Πολιτικη & Οικονομια

Τα άλογα της Γκαμήλας

«Η ζωή εξακολουθεί να είναι ωραία»

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκηνή 1η

Σούρουπο, στον δρόμο που συνδέει το Μικρό με το Μεγάλο Πάπιγκο. Μια οικογένεια απρονόητων Ελλήνων (εμείς) τρέχει για να γλιτώσει από τη βροχή που έχει ξεσπάσει με όλη τη βουνίσια αγριάδα της. Ευτυχώς, μέσα στην ερημιά, σε ένα πλάτωμα με θέα στις εντυπωσιακές κορυφές της Τύμφης (ή Γκαμήλας), έχουν παρκάρει το αυτοκινούμενο τροχόσπιτό τους κάποιοι Γερμανοί -ένα ζευγάρι με τους δύο έφηβους γιους τους.

Έπειτα από μια στιγμή δισταγμού, τους ζητάμε να σταθούμε κάτω από την αδιάβροχη τέντα που, σαν προνοητικοί άνθρωποι, έχουν στήσει. Δέχονται με μεγάλη ευγένεια και σε λίγο βρισκόμαστε να κουβεντιάζουμε, μουσκεμένοι, για την κρίση και γενικότερα για την Ελλάδα, στο φως των αστραπών.

Οι οικοδεσπότες μας ανήκουν στο είδος εκείνο των Γερμανών που τρέφουν μια σχεδόν μεταφυσική αγάπη για την χώρα μας. Επίσης, είναι ζεστοί και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, πολύ μακριά δηλαδή από το στερεότυπο που όλοι μας έχουμε στο μυαλό μας. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία έρχονται κάθε καλοκαίρι. Είναι κάτι σαν προσκύνημα για αυτούς, τους κατά τα άλλα ορθολογιστές ιδιωτικούς υπαλλήλους από την Φρανκφούρτη.

Η μαυρομάλλα Άννα κάνει πεζοπορίες ενώ ο ξανθός Καρλ διαβάζει και ξεκουράζεται. Η Άννα μας περιγράφει ότι, πέρσι, ανεβαίνοντας προς το καταφύγιο της Αστράκας, αντίκρισε ένα κοπάδι από άσπρα άλογα να καλπάζουν ελεύθερα. «Είναι μια από τις εικόνες που σου δίνουν δύναμη για να προχωρήσεις», μας λέει με υγρά μάτια. «Που σου δείχνουν ότι η ζωή είναι ωραία. Μεθαύριο θα ανεβώ με τα παιδιά. Γιατί δεν έρχεστε και εσείς;»

Σκηνή 2η

Έπειτα από ανάβαση δυόμιση ωρών, φτάνουμε επιτέλους, στο καταφύγιο της Αστράκας. Αφήνω κάπου το κλαδί που χρησιμοποιούσα σαν μαγκούρα και χαζεύω τη θέα. Τη ματιά μου την κλέβει αμέσως ένα μικρό κοπάδι από άσπρα και γκρίζα άλογα, που βόσκουν λίγο πιο ψηλά, προς την κορυφή. Τα δείχνω στην Άννα η οποία βγάζει ένα επιφώνημα ενθουσιασμού. Το ίδιο ενθουσιασμένοι είναι και οι υπόλοιποι πεζοπόροι που βρίσκονται εκεί –μια μεγάλη παρέα από Έλληνες και δύο νεαρές Γαλλίδες.

Θέλω να τα φωτογραφίσω, αλλά βρίσκονται αρκετά μακριά. Ξαφνικά, λες και διάβασαν τη σκέψη μου, τα άλογα αρχίζουν να κατηφορίζουν καλπάζοντας προς το μέρος μας. Πριν προλάβω να νιώσω κάποια ανησυχία για το γεγονός –παιδί της πόλης γαρ- το πρώτο έχει κιόλας σταθεί μπροστά μου και με κοιτά με τα μεγάλα καλοσυνάτα μάτια του. Απλώνω διστακτικά το χέρι μου και χαϊδεύω τη μουσούδα του. Πλησιάζουν και οι υπόλοιποι και τα χαϊδεύουν και εκείνοι. Έχουμε όλοι μας συγκινηθεί. Η σκέψη ότι εκεί, στα δύο χιλιάδες μέτρα, μια παρέα από άλογα ήρθε να μας καλωσορίσει, μας γεμίζει με όμορφα συναισθήματα.

Πολύ σύντομα ο ενθουσιασμός μας καταλαγιάζει. Τα άλογα δεν ήρθαν για να μας καλωσορίσουν. Ήρθαν ελπίζοντας ότι θα τα ταΐσουμε. Μάλιστα το ζητούν κάπως επιτακτικά. Τρίβονται πάνω μας, μας σπρώχνουν, χώνουν τις μουσούδες τους στα σακίδιά μας. Οι αλογόμυγες ζουζουνίζουν γύρω μας και μια ενοχλητική μυρωδιά μας τυλίγει. Παρατηρώ πως τα άλογα, τα μισά από τα οποία είναι μάλλον μουλάρια, έχουν κουδούνια, άρα δεν είναι ακριβώς ελεύθερα. Ένα παιδί που εργάζεται στο καταφύγιο, βγαίνει και προσπαθεί να τα διώξει. «Έρχονται όλη την ώρα και κάνουν ζημιές», μας εξηγεί.

Πραγματικά, ένα από τα ζώα γκρεμίζει μια κούπα τσάι από τον πάγκο. Ένα άλλο στριμώχνει τη μια Γαλλίδα και προσπαθεί να της φάει το σάντουιτς. Αρχίζουμε όλοι μαζί να φωνάζουμε «ξου ξου» σαν υστερικοί. Τελικά τα καταφέρνουμε. Τα άλογα, που απ’ ό,τι φαίνεται βρίσκονται εκεί για να κουβαλούν τις προμήθειες του καταφυγίου, απομακρύνονται απρόθυμα. Το τελευταίο μασουλώντας με ευδαιμονία το σάντουιτς της Γαλλίδας, η οποία χτυπά κάτω το πόδι της νευριασμένη. Τα δύο Γερμανάκια ρίχνουν τρελό γέλιο και κάνουν καζούρα στη μητέρα τους. Την κοιτώ προσπαθώντας να καταλάβω πώς έχει πάρει αυτήν την, κατά έναν τρόπο, διάψευση της εικόνας που είχε πλάσει. Εκείνη όμως δεν δείχνει να πτοείται.

«Δεν πειράζει», μου λέει με τα σπαστά στα αγγλικά της. «Η ζωή εξακολουθεί να είναι ωραία!»