Πολιτικη & Οικονομια

Ένα κεράκι καίει ακόμη

Συνεχίστε να ελπίζετε σε καλύτερες μέρες και ανάψτε ένα κεράκι αφιερωμένο σε ό,τι πιστεύετε

Νίκος Καραχάλιος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκέψεις για τις έννοιες της ελπίδας, της προδοκίας και το πέρασμα του χρόνου στη σύγχρονη ζωή.

Όταν φτάνεις τα 50 και είσαι σωματικά υγιής -γιατί με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας αποτελεί αντικείμενο μελέτης πόσο παραμένουμε υγιείς ψυχολογικά- οφείλεις στον εαυτό σου και στους γύρω σου να αναστοχαστείς. Να κάνεις ένα flash back της ζωής σου και να δεις σε αυτή τη διαδρομή του μισού αιώνα που πρόκοψες και γιατί, που έσφαλες και γιατί και τι σου έλειψε;

Αφού μετά από πολύ χρόνο και βαθειά ενδοσκόπηση καταλήξεις κάπου (θα είσαι ευτυχής γιατί το ξεγύμνωμα στον προσωπικό σου καθρέπτη μπορεί να σε καταστήσει και δυστυχή -πολύ πιθανό, τότε μπορείς επάνω σε πιο στέρεες βάσεις να αρχίσεις και τις προβολές στον μέλλον. Να σχεδιάσεις τα επόμενα 31,4 χρόνια (τόσο είναι το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων -λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.) ή τις υπόλοιπες 11.280 ημέρες της ζωής σου (λίγο αγχωτικό, έ;) με βάση κάποιες άλλες –πιο οικουμενικές (;), ανθρωπιστικές (;), ανιδιοτελείς (;) αρχές και αξίες. Είδατε; Και εγώ που τα γράφω δεν τα έχω ολοκληρώσει όλα τα ψαξίματά μου, βασανίζομαι αφόρητα ακόμη, γι’ αυτό βάζω τα ερωτηματικά, γιατί τα ερωτήματα είναι πολύ μεγάλα για να μην επαναξιολογούνται.

Δεν ομφαλοσκοπώ όμως. Πιστεύω πως όλο και από περισσότερες περνάνε ανάλογες σκέψεις. Ειδικά σε τόσο δύσκολους καιρούς.

Η δεδομένη φθαρτότητα -παρότι τώρα μάλλον ξεμπερδεύουμε από τις θανατηφόρες μεταλλάξεις του κορωνοϊού- θα επανέρχεται με διαφορετικές μορφές και τρόπους κάθε τρις και λίγο.

Κάνεις τα πάντα: από jogging, γυμναστήριο, γιόγκα και πιλάτες, αρχίζεις να διατρέφεσαι πιο υγιεινά μέχρι ώσπου μετατρέπεσαι σε vegan, ανακαλύπτεις το meditation για να γίνεις zen, αλλά πάντα υπάρχει κάτι πιο μεγάλο, πιο απρόσμενο και μη ελέγξιμο που σε ξεπερνάει, που κάνει κομμάτια όλους τους χιλιάδες οδηγούς αυτοβελτίωσης.

Το που θα φτάσεις, πού θα κατασταλάξεις και που θα καταλήξεις είναι άγνωστο.

Όλοι θέλουμε να ζήσουμε πολύ. Όσο πιο πολύ γίνεται. Κανένας μας δεν θέλει να μεγαλώσει, πόσο μάλλον να κακογεράσει και  να μουσμουλιάσει. Και βέβαια δεν σκεφτόμαστε πόσο τυχεροί είμαστε και μόνο που φτάσαμε στην «ώριμη ηλικία», γιατί πολλοί άλλοι δεν «καταφέρνουν» ούτε αυτό… Θυμηθείτε τους 22.500 «χαμένους» της μάχης με τον Covid, που τους «ξεγέλασε» ένας αόρατος και αδίστακτος εχθρός.

Η ζωή είναι σαν άμμος και το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», όμως, ώσπου να το συναντήσεις, όλο και κάτι θα προσπαθήσεις να χτίσεις πάνω στην άμμο αυτή, ελπίζοντας πως δεν θα είναι από αυτές τις «κινούμενες» που σου ρουφάνε την ενέργεια και τελικά σε καταπίνουν, αλλά από τις άλλες, τις κυκλαδίτικες άμμους, που απλώνονται σε χρυσαφένιες παραλίες.

Όσο είναι απάνεμες, το «κάστρο» σου αντέχει και αν τις πιάσει ο άνεμος και σου το πάρει το κύμα, τουλάχιστον θα μείνει η ευχάριστη ανάμνηση και η προσδοκία να το ξαναχτίσεις το ερχόμενο καλοκαίρι.

