Πολιτικη & Οικονομια

Η συμφωνία που σφράγισε την τύχη του Γιώργου Παπανδρέου

Η Μέρκελ αλλά και ο Ομπάμα διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη λύση που δόθηκε.

Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 805
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για το κούρεμα του ελληνικού χρέους: Ο ρόλος της Άνγκελα Μέρκελ και του Μπάρακ Ομπάμα και οι επιφυλάξεις της Ευρώπης

«Φταίω εγώ ή στ’ αλήθεια δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα διάλειμμα;» Είναι ο Ομπάμα ο οποίος απευθύνεται στον υπουργό του επί των Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ. Θέμα της συζήτησής τους, κάπου στις αρχές του 2010, είναι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Η Αμερική κάνει τα πρώτα της βήματα μετά την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης του 2008, και η μεγάλη ανησυχία της είναι μια νέα αναστάτωση στις αγορές κεφαλαίου που θα έπληττε και την αμερικανική οικονομία. Κάτι τέτοιο πίστευαν ότι θα μπορούσε να συμβεί αν η Ελλάδα χρεοκοπούσε και αναγκαζόταν να βγει από το ευρώ. Παρά τις πιέσεις τους, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονταν απρόθυμοι αλλά και ανίκανοι να συμφωνήσουν σε ένα αποτελεσματικό πακέτο βοήθειας. «Έτσι, από το πουθενά», συνεχίζει ο Ομπάμα, «η σταθεροποίηση της Ελλάδας έγινε ξαφνικά μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής και της εξωτερικής μας πολιτικής».

Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την κατάρρευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Η «επέτειος» συμπίπτει με την αποχώρηση της κυρίας Μέρκελ από την πολιτική. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, η ίδια είχε ομολογήσει ότι ζήτησε «πολλά» από τους Έλληνες. Ήταν προφανώς μια προσπάθεια να κλείσει μια πληγή στις σχέσεις της με την ελληνική κοινή γνώμη. Μια σχέση η οποία δοκιμάστηκε σκληρά από τα Μνημόνια. Όμως πολλά ερωτήματα σε σχέση με τις αποφάσεις εκείνης της περιόδου παραμένουν αναπάντητα. Ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι πώς η διαπλοκή διαμετρικά αντίθετων συμφερόντων, πολιτικών αντιλήψεων και προσωπικών επιδιώξεων οδήγησαν το 2010 σε ένα αλυσιτελές πακέτο σωτηρίας για την Ελλάδα με καταστροφικές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Η Μέρκελ αλλά και ο Ομπάμα διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη λύση που δόθηκε. Ως έναν βαθμό καθόρισαν και τις πολιτικές τύχες του Γιώργου, ο όποιος σήμερα διεκδικεί μια άτυπη ρεβάνς.

