Πολιτικη & Οικονομια

Γλυπτά του Παρθενώνα: Ένα ώριμο αίτημα & η βρετανική ανωριμότητα

Από τη διατύπωση του αιτήματος κανένας δεν έχασε. Δεν θα χάσει ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πρόκειται να επαναλάβει το αίτημα στον Μπόρις Τζόνσον

Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την επανάληψη του αιτήματος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη προς τον Μπόρις Τζόνσον.

Μπορεί να το κάνει κανείς με τον τρόπο της Μελίνας Μερκούρη. Να προσφέρει στο αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα σκηνική λάμψη και αγωνιστικό ταπεραμέντο. Μπορεί όμως να το κάνει και με τον τρόπο του Κώστα Σημίτη. Ψιθυριστά, στο περιθώριο μιας συνόδου κορυφής, να πει ένας έλληνας πρωθυπουργός στον βρετανό ομόλογό του «νομίζω ότι πρέπει ν' αρχίσεις να σκέφτεσαι για τα Μάρμαρα και να μου πεις κάτι. Ξέρεις, έχουμε εκλογές του χρόνου και ίσως αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο».

Η Μελίνα έκανε σκοπό της ζωής της την επιστροφή των Γλυπτών ήδη από το 1960. Ως υπουργός Πολιτισμού, τη δεκαετία του 1980, έδωσε στο αίτημα, πέρα από το πάθος, και τον θεσμικό μανδύα που του έλειπε. Η Μερκούρη δεν ήταν πια μόνο μια πασιονάρια που έλεγε «ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω, αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ». Ήταν και εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης.

Πριν από τον ψιθυριστό διάλογο που έπιασαν οι κάμερες, προκαλώντας μια κάποια αμηχανία στον ίδιο, ο Σημίτης είχε γίνει ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που είχε θέσει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών. Ήταν το 2002 και το πάθος της Μελίνας είχε δώσει τη θέση του στην ευρηματικότητα του Βαγγέλη Βενιζέλου. Η πρότασή του ήταν να εκτεθούν τα Γλυπτά στο Μουσείο της Ακρόπολης με τη μορφή του μακροχρόνιου δανεισμού και σε αντάλλαγμα να στέλνονται στο Βρετανικό Μουσείο ελληνικές αρχαιότητες για σειρά εκθέσεων.

«Η πρωτοβουλία αυτή δίνει μεγάλη ώθηση στο θέμα» έλεγε τότε ο Βενιζέλος ως υπουργός Πολιτισμού. Η ώθηση δεν έμεινε από καύσιμα αλλά από τον φόβο των Βρετανών πως αν πάνε τα Γλυπτά στην Αθήνα δεν πρόκειται να επιστρέψουν ποτέ στο Λονδίνο. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Πως απ’ όπου και να πιάσει το νήμα της ιστορίας κανείς, το ’60, το ’80 ή το 2000, το αίτημα παραμένει ανικανοποίητο. Και πως όποια μέθοδο και αν έχει επιστρατεύσει η Αθήνα, του ομολογημένου πάθους ή της παρασκηνιακής πολιτικής διευθέτησης, αυτή δεν έχει φέρει αποτέλεσμα.

Τζίφος; Όχι ακριβώς. Από τη διατύπωση του αιτήματος κανένας δεν έχασε. Δεν θα χάσει ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης που πρόκειται να επαναλάβει το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών στη συνάντησή του με τον Μπόρις Τζόνσον την Τρίτη στην Ντάουνινγκ Στριτ 10. Δεν θα χάσει όχι επειδή το αίτημα της επιστροφής και της επανένωσής τους με τα γλυπτά που εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης προσφέρει ούτως ή άλλως πολιτικό κεφάλαιο. Αλλά επειδή μοιάζει όλο και πιο δίκαιο, ενώ συγχρόνως η άρνηση των Βρετανών φαντάζει όλο και πιο στείρα.

Ακόμη περισσότερο, η Αθήνα έχει πλέον απαντήσεις για τη χωροταξία τους. Οι προθήκες στο νέο μουσείο είναι εκεί άδειες και τα περιμένουν. Είναι και δυο βήματα από τον Βράχο της Ακρόπολης, τον φυσικό τους χώρο. Τι έμενε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει; Να περιβάλει με ακόμη περισσότερη θεσμική χρυσόσκονη το αίτημα. Πάθος και ψίθυροι; Όχι, διακυβερνητική επιτροπή. Έμενε να επικαιροποιήσει και την ιδέα του Βενιζέλου: «Είμαι βέβαιος» είπε σε συνέντευξή του στην Τelegraph, «ότι εάν υπήρχε βούληση εκ μέρους της κυβέρνησης (σ.σ. του Ηνωμένου Βασιλείου) για αλλαγή στάσης θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μία διευθέτηση με το Βρετανικό Μουσείο για να δανείσουμε στο εξωτερικό πολιτιστικούς θησαυρούς, οι οποίοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ εκτός Ελλάδας».

Αν επιστράτευε κανείς την κυβερνητική αργκό, θα έλεγε πως το αίτημα είναι πλέον «ώριμο». Και δεν θα χάσει τον χαρακτήρα του ακόμη και αν προσκρούσει στην ανωριμότητα του Μπόρις Τζόνσον.