Ελπίδα και προσδοκία, δύο έννοιες – λειτουργίες που μας κρατάνε μέσα στις ανεμοθύελλες της αναπόδραστης πραγματικότητας, της αναγκαστικής συμμόρφωσης των ατομικών επιθυμιών και δράσεων σε συλλογικά πλαίσια, όπου κρατάμε τα εγώ και τα θέλω μας, σε ένα μονοπάτι, σαν ένα τιμόνι ζωής, που χαράζει την πορεία που θέλει αυτό, ένα Life GPS σε πορεία που δεν είναι προκαθορισμένη για κανέναν.

Ακούς το τραγούδι των  Doors “Where will we be” και σκέφτεσαι πως το «καλοκαίρι περνάει»(Summer’s Almost Gone 1965) ή την μπαλάντα “ROSES” της NICCY ROMERO (2018), που μιλάει στην καρδιά για «το ίδιο όμορφο τραγούδι που γερνάει»

But that’ s not how it goes.
Same song gets old when you’re living for, when your living for the weekend
just living  for the weekend Where would we be If we were still passed out on your sofa,
watchin’ TV?

Ξεκινάς να μάχεσαι, να μορφωθείς, να κερδίσεις το ψωμί σου (τίμια όχι κομπιναδόρικα), να φτιάξεις το μέλλον σου και τελικά αντιλαμβάνεσαι πόσο αληθινό είναι το κοινότοπο «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός τους βλέπει από μια γωνία και γελάει».

Οι διακυμάνσεις του βίου είναι τελικά τόσο απρόβλεπτες, ακριβώς γιατί καθορίζονται εκτός του δικού μας ελέγχου. Ακαθόριστα από εμάς και τους όποιους φιλόδοξους σχεδιασμούς μας.

Ονειρευόμαστε πως μπορούμε να ριχτούμε μέσα στις θύελλες και να βγούμε άβρεχτοι από τις μπόρες. Λες και τα «μετερίζια» που πιάνουμε (φιλίες, σπουδές, θέσεις επαγγελματικές, γάμοι, παιδιά), θα είναι still frames, ακίνητα τοπία που θα μας συνοδεύουν στο διηνεκές. [Το αναπόδραστο αυτό ερμηνευτικό σχήμα ίσως να είναι και απαραίτητο  και αυτοπροστατευτικό, αφού αλλιώς ίσως να οδηγούμαστε ως ανθρώπινο είδος σε μαζικές αυτοκτονίες μετά την εφηβεία]...

Και όμως, μπροστά στη βεβαιότητα του τέλους παρότι έρχονται διαψεύσεις και ακολουθούν απογοητεύσεις, εμείς δεν το βάζουμε κάτω. Και ξανά ξεκινάμε. Γιατί απλά ο αγώνας για  τη ζωή είναι νομοτέλεια εξίσου ισχυρή με το θάνατο.

Όμως ως πότε;

Όσο έχουμε ελπίδα είναι η απάντηση. Και η ελπίδα -το «όσο ζω ελπίζω» δεν έχει ηλικία, καταγωγή, κοινωνική τάξη, γεωγραφικό προσδιορισμό. Ή την έχεις ή δεν την έχεις.

Ή τη διατηρείς μέσα σου και ακόμη και αν σβήσει όσο και αν από λαμπάδα (συνήθως όταν είμαστε νέοι) γίνεται κεράκι (όσο πλησιάζουμε προς τα ύστερα του βίου μας), εμείς εκεί, επίμονα, αλύγιστα, ακατανίκητα επιμένουμε να την ξανανάψουμε.

Αφορμή που με έκανε και τα σκεφτόμουν όλα αυτά ήταν η τριήμερη χιονοεπιδρομή. Όχι τόσο η ταλαιπωρία του παγετού -σιγά- όσο οι παραδοξότητες του «έσω» με το «έξω».

Οι αντιστίξεις.

Το μαύρο στο εσωτερικό των αποηλεκτρισμένων σπιτιών με το λευκό που το προκάλεσε. Η σχεδόν νεκρική ησυχία στις γειτονιές που έσπασε τον ζουρλομανδύα του θορύβου που μας περιτριγυρίζει  στις φωνακλάδηκες πόλεις μας.

Η κατ’ ανάγκην ακινησία απέναντι στη φρενήρη κινητικότητα της σύγχρονης ζωής.

Η αχρήστευση-προσωρινή- των αυτοκινήτων μας- χωρίς τα οποία δεν κάνουμε πια ούτε βήμα – και η χρησιμότητα των ποδιών μας, ακόμη και όταν δεν τα ζεσταίνουν αυστραλοπροβατίσιες trendy μπότες UGG, αλλά παλιωμένα sneakers.

Η επικοινωνία χωρίς κινητό, αφού η μπαταρία του (ακόμη και του πιο ανθεκτικού και energy saving i phone,) δεν αντέχει πάνω από 2 ημέρες χωρίς «πρόσδεση» σε ένα δίκτυο ρεύματος.

Όμως, υπάρχει ένας διακριτικός άνθρωπος, που παρότι δεν με ενόχλησε καθόλου για να ζητήσει κάποια βοήθεια σκέφθηκα πως θα χρειάζονταν το νιάξιμό μου. Και τα βήματά μου με έφεραν στην πόρτα της. Είναι πια 85 ετών, παιδί της Κατοχής.

