- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η θανατική ποινή στην Οκλαχόμα
Αν και δεν υπάρχει συναίνεση, η ιδέα της αφαίρεσης της ζωής είναι στίγμα για την αμερικανική δημοκρατία: ένα ιστορικό υπόλειμμα το οποίο αναφέρεται στις εποχές όπου η Παλαιά Διαθήκη υπαγόρευε το δημόσιο ήθος
Σχόλιο για τη θανατική ποινή, την εφαρμογή της στην Οκλαχόμα, το αμερικανικό σύνταγμα και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας
Στις 9 Δεκεμβρίου η πολιτεία της Οκλαχόμα εκτέλεσε τον Bigler Jobe Stouffer, ο οποίος βρισκόταν στον θάλαμο μελλοθανάτων επί 36 χρόνια. Από το 1985, όταν Stouffer δολοφόνησε μια γυναίκα και τραυμάτισε ένα ακόμη άτομο, όλες οι εφέσεις και οι εκκλήσεις για επιείκεια ―για μετατροπή της ποινής σε ισόβια― απέτυχαν. Κι αυτό παρότι την τελευταία δεκαετία το πρόγραμμα θανατηφόρων ενέσεων της Οκλαχόμα έχει προκαλέσει κατακραυγή και ο κυβερνήτης είχε αναστείλει τις εκτελέσεις για έξι χρόνια: οι αρχές της πολιτείες κατηγορήθηκαν για «κακοτεχνία» και αμέλεια· ένας κατάδικος υπέφερε επί 45 λεπτά προτού πεθάνει κι ένας άλλος πέθανε με φρικτούς σπασμούς. Τον περασμένο μήνα δύο εκτελέσεις ακυρώθηκαν ― όχι όμως εκείνη του Jobe Stouffer, ο οποίος είναι ένας 79χρονος λευκός. Το σημειώνω διότι μερικές φορές φαίνεται να έχει ενδιαφέρον η φυλή και η ηλικία.
Είναι γνωστό ότι το αμερικανικό σύνταγμα απαγορεύει τις «σκληρές και ασυνήθιστες τιμωρίες» κι ότι το κίνημα εναντίον της θανατικής ποινής στις ΗΠΑ έχει επιτύχει την κατάργησή της σε 22 πολιτείες και την αναστολή της σε άλλες τρεις μέχρι νεωτέρας. Αν και δεν υπάρχει συναίνεση, η ιδέα της αφαίρεσης της ζωής είναι στίγμα για την αμερικανική δημοκρατία: ένα ιστορικό υπόλειμμα το οποίο αναφέρεται στις παλιότερες εποχές όπου η Παλαιά Διαθήκη υπαγόρευε το δημόσιο ήθος. Εκδίκηση, τιμωρός Θεός, οφθαλμόν αντί οφθαλμού.
H συζήτηση γύρω από τη θανατική ποινή είναι συγκεχυμένη και περιλαμβάνει πολλά φιλοσοφικά σφάλματα. Το Δημοκρατικό Κόμμα που στηρίζει την κατάργησή της εστιάζει στις φυλετικές προκαταλήψεις κατά την εφαρμογή της χωρίς να αναφέρεται στην ουσία της. Αναμφισβήτητα, για να δικαστείς σωστά στις ΗΠΑ χρειάζεσαι καλούς δικηγόρους και οι καλοί δικηγόροι αμείβονται με αστρονομικά ποσά, όμως αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι οι δίκες των φτωχών είναι όλες άδικες, ούτε ότι το δικαστικό σώμα εκδηλώνει απαραιτήτως φυλετικές και ταξικές προκαταλήψεις. Τα πιο τρομακτικά στοιχεία της θανατικής ποινής είναι πράγματι το ενδεχόμενο της εκτέλεσης αθώων, αφού έχουν περάσει δεκαετίες πίσω από τα σίδερα, και το ενδεχόμενο επιβολής θανατικής ποινής για εγκλήματα τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιαιτέρως ειδεχθή. Στην πραγματικότητα όμως, σε καμιά δεκαριά πολιτείες, αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ελαφρυντικά, η δολοφονία, είτε εκ προθέσεως είτε εκ προμελέτης (άρα και προθέσεως), τιμωρείται με εκτέλεση.
