Πολιτικη & Οικονομια

Η μυρωδιά του κατόλ με κάνει να κλαίω

Τα θέρετρα της Αττικής και η μικροαστική γοητεία τους

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάθε γενιά έχει και τα όνειρά της. Η γενιά που ενηλικιώθηκε μετά από τον πόλεμο και έζησε την μεταπολεμική φτώχεια, ονειρεύτηκε κάποτε ένα τσιμεντένιο σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Ιδιαίτερες απαιτήσεις δεν υπήρχαν. Ένα μονάχα έπρεπε να προσεχτεί: Το σπίτι δεν έπρεπε να θυμίζει σε τίποτα το πατρικό στο χωριό και όλα όσα εκείνο κουβαλούσε μαζί του.

Κάπως έτσι, στις ακτές με τις αρβανίτικες ονομασίες φύτρωσαν όλοι αυτοί οι αλλοπρόσαλλοι οικισμοί. Είχαν χειροποίητη αρχιτεκτονική και η ρυμοτομία τους εξαρτιόταν από τις ορέξεις του μεσίτη, του μικροϊδιοκτήτη ή του καταπατητή. Έμοιαζαν με τις αθηναϊκές γειτονιές, με τη διαφορά πως είχαν πεύκα και συκιές και μπορούσες να ξεπορτίσεις με την παντόφλα. Οι κακοτράχαλοι χωματόδρομοι είχαν ονόματα που παρέπεμπαν στο ιστορικό ή στον χαρακτήρα του πρώτου οικιστή. Οδός Αυστραλίας, οδός Χαράς, οδός Ορτανσίας... Τους χειμώνες ερήμωναν, αλλά με την έλευση του καλοκαιριού γνώριζαν και πάλι μέρες δόξας. Τα γυναικόπαιδα κατέφταναν με το κλείσιμο σχεδόν των σχολείων. Οι μπαμπάδες έμεναν πίσω. Έρχονταν τα σαββατοκύριακα και κάποια απογεύματα μεσοβδόμαδα, κάθιδροι και μπαϊλντισμένοι από το οδήγημα.

Το κάθε εξοχικό ήταν ένα αιώνιο work in progress. Τη μια χρονιά έριχναν μερικά καρότσια γαρμπίλι στην αυλή, την άλλη έστρωναν ένα τσιμεντάκι για να μπορούν να καταβρέχουν με το λάστιχο, την τρίτη άρχιζε και το πανωσήκωμα. Ήταν μια αρχιτεκτονική μικρής κλίμακας. Στενά δωματιάκια, μικροσκοπικοί κήποι, άβολες κουζινίτσες. Η αισθητική εξαρτιόταν από την ιδιοσυγκρασία του ιδιοκτήτη ή του τοπικού εργολάβου. Έτσι, στο ένα σπίτι έβλεπες μια συγκινητική, αν και καταδικασμένη στην αποτυχία, προσπάθεια για τέλεια συμμετρία, στο διπλανό μια άναρχη απόθεση τσιμεντόλιθων κάτω από ένα ελενίτ, στο τρίτο κάποιες αρχαιοελληνικές κολώνες κουκουλωμένες από μια αλπική στέγη κ.ο.κ.

Στην πορεία η ελληνική κοινωνία άλλαξε. Κάποιοι μεγαλοπιάστηκαν και έχτισαν ολόκληρα εξοχικά παλάτια. Κάποιοι άλλοι άφηναν τα ταπεινά τους σπιτάκια κλειδωμένα, αφού μπορούσαν -και προτιμούσαν- να πάνε αλλού διακοπές. Με την κρίση όμως άρχισε σιγά σιγά η επιστροφή. Τα παραμελημένα σπιτάκια γέμισαν ξανά και η επόμενη γενιά παλεύει τώρα να τα συντηρήσει.

