Πολιτικη & Οικονομια

ΗΠΑ: Ποιος έχασε την Κίνα ξανά;

Η Κίνα ήταν πάντα ιδεολογικός αντίπαλος των ΗΠΑ, όμως υπήρξε και γεωπολιτικός τους σύμμαχος απέναντι στη Ρωσία.

Άγης Παπαγεωργίου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η απώλεια της Κίνας από την αμερικανική επιρροή, η επαναπροσέγγιση στον Ψυχρό Πόλεμο, και το σινοαμερικανικό πείραμα που απέτυχε.

Από μια πρώτη ματιά, η σύσφιξη των διμερών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας μόνο παράδοξη δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Δύο ημί-αυταρχικά καθεστώτα συσφίγγουν τις σχέσεις τους ώστε να αναχαιτίσουν την επιρροή της Δύσης στις γεωπολιτικές τους γειτονιές· η αναφορά της μακροσκελούς κοινής ανακοίνωσης τόσο στην επέκταση του ΝΑΤΟ, όσο και στην AUKUS είναι ενδεικτικές της δυσφορίας που νιώθουν Μόσχα και Πεκίνο απέναντι στην προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσουν τις σφαίρες επιρροής τους, με την Ουκρανία και την Ταϊβάν να μοιράζονται τον άχαρο ρόλο του πιονιού στις αντίστοιχες σκακιέρες, αλλά να αποτελούν και τις κόκκινες γραμμές για Ρωσία και Κίνα αντίστοιχα.

Όμως όλα αυτά είναι λίγο-πολύ αναμενόμενα, θα έλεγε κανείς· Δύση εναντίον αυταρχισμού, σε μια επικίνδυνη λούπα. Παρότι όμως έχει σχεδόν εδραιωθεί η αντίληψη πως ΗΠΑ και Κίνα οδεύουν προς έναν δικό τους ψυχρό πόλεμο, η επιδείνωση των σινοαμερικανικών σχέσεων δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Αντίθετα, για μεγάλο διάστημα οι ΗΠΑ έβλεπαν στην Κίνα έναν απροσδόκητο σύμμαχο στην προσπάθεια τους να περιορίσουν την ΕΣΣΔ – τραβώντας παράλληλα την πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου προς τη Δύση.

Ποιος έχασε την Κίνα;

Αυτό το ερώτημα διχάζει ακόμα την ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου. Το 1949, η επικράτηση του ΚΚΚ του Μάο Τσετούνγκ στον Κινεζικό Εμφύλιο πόλεμο ενσάρκωσε τον χειρότερο Αμερικανικό εφιάλτη, αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να δουν ένα τεράστιο κομμάτι του παγκόσμιου χάρτη να βάφεται και αυτό κόκκινο. Μέχρι και την αποχώρηση τους από τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν και οι αξιωματούχοι, προσπαθούσαν να εξηγήσουν πως η «απώλεια» της Κίνας από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ δεν ήταν δική τους ευθύνη· είχαν δίκιο, αλλά στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου αυτό δεν είχε καμία σημασία. Μετά την επικράτηση του Μάο, το μόνο που ενδιέφερε την Ουάσιγκτον ήταν ο περιορισμός της Κίνας και η αντιμετώπιση της επιρροής της στην Ανατολική Ασία.

Από το 1949 μέχρι και το 1971, οι σινοαμερικανικές σχέσεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Από τη μεριά τους, οι ΗΠΑ αναγνώριζαν την Ταϊβάν – όπου είχαν διαφύγει οι ηττημένοι του Κινεζικού εμφυλίου – ως το επίσημο Κινεζικό κράτος, τη στιγμή που η Κίνα είχε αναγάγει τις ΗΠΑ στον υπαρξιακό αντίπαλο της· ΗΠΑ και Κίνα ήρθαν εμμέσως αντιμέτωπες σχεδόν σε όλες τις πρώτες ψυχροπολεμικές στιγμές πόλωσης στην παγκόσμια περιφέρεια, καθώς ο Μάο είχε ταχθεί υπέρ του πολέμου με τις ΗΠΑ στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962, ενώ παρείχε στήριξη και στους Βιετκόνγκ στα πλαίσια του πολέμου του Βιετνάμ. Παράλληλα, η κινεζική Πολιτισμική Επανάσταση, αλλά και το Μεγάλο Βήμα προς τα Εμπρός των 60s αποξένωσε ακόμα περισσότερο τις δύο χώρες, βυθίζοντας την Κίνα στον μαοϊσμό.