Άνοιξα τη μοναχική πόρτα του παγωμένου διαμερίσματός της, έφτασα με προσεκτικά βήματα μέσα στο σκοτάδι διακριτικά  στο δωμάτιό της. Εκεί λοιπόν τη βρήκα κουλουριασμένη στο κρεβατάκι της. Μια babushka, «μπουμπουλωμένη» σαν κρεμμύδι. Ήταν -πρέπει να αποφύγω τη λέξη “θαμμένη”- κρυμμένη κάτω από 3 κουβέρτες, να προσπαθεί -μάταια- να ζεστάνει το ταλαιπωρημένο κορμί της, όπως μου είχε πει η ίδια νωρίτερα στο τηλέφωνο (πριν κοπεί και αυτό).

Κοιμότανε αθόρυβα, τόσο που προς στιγμήν ανησύχησα, μέχρι που πλησίασα και άκουσα την ανάσα της.

ΠοιOς ξέρει τι ονειρευότανε..

Καλύτερες μέρες; Ακόμη;

Σίγουρα δεν περίμενε πως το 2022 θα ζούσε πιο κρύες νύχτες από αυτές του χειμώνα του ’41…

Φορούσε η καημενούλα και ένα μαύρο μάλλινο σκούφο, απ’ όπου ξεφεύγανε τα ασημόγκριζα μαλλάκια της. Κρύβανε το ρυτιδωμένο μέτωπό της. Ανθεκτικό κοριτσάκι,  που μέχρι να μεγαλώσει και να ασπρίσει πέρασε πολλά. Και δεν εννοώ μόνο τον Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη Χούντα και τα μεταπολιτευτικά ups and downs. Αλλά κυρίως το ότι με μεγάλωσε μόνη της (καθώς ο μπαμπάς ήταν «φευγάτος) από 6 μηνών. Έναν τύπο, που παρότι γλυκούλης και ξανθούλης ως μωρό εξελίχθηκε σε ένα ΑΠΕΙΘΑΡΧΟ παιδί, ΑΝΥΠΑΚΟΥΟ έφηβο και πολύ μα πάρα πολύ «ΑΤΑΚΤΟ» άντρα.

Ο Φίλιπ Ροθ είχε πει πως «τα γηρατειά δεν είναι μια μάχη, είναι σφαγή». Η κυρία Καίτη -όπως έζησε υπερήφανα- έδινε και αυτή τη μάχη με το κρύο περήφανα.

Άφησα στο κομοδίνο της μερικές μπαταρίες για το τραντζιστοράκι που τη συντρόφευε και είχαν και αυτές τελειώσει. Έφυγα χωρίς να την ενοχλήσω.

Το μόνο που κράταγε ακόμη αναμμένο ήταν ένα κεράκι, λευκό. Μάλλον το είχε από το κοντινό εκκλησάκι του Σωτήρα και είχε φέρει το Άγιο Φως μετά τη Λειτουργία της Ανάστασης.

Σκέφθηκα πως τελικά δεν υπάρχει μεγαλύτερο σύμβολο Ελπίδας από το φως ενός κεριού μέσα στο σκοτάδι.

Συνεχίστε λοιπόν να ελπίζετε σε καλύτερες μέρες και ανάψτε ένα κεράκι αφιερωμένο σε ό,τι πιστεύετε. Εγώ θα το κάνω απόψε το βράδυ στην Αγία Ελπίδα.

ΥΓ. 1. Ο Βρετανός συγγραφέας Λόρενς Ντόρελ είχε πει πως «τα γηρατειά είναι προσβολή. Είναι σαν να σε έχουν χαστουκίσει». Χωρίς να υποκινώ σε βία, το αντίθετο, πιστεύω πως ένα συμβολικό χαστούκι από  όλους εμάς τους «εγκλωβισμένους» (όχι μόνο της κακοκαιρίας, αλλά και των lockdown) αξίζει σε όλους αυτούς για την κατάσταση που ΕΠΕΒΑΛΑΝ σε τόσες χιλιάδες ηλικιωμένους και θεωρούν πως την προσβολή στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια θα την ξεπεράσουν με ένα ακόμη «συγγνώμη». Ούτε που με νοιάζει, ούτε το πολυψάχνω πια. Για μένα ΑΥΤΟΙ είναι σαν να μην υπάρχουνε. Είμαστε ΕΜΕΙΣ –οι πολλοί που δυσκολεύονται και ΑΥΤΟΙ- οι πολύ λίγοι που βολεύονται.

ΥΓ.2. Αυτό το κείμενο θα εκφωνούσα στη Βουλή αν ήμουν μέλος της Εθνικής Αντιπροσωπείας στην 3ήμερη συζήτηση για την Πρόταση Μομφής και θα το απηύθυνα σε όλα τα κόμματα που έχουν ασκήσει εξουσία στην Ελλάδα.

ΥΓ.3. Για την ψυχή μας γράφουμε και μια στις τόσες και για τις μανάδες μας.