Όπως είναι γνωστό, για τη διαμόρφωση και την υλοποίηση του Μνημονίου αξιοποιήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ήταν το μόνο που είχε ανάλογη εμπειρία στη διάσωση χωρών που βρίσκονταν υπό χρεοκοπία. Μια καλή αρχή, λοιπόν, είναι το γιατί το Ταμείο αποδέχθηκε μια τόσο κακή λύση. Το ίδιο το Ταμείο, από την πρώτη στιγμή, είχε σοβαρές επιφυλάξεις για το πακέτο σωτηρίας. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης για την έγκριση της βοήθειας, «η πλειοψηφία σχεδόν» του Συμβουλίου των Διοικητών πίστευε ότι το πρόγραμμα δεν θα έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Θεωρούσαν ότι οι προβλέψεις ήταν «άγρια αισιόδοξες» και ότι οι όροι θα φόρτωναν στην Ελλάδα ένα «βάρος-μαμούθ», το οποίο η χώρα δεν θα μπορούσε να σηκώσει. Από την πλευρά της διοίκησης του Ταμείου, ωστόσο, δεν άφηναν πολλά περιθώρια επιλογής. «Πρέπει να είμαι ξεκάθαρος σε ορισμένα σημεία», είπε χαρακτηριστικά στη διάρκεια της συνεδρίασης ο Τζον Λίπσκι, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου. «Δεν υπάρχει σχέδιο Β, υπάρχουν σχέδιο Α και η αποφασιστικότητα να κάνουμε το σχέδιο Α να πετύχει. Κι αυτό είναι». Έτσι και έγινε, παρά τις ζωηρές ενστάσεις που διατυπώθηκαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, για να συμμετάσχει στη βοήθεια το ΔΝΤ, παραβίασε τους ίδιους τους δικούς του όρους λειτουργίας. Κατ’ αρχάς ως προς το ύψος της βοήθειας, το οποίο έφτασε να είναι 32 φορές όσο η ελληνική συμμετοχή στα κεφάλαια του Ταμείου. Ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια που έχει δοθεί ποτέ σε χώρα. Ωστόσο, η σοβαρότερη παρέκκλιση ήταν η απόφασή του να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση μιας χώρας της οποίας το χρέος δεν κρίνεται βιώσιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, για να συμμετάσχει το Ταμείο, θα πρέπει να έχει προηγηθεί «κούρεμα» του χρέους. Κάτι το οποίο, βέβαια, δεν έγινε. Τεχνικά, η παρέκκλιση από τους κανόνες επιτεύχθηκε με την τροποποίησή τους από τον τότε διευθυντή του Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν. Σύμφωνα με αυτήν, το Ταμείο θα μπορούσε να συμμετάσχει στη βοήθεια χώρας η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις, αν η χρεοκοπία της αποτελούσε συστημικό κίνδυνο για τη σταθερότητα του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Η Ελλάδα, παρά το μικρό της μέγεθος, ως χώρα της Ευρωζώνης, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει έναν τέτοιο κίνδυνο.

Στο επίκεντρο των διαφωνιών ήταν, βέβαια, το αν θα πρέπει να προηγηθεί «κούρεμα» του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο. Κάτι το οποίο κατέστη τελικά αναπόφευκτό, αφού όμως προηγουμένως η οικονομική κατάσταση στη χώρα είχε επιδεινωθεί δραματικά, ενώ και το χρέος είχε εκτιναχθεί. Το ζήτημα έλαβε και πολιτικές διαστάσεις στην Ελλάδα, καθώς η τότε κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι αδράνησε και δεν επέμεινε στην αναδιάρθρωση, βάζοντας τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο.

Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης υποστήριξε ότι αυτό έγινε λόγω της κυβερνητικής ανεπάρκειας, «δεν ήξερε να κάνει αλλιώς», έγραψε χαρακτηριστικά. Και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, όμως, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε την υποστήριξη του Στρος Καν για το «κούρεμα» του χρέους. Όσο για το ίδιο το ΔΝΤ, πολύ αργότερα, σε έκθεσή του για την αξιολόγηση του προγράμματος, ισχυρίστηκε ότι δεν επέμεινε στο «κούρεμα» επειδή διαφωνούσαν οι Ευρωπαίοι. Ισχυρισμός ο οποίος προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του τότε επιτρόπου για τα Οικονομικά Όλι Ρεν. Σε συνέντευξή του μάλιστα στους Financial Times είπε ότι ο Στρος Καν δεν έθεσε ποτέ θέμα αναδιάρθρωσης. Αυτή την εκδοχή επιβεβαιώνει ουσιαστικά και ο Ρουμελιώτης, σημειώνοντας ότι η θέση του Στρος Καν ήταν η κυβέρνηση να επιδιώξει την αναδιάρθρωση «αμέσως μετά την επίτευξη της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας». Ούτε αυτός, με άλλα λόγια, υποστήριξε την αναδιάρθρωση πριν από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Κι αυτό για να μην προκαλέσει αντιδράσεις από την πλευρά των Ευρωπαίων ηγετών, που είχαν τον φόβο ότι ένα ελληνικό «κούρεμα» θα αποδυνάμωνε την πιστοληπτική θέση άλλων χωρών της περιφέρειας.