Η διάσπαση του κομμουνιστικού κόσμου

Ωστόσο, ο φανατικός ιδεαλισμός του Μάο έδωσε στις ΗΠΑ την ευκαιρία να επαναπροσεγγίσουν την Κίνα. Παρά τις κοινές ιδεολογικές τους καταβολές, Πεκίνο και Μόσχα είχαν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με την εφαρμογή των αρχών του Μαρξισμού και του Λενινισμού, με το ΚΚΚ να τάσσεται κάθεται ενάντια στην αποσταλινοποίηση της ΕΣΣΔ που είχε ξεκινήσει ο Νικίτα Χρουτσόφ· από τα τέλη των 50s και μετά, οι σχέσεις ανάμεσα σε Κίνα και ΕΣΣΔ σταδιακά πάγωσαν, με τον Μάο να παίρνει τον δικό του «τρίτο» δρόμο, απομονώνοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία του από τον έξω κόσμο. Η αντικατάσταση του Χρουτσόφ από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1964 δεν άλλαξε το status quo που είχε παγιωθεί, με τις δύο σοσιαλιστικές υπερδυνάμεις να οδηγούν τον κομμουνιστικό κόσμο σε διάσπαση.

Αυτός που αναγνώρισε την ευκαιρία που έδινε στις ΗΠΑ η κατάσταση  ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον. Πριν εκλεγεί Πρόεδρος στο 1968, ο “tricky Dicky” είχε χτίσει το πολιτικό του όνομα ως φανατικός αντικομουνιστής βουλευτής, γερουσιαστής, και τελικά αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Ντουάιτ Άιζενχαουερ, ενώ είχε βρεθεί κυριολεκτικά μια ανάσα από την προεδρία στις εκλογές του 1960, όταν ηττήθηκε από τον Τζον Κέννεντι· το 1968 όμως, ο Νίξον ακολούθησε μια απροσδόκητα μετριοπαθή προσέγγιση, κάνοντας ένα άνοιγμα προς τον κομμουνιστικό κόσμο, και λέγοντας συγκεκριμένα για την Κίνα πως «δεν υπάρχει χώρος σε αυτόν τον πλανήτη ώστε να ζούνε εξοργισμένοι και απομονωμένοι ένα δισεκατομμύριο από τους πιθανώς ικανότερους κατοίκους του.» Αμέσως ο Νίξον προχώρησε σε σημειολογικά μέτρα σύσφιξης των σινοαμερικανικών σχέσεων, ενώ το 1971 έστειλε τον υπουργό εξωτερικών του, Χένρι Κίσινγκερ, να προετοιμάσει την επίσημη επίσκεψη του Αμερικάνου Προέδρου στην Κίνα. Η ιστορική επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1972, σε μια τομή για τις σινοαμερικανικές σχέσεις· από την παραίτηση του από την προεδρία και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Νίξον υποστήριζε πως το άνοιγμα του στην Κίνα ήταν η σπουδαιότερη κίνηση της διακυβέρνησης του.

