Πολιτικη & Οικονομια

Χρήστος Σαρτζετάκης: Ο πρόεδρος, τελικά, ήταν ένας από εμάς

Δεν μας το θύμισε η εκδημία του αλλά μια φράση του που, σε διάφορες γλωσσικές παραλλαγές, εξακολουθεί να ζει

Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τη σχέση του Χρήστου Σαρτζετάκη με το ΠΑΣΟΚ και το «έθνος ανάδελφον».

Λέγεται πως η ιδέα ήταν του Μένιου Κουτσόγιωργα. Ο Καραμανλής έπρεπε να φύγει από την προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά ποιος να ερχόταν; Κάποιος που θα έδινε ένα ιδεολογικό και ιστορικό επίχρισμα στην απόφαση να μην ανανεωθεί η θητεία του στην προεδρία της Δημοκρατίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν, μάλλον άθελά του, ο Χρήστος Σαρτζετάκης. Ήταν μόνο ο μεθοδικός ανακριτής που είχε ξεσκεπάσει τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας Λαμπράκη; Όχι ήταν και ο δημοκράτης ήρωας που είχε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, ή μάλλον σε μια δικογραφία, το παρακράτος της μετεμφυλιακής Δεξιάς.

Πώς το τύλιξε; Η σημερινή πρόεδρος της Δημοκρατίας αποχαιρέτησε στη συλλυπητήρια δήλωσή της «έναν ακέραιο λειτουργό της Δικαιοσύνης που χειρίστηκε την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη με παραδειγματική ανεξαρτησία και δικαστικό ήθος». Και ήταν έτσι. Ο Σαρτζετάκης ήταν δικαστικός, δεν ήταν αγωνιστής. Αλλά αυτό ήταν και το λάθος του Κουτσόγιωργα: Οι δικαστές γίνονται ήρωες με την άτεγκτη προσήλωση στους νόμους και τους τύπους, όχι με τα υψωμένα πανό και τα βροντερά συνθήματα. Το ΠΑΣΟΚ της εποχής νόμιζε πως ψήφισε με τα χρωματιστά ψηφοδέλτια έναν λάβρο υπερασπιστή της δημοκρατίας. Αυτός που ψήφισε όμως δεν θα μπορούσε, σε καιρούς δημοκρατίας, να είναι τίποτε περισσότερο από τυπολάτρης.

Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο «Ζ». Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξελισσόταν στη ζωή του εκείνος ο τύπος με το αγέλαστο πρόσωπο, τα χοντρά γυαλιά και τη δερμάτινη τσάντα που δεν άφηνε ποτέ από το χέρι του; Η Τέχνη προανήγγειλε την πραγματικότητα, ο Σαρτζετάκης μετέφερε απλώς το πνεύμα του από τον έναν θεσμό στον άλλο. Δεν κουβαλάς τους επικεφαλής της αστυνομίας στο ανακριτικό σου γραφείο εάν δεν πιστεύεις τυφλά και χωρίς εκπτώσεις στο κύρος του θεσμού που εκπροσωπείς. Αλλά πώς υπερασπίζεσαι το κύρος του θεσμού, της Προεδρίας αυτή τη φορά, όχι μόνο σε καιρούς δημοκρατίας αλλά και στον καιρό μιας κυβέρνησης που έβλεπε τη θεσμική κουλτούρα κάτι σαν κατάλοιπο του αστικού κράτους;

Ο αστικός μύθος θέλει τον Χρήστο Σαρτζετάκη να υπερασπίζεται τον θεσμό με την άγνωστη έως τότε προσήλωσή του στην τυπολατρία: απαγόρευσε σε έναν επισκέπτη του, υπουργό, να τινάξει τη στάχτη του τσιγάρου του στο προεδρικό τασάκι. Ο υπουργός δεν άναψε ποτέ το τσιγάρο του γιατί ακόμη περισσότερο δεν θα μπορούσε να τινάξει τη στάχτη στο πάτωμα και ο αστικός μύθος έγινε ένα παραπολιτικό επεισόδιο που σύστησε τον νέο πρόεδρο της Δημοκρατίας στο κόμμα που χρωμάτισε ακόμη και τα ψηφοδέλτια για να μπορέσει να τον εκλέξει. 