Η αλήθεια είναι ότι στην Ευρώπη υπήρχαν επιφυλάξεις για ένα ελληνικό «κούρεμα». Αυτός που παρέμεινε έως το τέλος κατηγορηματικά αντίθετος ήταν ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό χρέος «κουρεύτηκε» μετά την αποχώρησή του από τη διοίκηση της ΕΚΤ. Ακόμα και τον Απρίλιο του 2011, μάλιστα, όταν είχε πια φανεί ότι το πρώτο Μνημόνιο είχε οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδο, απειλούσε με διακοπή της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, αν η Ελλάδα προχωρούσε έστω και σε εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους. Η άμεση συνέπεια μιας τέτοιας κίνησης, έγραφε ενδεικτικά στην «Καθημερινή» ο Γιάννης Παλαιολόγος, «θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η εκτύπωση εγχώριου νομίσματος για να αποφευχθεί ο ξαφνικός θάνατος των Τραπεζών».

Η απειλή αυτή ήταν και ο λόγος που η κυβέρνηση, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, αντιμετώπιζε ως «red herring», δηλαδή ως αντιπερισπασμό, κάθε συζήτηση για αναδιάρθρωση πριν από την επίτευξη της συμφωνίας για το πρώτο Μνημόνιο. Τουλάχιστον στις επίσημες διαπραγματεύσεις, γιατί στο εσωτερικό από την πρώτη στιγμή ο σύμβουλός της Ματιέ Πιγκάς, επικεφαλής της Λαζάρ, είχε ξεκαθαρίσει ότι το πρόβλημα του χρέους ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης και όχι απλώς ρευστότητας. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να καταστεί βιώσιμο για να μπορέσει η Ελλάδα να ξαναβγεί στις αγορές. Ο σχετικός προβληματισμός υπήρχε στο οικονομικό επιτελείο από την αρχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου έθεσε το θέμα, και μάλιστα δημόσια, υπό μορφή ερωτήματος στον Λάρι Σάμερς, στενό σύμβουλο του Μπαράκ Ομπάμα, στη διάρκεια συζήτησης που είχαν στη Λέσχη Bilderberg τον Ιούνιο του 2010, πριν καν γίνει δηλαδή η πρώτη αξιολόγηση της τρόικας! «Μου εξέφρασε την έκπληξή του για το γεγονός ότι είχα θέσει το ζήτημα αυτό δημόσια», σχολίασε ο Έλληνας υπουργός.

Η αλήθεια είναι ότι ανάλογος προβληματισμός υπήρχε και στο Eurogroup. Είναι ενδεικτική η αναφορά του Μπαράκ Ομπάμα στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ  Τίμοθι Γκάιτνερ με τους ομολόγους του στην Ευρώπη: «Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι», γράφει στο βιβλίο του, «επέμεναν ότι, για να έχει πρόσβαση ένα κράτος-μέλος στο Ταμείο, θα έπρεπε να έχει υποστεί ένα υποχρεωτικό “κούρεμα”… Αυτό το συναίσθημα ήταν απολύτως κατανοητό, σε τελευταία ανάλυση ο τόκος που οι δανειστές χρεώνουν σε ένα δάνειο υποτίθεται ότι συνυπολογίζει και τον κίνδυνο χρεοκοπίας του δανειζόμενου. Στην πράξη, ωστόσο, κάθε απαίτηση για “κούρεμα” θα έκανε το ιδιωτικό κεφάλαιο απρόθυμο να δανείσει ξανά χώρες που είχαν υψηλό χρέος όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία, ακυρώνοντας έτσι τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκε το τείχος προστασίας».