Το θέμα της θανατικής ποινής δεν είναι πρακτικό, ούτε περιορίζεται σε αίτημα ισότητας· είναι θέμα ηθικής. Οι παλιότεροι του Δημοκρατικού κόμματος, πριν από τη γενιά των woke και των antifa, κατήγγελλαν τη θανατική ποινή ως έγκλημα ηθικής, όχι ως έγκλημα ανισότητας. Ο «παλιός» Μπέρνι Σάντερς και η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών συνεχίζουν να την καταδικάζουν βάσει της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής και της ανάγκης περιορισμού της εξουσίας του κράτους. Το «κράτος» μπορεί να απομονώνει κάποιον από το κοινωνικό σώμα, αλλά δεν θα έπρεπε να του επιτρέπεται να αφαιρεί ανθρώπινη ζωή, εμπλέκοντας μηχανισμούς και πολίτες που εξυπηρετούν μηχανισμούς εξόντωσης. Δημιουργώντας δημίους, προσωπικό και χώρους εκτελέσεων δεν απανθρωποποιείται μόνο ο καταδικασμένος, αλλά και πολλά άλλα άτομα γύρω του.
Στον χώρο των σημερινών «προοδευτικών» η ηθική απόρριψη της θανατικής ποινής φαίνεται δευτερεύουσα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει «σοβαρές ανησυχίες» σχετικά με το αν όπως εφαρμόζεται «συνάδει με τις θεμελιώδεις αξίες και το αίσθημα δικαιοσύνης και αμεροληψίας», η αντιπρόεδρος Kάμαλα Χάρις υπογραμμίζει ότι εφαρμόζεται «εις βάρος των εγχρώμων» και ο υπουργός Μεταφορών Pete Buttigieg σε έκκλησή του για την κατάργησή της υποστήριξε ότι «ήταν ανέκαθεν μια πρακτική φυλετικών διακρίσεων». Γενικά, ακόμα και σε επίπεδο πολιτειών, όπως στο Κολοράντο που κατάργησε τη θανατική ποινή το 2020, η αιτιολόγηση είναι οι «διακρίσεις» ― λες και υπάρχει δίκαιος τρόπος να εκτελείς άνθρωπο.
Το ότι αναλογικά εκτελούνται περισσότεροι φτωχοί, ισπανόφωνοι και Αφρο-αμερικανοί από ό,τι πλούσιοι λευκοί είναι αναμφισβήτητο. Μπορούμε να επικρίνουμε το αμερικανικό σύστημα της δικαιοσύνης για άνιση μεταχείριση των κατηγορουμένων, αλλά ο ρατσισμός, αληθινός ή φαντασιωτικός, δεν χρησιμεύει σε τίποτα στην αποτίμηση της θανατικής ποινής. Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίον πρέπει να εκλείψει: αν ήταν, θα μπορούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα εκτελώντας περισσότερους λευκούς. Στο περιβάλλον του μίσους εναντίον των λευκών, ίσως μερικοί εύχονται μια ισότητα τέτοιου είδους.
Στον 18ο αιώνα ο Καντ προσπάθησε να εξορθολογίσει τη θανατική ποινή και να ορίσει δίκαιες αντιστοιχίες εγκλήματος και τιμωρίας. Με λίγα λόγια, αν σκοτώσεις θα πεθάνεις ― μια μορφή αναλογικότητας και καθολικότητας. Σήμερα, αυτός ο συλλογισμός μάς βοηθάει να δούμε γιατί η κριτική της θανατικής ποινής πρέπει να βασίζεται σε αξίες πέρα από την ισότητα, όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, τα όρια της κρατικής εξουσίας και η ηθική ανωτερότητα των θεσμών έναντι των εγκληματιών. Θέλω να πω ότι οι κρατικοί θεσμοί, με το να εκτελούν τους δολοφόνους, συμπεριφέρονται στο ίδιο ηθικό επίπεδο ― επιπλέον, καθώς πολλοί φόνοι διαπράττονται κάτω από δύσκολες συνθήκες υπάρχουν συνήθως ελαφρυντικά τα οποία λείπουν από την ψυχρή τιμωρία εκ μέρους των θεσμών.
