- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κυριάκος εναντίον Κόβιντου Δ΄ και κακιάς Ολλανδέζας
Μεσαιωνικό ανάγνωσμα με ανεμβολίαστους και επαναπροωθήσεις
Και άπαντες έσπευσαν να τον συγχαρούν που εκατατρόπωσε την κακιάν Ολανδέζα και έσωσε το γόητρο της Ελλάδος
Τω καιρώ εκείνω, ο δράκοντας Κόβιντος ο Δ΄, πρωτοξάδελφος του αρχικού Κόβιντου μα ακόμα πιο τρομερός από εκείνον, έλυνε και έδενε εις το Θέμα της Ελλάδος. Και οι μεν εμβολιασμένοι ημπορούσαν να τον απαντούν όποτε έκαμναν κέφι στην αγοράν και στα περίκλειστα τα καπηλειά, διότι αυτούς τους δάγκανε σπανιότερα και, ακόμα και τότε, ολίγοι κακοπάθαιναν.
Οι δε ανεμπόλιαστοι έπρεπε να κάμνουν πρώτα ένα ογλήγορον τεστάκι δια να σιγουρευτούν πως ήσαν αμόλυντοι και μόνον τότε πήγαιναν να τους δαγκάσει ο δράκοντας και να μπορούν να ανταλλάξουν ιικά φορτία με τους συνανθρώπους τους. Μα ετούτους ο Κόβιντος τους δάγκανε για τα καλά και έτσι κινδύνευαν απείρως περισσότερο. Όμως αρνούνταν να κάμνουν το εμβόλιο, διότι ο ιερομόναχος Πετράκος και άλλοι ξακουστοί επιστήμονες είχαν αποδείξει με στοιχεία αδιάσειστα και πέραν πάσης αμφιβολίας πως ήταν κατασκεύασμα του διαβόλου. Ήτο δε και θέμα κοινής λογικής: Ποίος ο λόγος να κάμνει κανείς το εμβόλιο για να μην κινδυνεύει να μολυνθεί και να νοσήσει βαριά, όταν μπορούσε κάλλιστα να νοσήσει βαριά εκ των προτέρων και έτσι να μην κινδυνεύει να μολυνθεί; Αμ! Μυαλό θέλει!
Μοιραία, λοιπόν, ο Κόβιντος ο Δ΄ εδάγκανε καμιά δεκαριά χιλιάδες νοματαίους εις την καθισιάν του και όσοι θυμούνταν ότι κάποτε με πενήντα κρούσματα πιάναμε τα πόμολα με τα μωρομάντηλα, έπεφταν χάμω από τα γέλια. Ενώ τώρα περνούσαμε ζάχαριν και ΖΜΜΦ (λατινιστί YOLO) και αρρωσταίναμε και πεθαίναμε δίχως να χολασκάμε. Και οι περισσότεροι υμνούσαν τον Κυριάκον τον Πορφυρογέννητο δια την συνετήν διαχείρισιν του κακού. Και εθαύμαζαν τον Πλεύρην τον υιόν του Πλεύρη, άνδρα νουνεχή και ανδρειωμένο, οίον ο Κυριάκος είχεν κάνει δομέστικο της Προνοίας. Τι σοφός και αντρείος που ήταν! Να φανταστεί κανείς πως κάποτε είχε τολμήσει να πάγει στα Εξάρχεια στις έξι τα χαράματα! Τι να φοβηθεί από τον Κόβιντο ένας τέτοιος τρανός ιππότης;
Με τούτα και με εκείνα, ουδείς ασχολείτο με τον Αλέξιο τον Αγραβάτωτο, πράγμα που βόλευε πρώτα από όλους τον ίδιο τον Αλέξιο τον Αγραβάτωτο μια και έτσι μπορούσε και αυτός να μην ασχολείται με τίποτε. Διότι ο Αλέξιος είχε πια βαρύνει και δε σηκωνόταν από το στασίδι του ούτε με βαρούλκον. Και αν καμιά φορά θυμόταν πως κάποτε κάθε του λέξη προκαλούσε ρίγη εις τους ισχυρούς της Εσπερίας, νόμιζε πως το είχε δει στον ύπνο του και έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί και να δει και άλλα τέτοια ωραία όνειρα. Μα τότε έβλεπε πως είχε πάρει ξανά την εξουσία και είχε βάλει τον Πολάκην να πείσει τον κόσμο να εμβολιαστεί και πεταγόταν πάνω κάθιδρος.
Τόση δε ήταν η απραξία του Αλέξιου, ώστε όσοι αντιπαθούσαν τον Κυριάκον είχαν αρχίσει να λοξοκοιτούν προς την μεγάλην κονταρομαχίαν που θα γινόταν τον Δεκέμβριον. Ποίος άραγε θα ελάμβανε το χρίσμα της ιστορικής παρατάξεως των πάλαι ποτέ πασόκων λεγόμενων; Ο Λοβέρδος ο Δεξιόστροφος; Ο Αντρουλάκης ο Ήπιος; Ή μήπως ο Γεωργάκης ο του Ανδρέα, οίος είχε ξαναγεννηθεί από τες στάχτες και τα γράσα του ποδηλάτου του και ήταν πανέτοιμος για νέες λαμπρές περιπέτειες σαν εκείνες που μας είχε χαρίσει προ δεκαετίας;
Ο Κυριάκος ενδιαφερόταν τα μάλα δια την πασοκομαχίαν, μα πού να βρει χρόνον για να την απολαύσει με την ησυχίαν του… Όλο κάτι συνέβαινε και τον αποσπούσε από τις μικρές χαρές της ζωής. Να, τις προάλλες, μία ξινή Ολλαντέζα με κατακόκκινη καπελαδούρα ετρύπωσε, γύρευε πώς, εις το παλάτιον και εξεστόμισε κάτι ενοχλητικά, δια πρόσφυγες που πνίγονταν και άλλα τέτοια ανήκουστα. Μα ο Κυριάκος δεν έμεινε με τες χείρες σταυρωμένες. Ιερά αγανάκτησις τον συνεπήρεν και ποίος είδε τον Θεόν και δεν τον φοβήθηκε.
«Έχεις πάγει κυρά μου εις την Σάμον;» της είπεν έμπλεος οργής. «Ε; Έχεις πάγει;».
«Ναι, έχω πάγει» του απήντησε η Ολλαντέζα.
«Και εγώ έχω πάγει!» την ετάπωσεν ο Κυριάκος. «Και όχι μόνο στην Σάμον. Και στην Χάλκην και στην Ερμιόνην…. Κάθε σουκού παίρνω την πριγκίπισσα Μαρέβαν και κάνουμε μικρές αποδράσεις. Και όταν έχει καλό καιρό κάνουμε και μπάνιο! Άμε το λοιπόν που μας ήλθες εδώ με την καπελαδούρα σου να μας κάμεις την καμπόσην!».
Και άπαντες έσπευσαν να τον συγχαρούν που εκατατρόπωσε την κακιάν Ολανδέζα και έσωσε το γόητρο της Ελλάδος. Διότι πού ακούστηκε δημοσιογράφος να ρωτάει τέτοια πράγματα! Χάθηκαν δηλαδή οι ερωτήσεις;
Και έτσι περνούσαν οι ημέρες εις το Θέμα της Ελλάδος…