Πιο ακραία θέση υπέρ του «κουρέματος», και μάλιστα με ανοιχτή χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ, είχε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Το έχει αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξή του στους Financial Times το 2019. Είχε χρησιμοποιήσει μάλιστα το ίδιο επιχείρημα που είχε επικαλεστεί στη συνάντησή του με τον Βαγγέλη Βενιζέλο, τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν και πάλι είχε προτείνει «φιλική» έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. «Του είπα [του Παπακωνσταντίνου] ότι πρέπει να μπορείς να κάνεις υποτίμηση, δεν είστε ανταγωνιστικοί». Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται «δύσκολα επιτυγχάνονται σε μια Δημοκρατία. Γι’ αυτό πρέπει να βγείτε από το ευρώ για ένα διάστημα. Όλοι όμως έλεγαν πως δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα για κάτι τέτοιο». Η συνέντευξη είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Είμαι αρκετά πεισματάρης».

Η ιδέα του Σόιμπλε δεν «περπάτησε», κι είναι προφανές ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε η θέση της Άνγκελα Μέρκελ. Στη Γερμανία είχαν διατυπωθεί δύο θεωρίες. Η μία ήταν η θεωρία της αλυσίδας που πρέσβευε ο Σόιμπλε. Σύμφωνα με αυτή, η Ελλάδα ήταν ο αδύναμος κρίκος και, αν αποχωρούσε, τότε η αλυσίδα, δηλαδή η Ευρωζώνη, θα γινόταν πιο δυνατή. Θα ήταν και μια καλή προειδοποίηση για άλλους «απείθαρχους». Η Μέρκελ, ωστόσο, πρέσβευε τη θεωρία του ντόμινο, ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας θα παρέσυρε και άλλες χώρες, την οποία υιοθετούσαν και οι περισσότεροι  Ευρωπαίοι ηγέτες.

Είναι πολύ πιθανό, ωστόσο, ότι το θέμα δεν κρίθηκε μόνο από τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Εκείνος ο οποίος έριξε το βάρος του υπέρ της παραμονής της Ελλάδας αλλά και εναντίον μιας προηγούμενης αναδιάρθρωσης του χρέους φαίνεται ότι είναι ο Ομπάμα. Στο βιβλίο του το λέει σχεδόν καθαρά. «Η Μέρκελ», γράφει, «με διαβεβαίωσε ότι δεν θα κάνουμε άλλη μια Lehman». Εκείνη την περίοδο αυτή ήταν η μεγάλη αγωνία του Αμερικανού προέδρου, καθώς προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν την αμερικανική οικονομία. Έχει ενδιαφέρον ότι στο βιβλίο του, όσον αφορά το θέμα του ελληνικού χρέους, αναφέρεται στη θέληση των Ευρωπαίων να επιβάλουν τη «δικαιοσύνη της Παλαιάς Διαθήκης». Να τιμωρήσουν δηλαδή και όσους έσπευσαν να δανείσουν την Ελλάδα κερδοσκοπώντας. Η αναφορά παραπέμπει προφανώς στη διαγραφή των χρεών κάθε 7 χρόνια σύμφωνα με τη Βίβλο. Ακριβώς την ίδια φράση χρησιμοποιεί και σε άλλο ένα σημείο του βιβλίου του, όταν, όπως γράφει, εξετάζει τη λύση της εθνικοποίησης για τα χρεοκοπημένα πιστωτικά ιδρύματα αντί να τα στηρίζει με τα εκατομμύρια των Αμερικανών φορολογουμένων. Πείθεται όμως να μην το κάνει για τους ίδιους λόγους που επικαλείται και στην περίπτωση της Ελλάδας, την αποθάρρυνση δηλαδή των επενδυτών.

