καλά, αλλά αυτό είναι απολύτως αδιάφορο και εντελώς ασήμαντο μπροστά στην εγκληματική τους δράση. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για κάποιον που φέρεται να εγκληματούσε κατόπιν προσεκτικής επιλογής και μόνο σε βάρος ανθρώπων που δεν είχαν την ηλικιακή/ κοινωνική/ οικονομική δύναμη να αντιδράσουν. Με λίγα λόγια, το πώς φέρθηκε στον Ρουβά ή το πώς φέρονταν στους φίλους του δεν κάνουν αυτά για τα οποία κατηγορείται ο Λιγνάδης λιγότερο τερατώδη ούτε τον ίδιο (σε περίπτωση που κριθεί ένοχος) λιγότερο τέρας. Το αν βοήθησε σε οτιδήποτε τον Ρουβά είναι τόσο αδιάφορο όσο το αν οι δολοφόνοι του Καμπανού αγαπούσαν το ποδόσφαιρο.
Αλλά αυτή η διαφήμιση του Λιγνάδη είναι το λιγότερο κακό από τα όσα είπε ο Ρουβάς για τον κατηγορούμενο σκηνοθέτη. Το χειρότερο είναι η απόπειρα θυματοποίησης βιαστών και κακοποιητών οι οποίοι είναι «όπως οι ναρκομανείς που είναι εξαρτημένοι από ουσίες» και «έχουν μια παθολογία η οποία χρήζει θεραπείας» κατά το πολύ βολικό για τους κακοποιητές και βιαστές αφήγημα (το οποίο θυμίζω σε μερικούς «οργισμένους» με τον Ρουβά συμπολίτες δεν ακούστηκε πρώτη φορά για τον Λιγνάδη και συχνά χρησιμοποιείται από τους τάχα ευαίσθητους και τάχα ανθρωπιστές).
Είναι μάλλον βέβαιο ότι όλοι οι άνθρωποι (και άρα και οι επιλογές μας) είμαστε προϊόντα των γονιδίων και του περιβάλλοντος. Όμως αυτό είναι κάτι το οποίο με το που το καταλαβαίνουμε πρέπει και να το ξεχάσουμε. Γιατί διαφορετικά καταλήγουμε σε ένα σχήμα στο οποίο όλοι είμαστε θύματα του περιβάλλοντός και των γονιδίων μας και άρα όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αθώοι των πράξεών μας. Κι αν όλοι είμαστε αθώοι των πράξεών μας, τότε κανείς μας δεν είναι σωστό να τιμωρείται (ακόμα και οι γονείς που μπορεί να κατέστρεψαν το, μετέπειτα εγκληματία, τέκνο τους είναι κι αυτοί θύματα των γονιδίων ή/και του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν κοκ). Κι αν κανείς μας δεν τιμωρείται, αν αφαιρέσουμε από την κοινωνία τον φόβο της ενοχής και της τιμωρίας, τι μπορεί να σταματήσει ή έστω να περιορίσει τον εγκληματία;
Φαντάζομαι ότι καταλαβαίνετε το αδιέξοδο και γιατί αυτού του είδους η στάση (αν δεν εκφράζονται σε μια γενική φιλοσοφικοκοινωνική ή επιστημονική συζήτηση, αλλά αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις) μπορεί να γίνει κάπως επικίνδυνη.
Η ψυχολογική κατάσταση ενός εγκληματία, η οικογένειά του, το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο έχει μεγαλώσει, ο «εθισμός» του στο να κακοποιεί (ή να βιάζει ή να κλέβει ή να σκοτώνει ή να είναι ένα κάθαρμα) και γενικά όλες οι περιβαλλοντικές και ψυχοπαθολογικές αιτίες της εγκληματικής του δράσης αφορούν κυρίως τον ίδιο, τους βιογράφους του και τους επιστήμονες που μελετούν την ανθρώπινη κατάσταση. Την κοινωνία πρέπει πρωτίστως να την ενδιαφέρουν τα εγκλήματά του, η τιμωρία τους και η προστασία από τη δράση του. Κι αφού ξεμπερδέψουμε με αυτά μπορεί να ασχοληθούμε και με το αν ο εγκληματίας είχε τρόπους, αν ήταν φιλόζωος ή αν ήταν εθισμένος στην κακοποίηση. Αν ο εγκληματίας έχει ανάγκη οποιασδήποτε θεραπείας να την κάνει, αλλά να την κάνει στη φυλακή, ο φόβος της οποίας είναι από μόνος του μια καλή θεραπεία για αρκετές περιπτώσεις τετοιου είδους «ασθενειών». Και μπράβο της.
ΥΓ: Δεν πιστεύω ούτε λεπτό ότι ο Ρουβάς είχε κάτι πονηρό στο νου του. Δεν είμαι αριστερός να πιστεύω ότι καθένας που έχει διαφορετική άποψη από μένα έχει πονηρά κίνητρα. Και παρότι διαφωνώ εντελώς, μου αρέσει και τον εκτιμώ που είπε κάτι που πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα.
ΥΓ 2: Δεν γίνεται να είμαστε όλοι καλοί σε όλα. Άλλος μπορεί να μην είναι καλός στον χορό. Άλλος να μην είναι καλός στο τραγούδι. Άλλος να μην μπορεί να υποκριθεί. Άλλος να μην μπορεί να ζωγραφίσει. Άλλος να μην μπορεί να παίξει ποδόσφαιρό. Άλλος μπορεί να μην είναι καθόλου καλός στο να γράφει ή να μιλάει (παρότι, όπως καταλαβαίνουμε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα πρωινάδικα/μεσημεριανάδικα, οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι καλοί στο να γράφουν και να μιλάνε είναι σχεδόν όσοι γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση). Ίσως να ήταν καλύτερο, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, ο καθένας μας να μένει σε αυτό που μπορεί να κάνει καλά.
ΥΓ 3: Μπορεί και αυτά που είπε ο Ρουβάς να είναι προβληματικά και οι σύντροφοι να είναι αδίστακτοι φανατικοί που εργαλειοποιούν τα πάντα και καθορίζουν τη στάση τους απέναντι στα εγκλήματα ανάλογα με το ποιοι είναι οι δράστες και τα θύματα. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο και δεν χρειάζεται να καταντήσουμε σαν τους συντρόφους.
ΥΓ 4: Ευτυχώς στην Ελλάδα ακόμα οι καριέρες δεν «ακυρώνονται» από τα ημίτρελα στρατιωτάκια του διαδικτύου.