Η αρχική σύσφιξη και η σφαγή της Τιενανμέν

Το άνοιγμα του Νίξον στην Κίνα πέτυχε. Στα 70s, οι σινοαμερικανικές σχέσεις βελτιώθηκαν σημαντικά – τη στιγμή που οι σινοσοβιετικές παρέμειναν ουσιαστικά παγωμένες – σε σημείο που το 1979 ο Δημοκρατικός πρόεδρος, Τζίμι Κάρτερ, να προχωρήσει σε μια κίνηση που άλλοτε θα έμοιαζε εκτός πραγματικότητας, αναγνωρίζοντας την Κινεζική Λαϊκή Δημοκρατία ως την επίσημη Κίνα και τερματίζοντας την τριαντακονταετή διπλωματική αναγνώριση στην Ταϊβάν. Ακόμα και κατά την προεδρία του επίσης φανατικού αντικομουνιστή, Ρόναλντ Ρήγκαν, η σύσφιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων συνεχίστηκε, με τον Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο να επισκέπτεται και εκείνος την Κίνα το 1984, δίνοντας στο Πεκίνο τη δυνατότητα να αγοράσει αμερικανικά οπλικά συστήματα· όπως και ο Νίξον, έτσι και ο Ρήγκαν έβλεπε την Κίνα ως έναν ιδανικό Αμερικανικό σύμμαχο απέναντι στον Σοβιετικό επεκτατισμό, παρά το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΚΚΚ.

Όμως, η σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν το 1989 άλλαξε τα πάντα. Στον αντικομουνιστικό πολιτικό χρόνο του 1989-1991 – ο οποίος άλλαξε το πρόσωπο της Ευρώπης μετά από σαράντα χρόνια, απελευθερώνοντας τις χώρες του ανατολικού μπλοκ από τις σοσιαλιστικές αλυσίδες της Μόσχας – αμέτρητοι Κινέζοι ζήτησαν τον εκδημοκρατισμό της χώρας τους· η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων είναι γνωστή, όμως ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει άγνωστος. Η σφαγή της Τιενανμέν ήταν καθοριστική για τις σινοαμερικανικές σχέσεις, καθώς οδήγησε στο απότομο πάγωμα τους, ανακόπτοντας μια πορεία σύσφιξης που μετρούσε περίπου δύο δεκαετίες – τη στιγμή μάλιστα που η ΕΣΣΔ προχωρούσε σταδιακά προς την ειρηνική της διάλυση υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Η Τιενανμέν στέρησε από τις ΗΠΑ τη δυνατότητα να συνεργαστούν με μετριοπαθείς κινέζους αξιωματούχους – όπως πχ ο Ντενγ Σιάοπινγκ – αφήνοντας χώρο στους σκληροπυρηνικούς να εδραιώσουν την επιρροή τους στο ΚΚΚ.

Η διάψευση και ο Σι Τζινπίνγκ

Μετά την Τιενανμέν, ο πατέρας Μπους εγκαινίασε το σύγχρονο δόγμα των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Παρά τον προσωπικό του αποτροπιασμό για ό,τι είχε συμβεί, ο Μπους ανέστειλε τις Αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις ελπίζοντας πως η οικονομική ενοποίηση της Κίνας με τον δυτικό κόσμο θα οδηγούσε και στον σταδιακό εκδημοκρατισμό της· αυτό το δόγμα ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό και ο Μπιλ Κλίντον. Ωστόσο, ο νεότερος Μπους ήταν ο πρώτος που είδε ξανά την Κίνα ως γεωπολιτικό αντίπαλο, αυξάνοντας τις πωλήσεις όπλων προς την Ταϊβάν, διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες, και δυσκολεύοντας τις προσπάθειες του Μπαράκ Ομπάμα να επαναπροσεγγίσει το Πεκίνο. Από τη μεριά του, ο Ομπάμα ήταν αρκετά προσεκτικός, μετριάζοντας την ένταση της κριτικής του απέναντι σε εσωτερικές πολιτικές του ΚΚΚ ή στο ζήτημα της Ταϊβάν, εστιάζοντας κυρίως σε τομείς όπου θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών – όπως πχ στην κλιματική αλλαγή.