Ουσιαστικά, σύστησε έναν υπερβολικά τυπικό αστό σε μια παρέα χαρούμενων και ελαφρώς πλιατσικολόγων σοσιαλιστών. Εκείνοι έπαιρναν επιτέλους τη ρεβάνς από το μετεμφυλιακό κράτος εφορμώντας σε οργανισμούς και υπηρεσίες κι εκείνος δεν τους άφηνε να χρησιμοποιήσουν ούτε τα τασάκια του. Πώς να ταιριάξει ένας τέτοιος πρόεδρος με έναν υπουργό που όχι μόνο θα άναβε το τσιγάρο του αλλά μπορεί και να άπλωνε τα πόδια του στο τραπέζι;

Το χάσμα αποτυπώθηκε ακόμη περισσότερο στη γλώσσα. Ο πρωθυπουργός μιλούσε στην πασοκική διάλεκτο για τον «Ιούνη» και τον «Ιούλη» και ο πρόεδρος στην καθαρεύουσα για το «ανάδελφον». Δεν «είμαστε», «είμεθα». Και δεν «είμαστε λαός». «Είμεθα έθνος». Έτσι το είπε το Πάσχα του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτού τσουγκρίσει αβγά σε μια στρατιωτική μονάδα, όπως επιβάλλει η προεδρική εθιμοτυπία.

Γιατί το είπε; Θα το εξηγούσε ο ίδιος χρόνια αργότερα, όταν πια κανένας από το ΠΑΣΟΚ δεν του μιλούσε, αλλά μιλούσε ο ίδιος για τον εαυτό του μέσα από την ιστοσελίδα του - φυσικά στην πολυτονική καθαρεύουσα και ακόμη φυσικότερα σε τρίτο πρόσωπο και όπως ακριβώς αρμόζει στη θεσμική του τυπολατρία: «Ο Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης ἐπεσήμανε, παρουσίᾳ τοῦ Πρωθυπουργοῦ ᾽Ανδρέα Παπανδρέου, εἰς δημοσίας πρὸς τὴν κρατικὴ τηλεόρασι δηλώσεις του τὴν ψηλαφητὴ ἀλήθεια, ὅτι ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες εἴμεθα “Εθνος ἀνάδελφον”, ἀφοῦ συγγενικά μας ἔθνη δὲν ὑπάρχουν» έγραφε.

Ο ίδιος αναγνώριζε πως η φράση βρήκε «λυσσώδη αποδοκιμασία» και η αλήθεια είναι πως ούτε πριν ούτε μετά από τον Χρήστο Σαρτζετάκη σατιρίστηκε -εάν δεν χλευάστηκε- τόσο ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας. Έλεγε όμως ακόμη πως «ὁ ἀφορισμός εἶχεν ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τεραστίαν ἀπήχησιν καὶ καθολικὴν ἀποδοχήν». Γιατί; Μα επειδή «η ἐπισήμανσις αὐτὴ ἔγινε εἰς τὸ πλαίσιον μερίμνης γιὰ τὴν μεγαλύτερη ἐνεργοποίησι τῶν ἐθνικῶν μας δυνάμεων, ὅταν ὅλοι συνειδητοποιήσουμε τὶς συνέπειες τῆς ἀνωτέρω ἀληθείας. ᾽Αφοῦ, στερούμενοι συγγενῶν, δὲν ἔχουμε νὰ περιμένουμε σὲ κρίσιμες περιστάσεις τίποτε καὶ ἀπὸ κανένα».

Με τέτοια γλώσσα πώς να μιλήσει ο πρόεδρος στη ψυχή των πασόκων; Πώς από αγωνιστής της δημοκρατίας ο πρόεδρος μάς προέκυψε εθναμύντωρ; Αν μεταφράσει όμως κανείς το απόσπασμα καταλαβαίνει πως ο αταίριαστος πρόεδρος θα μπορούσε να μιλήσει στην ψυχή όχι μόνο των πασόκων αλλά σχεδόν όλων των Ελλήνων. Αν και σε λάθος ιδιώμα, ο Χρήστος Σαρτζετάκης συμπύκνωσε σε τρεις ανεπίκαιρες λέξεις την πάντα επίκαιρη πεποίθηση περί κατατρεγμένου έθνους που όχι μόνο δεν έχει να περιμένει τίποτε από κανέναν αλλά και όλοι οι άλλοι θέλουν το κακό του και επιβουλεύονται την ύπαρξή του.

Δεν θέλουν να μας εξαφανίσουν; Δεν είχε πει ο Κίσινγκερ πως για να ξεριζώσουν την ψυχή μας πρέπει να ξεριζώσουν τη γλώσσα μας; Όχι, δεν το έχει πει, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Η φράση αναπαράχθηκε ακόμη και από επιφανή αγωνίστρια της συριζαϊκής Αριστεράς στην κεντροαριστερή εφημερίδα που εργαζόταν ως αρθρογράφος. Αν μιλούσε αλλιώς, ο πρόεδρος θα μιλούσε και στη δική της ψυχή. Γιατί τελικά ο Χρήστος Σαρτζετάκης ήταν ένας από εμάς. Και δεν μας το θύμισε η εκδημία του (λέξη που θα προτιμούσε οπωσδήποτε ο ίδιος). Αλλά μια μικρή φράση που, σε διάφορες γλωσσικές παραλλαγές, εξακολουθεί να ζει.