Την κατηγορηματική αντίθεση των ΗΠΑ προς την αναδιάρθρωση του χρέους επιβεβαίωσε ο Γκάιτνερ και στη συνάντηση που είχε με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου την επομένη του Καστελλόριζου. «Ο Γκάιτνερ μου τόνισε και αυτός ότι για τις ΗΠΑ, και άρα και για το ΔΝΤ, το ζήτημα της αναδιάρθρωσης ήταν εκτός συζήτησης». Τον βαρύνοντα όμως ρόλο της Lehman στην απόφαση να μην αναδιαρθρωθεί το ελληνικό χρέος επιβεβαίωσε πολλά χρόνια αργότερα και ένας δικός μας, ο Πολ Τόμσεν, σε ομιλία του στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE το 2019, επισημαίνοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα συμφωνήθηκε 18 μόλις μήνες μετά τη χρεοκοπία του αμερικανικού κολοσσού. Στην ίδια ομιλία παραδέχθηκε ότι, αν το PSI είχε γίνει εγκαίρως, το χρέος θα είχε μειωθεί κατά 18 μονάδες του ΑΕΠ και θα είχαμε ένα πιο ήπιο και γι’ αυτό λιγότερο άδικο Μνημόνιο.

Η ύπαρξη μιας, άγνωστης σε εμάς, συμφωνίας Ομπάμα - Μέρκελ για τη διάσωση της Ελλάδας, χωρίς προηγούμενη αναδιάρθρωση του χρέους, εξηγεί πολλά παράδοξα. Κυρίως σε σχέση με το ΔΝΤ, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχουν οι ΗΠΑ. Κατ’ αρχάς, τον σχεδόν τελεσιγραφικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε το πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας στο Συμβούλιο των Διοικητών. Επίσης, την παραβίαση των όρων του ΔΝΤ για την παροχή βοήθειας σε ένα χρεοκοπημένο κράτος. Και βέβαια το ύψος της βοήθειας, που ήταν πολλαπλάσιο από όσα κανονικά θα μπορούσε να διεκδικήσει η Ελλάδα. Εξηγεί ακόμα γιατί ο Στρος Καν δεν εξέφρασε την παραμικρή αντίρρηση, παρότι ο ίδιος προσωπικά θεωρούσε ότι το πρόγραμμα, χωρίς «κούρεμα», δεν θα έσωζε την Ελλάδα. Πιθανότατα βέβαια να μέτρησαν και πιο προσωπικοί λόγοι. Καθώς λογάριαζε, πριν από τη σύλληψή του, να είναι υποψήφιος πρόεδρος στη Γαλλία, ήθελε πάση θυσία να μετάσχει το ΔΝΤ στη διάσωση μιας χώρας της Ευρωζώνης. Τι καλύτερη διαφήμιση για τον ίδιο, για χάρη της οποίας μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια.

Κάπως έτσι καταλήξαμε στη συμφωνία που καθόρισε την τύχη της Ελλάδας. Η Μέρκελ ικανοποίησε το αίτημα του Ομπάμα να μην «κουρευτεί» το χρέος, κι αυτός της το ανταπέδωσε προσφέροντάς της το ΔΝΤ… στο πιάτο. Χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις, δηλαδή, για ένα προβληματικό και εξαρχής καταδικασμένο πακέτο σωτηρίας. Εδώ αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι έως την τελευταία στιγμή όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ήταν αντίθετοι με την εμπλοκή του ΔΝΤ. «Είναι για την Μπουρκίνα Φάσο», είχε πει ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, λίγες μόνο εβδομάδες πριν ανακοινωθεί επίσημα η συμμετοχή του. Το ότι μεταξύ των δανειστών πάντως που γλίτωσαν το «κούρεμα» ήταν και πολλές γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν σίγουρα πρόσθετο μπόνους. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες για να πετύχουν οι Γερμανοί, στην Ντοβίλ, να τεθεί ξανά το «κούρεμα» χρέους ως προϋπόθεση πια για τη βοήθεια σε μια χώρα. Αλλά και πάλι αυτό το πλήρωσε μόνον η Κύπρος.