Όμως, από το 2012 και μετά, στο παιχνίδι μπήκε καινούργιος παίκτης. Η ανάδειξη του Σι Τζινπίγκ στην ηγεσία του ΚΚΚ δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο καταλυτική για τον τρόπο που η Κίνα αντιλαμβάνεται τον σύγχρονο εαυτό της· εκμεταλλευόμενος τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, και σχεδιάζοντας μια επιδέξια διπλωματική στρατηγική μέσω σύσφιξης διμερών – και όχι μόνο – εμπορικών σχέσεων ανά τον κόσμο, ο Σι Τζινπινγκ κατάφερε να δώσει στην Κίνα το στάτους της παγκόσμιας υπερδύναμης που ούτε ο Μάο δεν είχε καταφέρει. Παράλληλα, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ έφερε τη βαθύτερη δυνατή τομή στην Κινεζική εξωτερική πολιτική, μετατρέποντας σταδιακά την Κίνα από μια παραδοσιακά απομονωτική δύναμη – ήδη από τη δυναστεία των Τσινγκ και πιο πίσω – σε μια δυνητικά επεκτατική υπερδύναμη, αναδεικνύοντας αρχικά τον έλεγχο της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας ως υπαρξιακό στόχο της Κίνας. Η οικονομική δύναμη της Κίνας, αλλά και η γεωπολιτική της ενεργοποίηση από τα μέσα των 10s και μετά αποτελούν τον βασικό λόγο που η εχθρική αντιμετώπιση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο Πεκίνο συνεχίζεται ουσιαστικά αμείωτη και από τον Τζο Μπάιντεν.

Ποιος έχασε την Κίνα – ξανά;

Αν ο Τρούμαν κατηγορήθηκε πως δεν κατάφερε να ανακόψει την πορεία του Μάο προς την εξουσία, δε μπορούμε να πούμε το ίδιο για κάποιον σύγχρονο Αμερικάνο πρόεδρο. Η μεταψυχροπολεμική πολιτική ανάπτυξη της Κίνας διέψευσε την ελπίδα των ΗΠΑ πως η οικονομική της ενσωμάτωση θα έφερνε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις· πολιτικά, η Κίνα του 2022 μοιάζει περισσότερο σε εκείνη του 1960, απ’ όσο έμοιαζε η Κίνα του 1984, ενώ η θέσπιση της ισόβιας πλέον θητείας του Σι Τζινπίνγκ ουσιαστικά εξαϋλώνει κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Ο Σι Τζινπιγκ αντιλαμβάνεται πως το ΚΚΚ – ακόμα και αν η ιδεολογική του ακεραιότητα ουσιαστικά δεν υφίσταται – λειτουργεί ως ο συγκολλητικός πυρήνας μιας συνεχώς ενισχυόμενης υπερδύναμης, στην οποία η εξουσία του είναι αδιαμφησβήτητη.

Η δυναμική της σύγχρονης Κίνας αποδεικνύει πως, σε αυτό το θέμα, ο Νίξον είχε δίκιο. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς πως η Κίνα μπορεί να παραμείνει απομονωμένη· ωστόσο ούτε ο Νίξον, ούτε κανείς διάδοχος του δε θα περίμενε ποτέ πως Κίνα και Ρωσία θα συμμαχούσαν ξανά, μετά από δεκαετίες κοινής δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, σε έναν πολιτικό χρόνο που οι ΗΠΑ μοιάζουν πως ψάχνουν να βρουν τον βηματισμό τους. Η συμμαχία Κίνας-Ρωσίας, με τη δική της ερμηνεία για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπενθυμίζει στις ΗΠΑ πως Μόσχα και Πεκίνο θα σταθούν απέναντι στην Ουάσιγκντον αν νιώσουν απειλή, ενώ ενδέχεται να αποτελέσει ξανά υπαρξιακή πρόκληση για τη Δύση – υπενθυμίζοντας της πως το τέλος της Ιστορίας ίσως να μην ήρθε ποτέ.