Στο βασίλειο αυτό της σαγιονάρας, τα ήθη και οι παραδόσεις κρατούν γερά. Η ζωή εξακολουθεί να κάνει κύκλους, σαν την καύτρα του κατόλ. Καινοτομίες βέβαια υπάρχουν: Για παράδειγμα, τα λαστιχένια παπουτσάκια για την παραλία άλλαξαν μορφή. Επίσης εμφανίστηκαν ελαφριές πτυσσόμενες καρεκλίτσες, δυνατοί αποκωδικοποιητές, εύχρηστες μηχανές του γκαζόν, ακόμη και εντομοαπωθητικές ρακέτες με ηλεκτρική εκκένωση που δίνουν στους χωματόδρομους της Λούτσας και των Αγίων Αποστόλων ένα άρωμα από Ρολάν Γκαρός.

Οι ανησυχίες όμως παραμένουν οι ίδιες. Θα πιάνει καλά η κεραία της τηλεόρασης; Θα σταματήσει να φυσάει για να κάνουμε ένα μπάνιο της προκοπής; Θα έρθουν πίσω τα παιδιά πριν πάθουν ηλίαση; Οι δε τσακωμοί σπάνια αφορούν τα πολιτικά ή την διεθνή επικαιρότητα. Το εξοχικό επιβάλλει άλλες προτεραιότητες και πάθη. Και οι αφορμές ποτέ δεν λείπουν. Ο ένας πάρκαρε το σαράβαλό του μπροστά στην ιερή μάντρα του άλλου. Τα κακομαθημένα της διπλανής τσιρίζουν σε ώρα κοινής ησυχίας. Ο μπροστινός ύψωσε κι άλλο το αυθαίρετό του και έκοψε τη θέα από τα αυθαίρετα των υπόλοιπων...

Η ανθρωπογεωγραφία του θέρετρου είναι και αυτή σταθερή. Υπάρχουν μιλιούνια από βρέφη, παιδιά και εφήβους. Το μέρος είναι παράδεισος για αυτές τις ηλικίες: Ολοήμερα παιχνίδια στα βοτσαλάκια, μακρινές ποδηλατάδες με την παλιοπαρέα, αγχωμένα φιλιά πίσω από τα βραχάκια... Υπάρχουν ακόμη αγέλες ολόκληρες από μεσήλικες, ηλικιωμένους και υπερήλικες. Και για αυτούς μια χαρά είναι –απ’ το να λιώνουν στο διαμέρισμα… Υπάρχει όμως και μια χαμένη γενιά, μια ηλικιακή ομάδα που λάμπει δια της απουσίας της. Είναι οι λεγόμενοι νέοι, είκοσι με τριάντα-τριανταπέντε. Αυτοί, έχοντας ήδη γευτεί την γλύκα των ταξιδιών και των κανονικών διακοπών σε νησί ή αλλού, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Σνομπάρουν το στενό παιδικό τους δωμάτιο, τις κάποτε μυθικές καβάτζες με τα θολά νερά και το θλιβερό μπαράκι όπου κάπνισαν και ερωτοτρόπησαν για πρώτη φορά.

Οι περισσότεροι θα επιστρέψουν όταν θα γίνουν και οι ίδιοι γονείς. Θα δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν κάθε καλοκαίρι. Εκείνοι θα μετεξελιχθούν σε μεσήλικες. Θα πάρουν στα χέρια τους την εντομοαπωθητική ρακέτα ή ό,τι άλλο έχει εφευρεθεί μέχρι τότε. Θα φροντίζουν με ευλάβεια το γκαζόν και θα ανησυχούν να μην καθίσει κανείς με βρεγμένο μαγιό στο κρεβάτι. Και μετά θα γίνουν ηλικιωμένοι και υπερήλικες. Κάποιοι από αυτούς ίσως να γίνουν και φαντάσματα και να στοιχειώσουν τα μικρά τσιμεντένια εξοχικά που κάποιοι άλλοι, κάποτε, ονειρεύτηκαν.