Πολιτικη & Οικονομια

Διαχωρισμός κράτους και επιστήμης

Μόνοι μας οφείλουμε να κατανοούμε, αλλά και οι εξουσίες έχουν χρέος να αποδίδουν στην κοινωνία, τους διακριτούς ρόλους της επιστήμης και της πολιτικής

Ανδρέας Ζαμπούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την απώλεια της εμπιστοσύνης στην επιστήμη και την απογοήτευση από την πολιτική και το κράτος.

Γενικότερα, η πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου διοχετεύεται στην θεολογία, στην τέχνη, στην επιστήμη και στην πολιτική. Η τελευταία όμως έχει να αντιμετωπίσει ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα έναντι των άλλων: Ενώ δηλαδή οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες και οι θεολόγοι είναι σε θέση να προσδιορίσουν το είδος της γνώσης και των πληροφοριών που μπορούν να μας προσφέρουν, δεν ισχύει το ίδιο με τους πολιτικούς.

Αν ζητηθεί από έναν επιστήμονα, έναν θεολόγο και έναν καλλιτέχνη να εξηγήσουν κάποιο φαινόμενο –ας πάρουμε παράδειγμα την πανδημία– ο καθένας θα δώσει την δική του ερμηνεία. Ο θεολόγος θα ισχυριστεί ότι είναι αποτέλεσμα της θείας βούλησης. Ο καλλιτέχνης θα αντλήσει αισθητική έμπνευση για το έργο του. Και ο επιστήμονας θα προχωρήσει στην έρευνα, αφού πρώτα καταγράψει την απόδειξη των δεδομένων.

Ο μοναδικός τρόπος που ο πολιτικός έχει για να συμμετάσχει στο φαινόμενο είναι η διαχείρισή του. Η διαδικασία δηλαδή με την οποία θα επιλύσει τα προβλήματα που δημιουργεί και η προσφορά ενός ασφαλέστερου περιβάλλοντος για την κοινωνία της οποίας ηγείται.

Σε άλλες εποχές, ίσως, η διάκριση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής ήταν περισσότερη αισθητή. Και κατά συνέπεια πολύ πιο ξεκάθαρη η θέση του επιστήμονα και του πολιτικού απέναντι στην κοινή γνώμη.

Σήμερα, όμως, που η «μιντιακή πλατεία» συγχέει τα πρόσωπα και τις φωνές τους, τα πράγματα περιπλέκονται. Το αποτέλεσμα είναι η συλλογική συνείδηση να εισπράττει ως κοινό σώμα την επιστημονική κοινότητα με τα πολιτικά συστήματα ή τις κυβερνήσεις. Να μην μπορεί δηλαδή ο μέσος πολίτης να ξεχωρίσει τον ρόλο του επιστήμονα από αυτόν του πολιτικού.

Πολλές φορές η ταύτιση επιδιώκεται συνειδητά, όπως στην περίπτωση Τραμπ, που είχε φτάσει στο σημείο να δυσφημεί δημόσια τον ταλαίπωρο Φάουτσι γιατί δεν ήθελε να στρατευτεί στον λαϊκισμό του.

Είναι προφανές ότι τόσο σοβαρά ζητήματα όπως οι πανδημίες, απαιτούν έναν πιο διακριτό ρόλο μεταξύ επιστήμης και πολιτικής. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα απαιτούνταν σαφέστατη διάκριση στρατιωτικών και πολιτικών σε έναν πόλεμο.

Δυστυχώς όμως, η ταυτοποίηση των δύο χώρων οδηγεί και στην απολυτοποίησή τους απέναντι στην πεποίθηση των πολιτών. Και κατ’ επέκταση στην μανιχαστική αντίληψη που θεοποιεί ή δαιμονοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Όταν, ας πούμε, διαπιστώνουμε ότι το εμβόλιο δεν θωρακίζει εντελώς τον οργανισμό από την μόλυνση του covid, όπως αρχικά πιστεύαμε, δεν φταίει η επιστημονική φωνή που ακούσαμε αλλά ο πολιτικός λόγος πειθούς που χρησιμοποιήθηκε. Και όταν απογοητευόμαστε επειδή η πανδημία δεν τελείωσε ακόμα, δεν φταίνε οι κυβερνήσεις αλλά κάποιες επιστημονικές φωνές που έμπαιναν στον πειρασμό να κάνουν προβλέψεις.

Ίσως εδώ χρειάζεται μία άλλη σημαντική δραστηριότητα του πνεύματος που δεν ανέφερα παραπάνω. Η φιλοσοφία θα μπορούσε μάλλον, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, σχετικοποιώντας τις προσδοκίες μας. Γιατί ούτε η επιστήμη μπορεί να μας εξασφαλίσει μία αυξητική ή τουλάχιστον, γραμμική εξέλιξη των πραγμάτων. Ούτε η πολιτική έχει την δυνατότητα να μας προσφέρει συνεχώς, δεσποτική πρόνοια για την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Το μόνο όπλο που έχουμε για να βελτιώνουμε καταστάσεις είναι η απόδειξη. Και όχι οι πεποιθήσεις μας για τα πράγματα. Το όπλο όμως της απόδειξης δεν είναι θέσφατο για την απολυτότητα που η σύγχυση επιστήμης και πολιτικής μας επιφυλάσσει.

Μόνοι μας οφείλουμε να κατανοούμε αλλά και οι εξουσίες έχουν χρέος να αποδίδουν στην κοινωνία, τους διακριτούς ρόλους της επιστήμης και της πολιτικής. Έχουμε ανάγκη από λελογισμένη συναίνεση στην αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων.

Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης στην επιστήμη, μόνο και μόνο, επειδή απογοητευόμαστε από την πολιτική και το κράτος.