Στις ΗΠΑ η υποκρισία και η μεροληψία των ελευθεριακών και των συντηρητικών δημιουργεί παράδοξες καταστάσεις: ενώ διατείνονται ότι επιθυμούν το μικρότερο δυνατό κράτος, επιστρατεύουν ένα κράτος-τέρας που βασανίζει και σκοτώνει· όσο για τη λεγόμενη ιερότητα της ανθρώπινης ζωής την περιορίζουν στα έμβρυα και τη χρησιμοποιούν στον αγώνα κατά των αμβλώσεων. Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί επιζητούν την κατάργηση της θανατικής ποινής, όπως είπα, μέσω μιας λανθασμένης διαδρομής, της έμμονης ιδέας της ισότητας. Αλλά, μια πολιτική κουλτούρα στην οποία δεν μπορούμε να σκεφτούμε έξω από τις ανισότητες και τις διαφορές εξουσίας δυσκολεύεται να εντοπίσει, να περιγράψει και να ανταποκριθεί σε πολλά κοινωνικά προβλήματα. Αν η θανατική ποινή καταργηθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο για τεχνικούς λόγους, θα είναι μια χαμένη ευκαιρία για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται και τι δεινά προκαλεί: η θεσμικά οργανωμένη θανάτωση ανθρώπων αυξάνει τη βία μέσα στην κοινωνία, δεν τη μειώνει. Αυτό που θα μπορούσε να μειώσει τη βία, πέραν των μακροπρόθεσμων στόχων μόρφωσης, ψυχιατρικής φροντίδας και οικονομικής ευημερίας, είναι οι ποινές που να αποτρέπουν την επανάληψη των εγκλημάτων και να ικανοποιούν το αίσθημα δικαίωσης της κοινωνίας ― όχι το αίσθημα εκδίκησης του όχλου.
Η ιστορία της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας έχει καταλήξει σε κάποιες γενικές διαπιστώσεις: η θανατική ποινή δεν αποθαρρύνει τον εγκληματία ― εξάλλου, τα περισσότερα στυγερά εγκλήματα διαπράττουν άνθρωποι τόσο βαθιά διαταραγμένοι ώστε δεν έχουν πλήρη συνείδηση τι μπορεί να τους περιμένει. Αυτό που φαίνεται να βοηθάει είναι η γρήγορη και δίκαιη εκδίκαση των υποθέσεων με απόδοση ποινών σε όλα τα εγκλήματα από τα λιγότερο σοβαρά, που δεν εμπλέκουν απώλειες ζωής, μέχρι τα τρομοκρατικά χτυπήματα, τους βιασμούς και τους φόνους. Την κοινωνία διχάζει και ταλαιπωρεί η επιείκεια σε ορισμένα εγκλήματα (ή και σε όλα), οι μεγάλες καθυστερήσεις, η γραφειοκρατία και οι αντιλήψεις συλλογικής ευθύνης: ιδιαίτερα οι οικογένειες των θυμάτων νιώθουν αποξένωση από τους θεσμούς όταν ο ένοχος εκλαμβάνεται επίσης ως θύμα· θύμα διακρίσεων και θύμα ανισότητας. Τούτου λεχθέντος, και παρότι δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τη φρίκη της ανθρώπινης φύσης, η θανατική ποινή ―η οποία είθισται να υλοποιείται μετά από πολλά χρόνια φυλάκισης του καταδικασθέντος και πολλά έξοδα για τους φορολογουμένους― καταλήγει σε μια κλινική διαδικασία η οποία έρχεται πάντοτε υπερβολικά αργά για τις οικογένειες των θυμάτων.