Πολιτικη & Οικονομια

Οι σεισμοί, η κοινωνία και το κράτος

Η συζήτηση για έναν σεισμό, για μια φωτιά, παραμένει στη χώρα μας μια συζήτηση μεταξύ τεχνικών

Παναγιώτης Καρκατσούλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι σεισμοί, η κοινωνία, το κράτος και η αδυναμία πρόληψης και αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών

Οι φυσικές  καταστροφές έχουν τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν για τα ΜΜΕ την ιδεώδη συνθήκη επικοινωνίας: Είναι απρόβλεπτες, δημιουργούν τεράστια ένταση τόσο σ’ εκείνους που πλήττονται από την φυσική καταστροφή όσο και τους διασώστες. Κυρίως, όμως, καθηλώνουν τους τηλεθεατές. Τα ΜΜΕ αγαπούν τα κατεστραμμένα σπίτια, τα καμένα δάση, ακόμη περισσότερο τις φλόγες που πλησιάζουν, τους ανθρώπους που κοιμούνται στις τέντες, στα πάρκα η και στα αγροτικά.

Η συζήτηση για έναν σεισμό, για μια φωτιά, παραμένει στη χώρα μας μια συζήτηση μεταξύ τεχνικών. Να, τώρα, με τον σεισμό στην Κρήτη, οι σεισμολόγοι έχουν πιάσει στασίδι στα ΜΜΕ μιλώντας για πράγματα που ο μέσος άνθρωπος που του έχει γκρεμιστεί το σπίτι, ελάχιστα μπορεί να κατανοήσει και, σίγουρα, τίποτα δεν μπορεί να κάνει. 

Η Πολιτεία που στην δική μας περίπτωση εκφράζεται, κυρίως, μέσω της κεντρικής κυβέρνησης και, δευτερευόντως, της περιφερειακής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης σπεύδει, αλλά πάντα, βραδέως. Προέχει η «επικοινωνία», τουτέστιν, η δημιουργία της εντύπωσης στους πληγέντες και αστέγους ότι τα πράγματα/ η καταστροφή είναι υπό έλεγχο. Όλα θυσιάζονται στην τηλεοπτική εικόνα: Οι αποζημιώσεις, ιδίως, που μπορούν να χρυσώσουν το χάπι στους πληγέντες περιορίζονται στις επισκέψεις των μηχανικών που αξιολογούν την στατικότητα των κτιρίων με διαφορετικά χρώματα. Όταν οι κάμερες αποχωρούν, η διαδικασία των αποζημιώσεων συνεχίζεται με τον κανονικό της ρυθμό. Είναι δίδαγμα της κοινής πείρας ότι απαιτούνται χρόνια και λεφτά για να αποκατασταθεί ένα τμήμα της ζημιάς. 

Η διαδικασία είναι αργή, έχει στεγανά και εμπλοκή περισσότερων υπηρεσιών που λειτουργούν, όμως, ως silo, αντί για δίκτυο και καταλήγουν, πάντα, σε βάρος των κατεστραμμένων. Αρκεί να δει κανείς τις εκκρεμότητες, ακόμη και σήμερα, στο Μάτι. Για να μην αναφερθώ στην Σάμο και την συνδυασμένη καταστροφή, σεισμού και τσουνάμι, πριν από έναν, περίπου, χρόνο (30/10/2020). Αν θυμάστε, και εκεί η καταγραφή των κατεστραμμένων προχώρησε με ταχείς ρυθμούς αλλά, στη συνέχεια, τροχιοδρόμησε στους συνήθεις ρυθμούς της. Έτσι πριν από λίγες εβδομάδες, φέτος τον Αύγουστο, έγινε μια ακόμη σύσκεψη φορέων με σκοπό τον πολυπόθητο συντονισμό τους που, όσο κι αν εξαγγέλεται, δεν επιτυγχάνεται.

Εάν οι αποζημιώσεις είναι, κατά κάποιον τρόπο, τηλεοπτικά ελκυστικές, η πρόληψη, αντιθέτως, είναι ένα κεφάλαιο που δεν πουλάει. Ως εκ τούτου κανένας, ούτε τα ΜΜΕ ούτε η Πολιτεία δεν ασχολείται μ’ αυτήν. Για του λόγου το αληθές, στο παράδειγμα των σεισμών: Θα ελέγξει κανείς πόσες και ποιες Περιφέρειες έχουν ολοκληρώσει τον σχεδιασμό αντιμετώπισης των εκτάκτων αναγκών όπως και το σχέδιο άμεσης/βραχείας διαχείρισης των συνεπειών από την εκδήλωση των σεισμών; Η προθεσμία που έθετε ο νόμος έληξε στο τέλος Μαρτίου 2020.

 Θα ελέγξει, μήπως, κανείς εάν το Δημοτικό Συμβούλιο του συγκεκριμένου Δήμου Μινώας Πεδιάδας καθώς και των όμορων Δήμων έχει δώσει την έγκρισή του για ένα  αντίστοιχο επιχειρησιακό σχέδιο;

Θα μας πει κανείς, τελικά, ποιος συντονίζει ποιον; Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών που, κατά νόμο, έχει την αρμοδιότητα; Αν ναι, με ποιο, ακριβώς, σχέδιο, τους συντονίζει;

Οι άμεσα εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δηλαδή, το ΓΕΕΘΑ, η Πυροσβεστική, η Ελληνική Αστυνομία και το Λιμενικό Σώμα που οφείλουν να έχουν ένα πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο για τους σεισμούς στο οποίο συμβάλλουν για την εφαρμογή του μισή ντουζίνα Υπουργεία (Παιδείας, Πολιτισμού, Εσωτερικών, Εργασίας, Προεδρία Κυβέρνησης) και μια ολόκληρη ντουζίνα φορείς, εταιρείες και οργανισμοί από τον ΑΔΜΗΕ μέχρι την ΔΕΥΑ, το έχουν; Και με ποιον το έχουν διαβουλευτεί; Και τι έχουν κάνει για να το μάθουν οι πολίτες;

Η αδυναμία πρόληψης και αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών φάνηκε, με οδυνηρό τρόπο, και στις φωτιές του Αυγούστου. Ενώ, όμως, το πρόβλημα είναι πασιφανές, ότι δηλαδή δεν υπάρχει μια οργανωμένη δημόσια πολιτική αντιμετώπισής τους είτε αυτή λέγεται Πολιτική Προστασία είτε ο,τιδήποτε άλλο, η έμφαση συνεχίζει να δίνεται σε δράσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα και στην καλλιέργεια της αντίληψης ότι οι καταστροφές συνδέονται με δύσκολα και μυστήρια φαινόμενα, τα οποία πρέπει ή μπορούν να τα ερμηνεύουν μόνο ειδικοί επιστήμονες.

Η Πολιτική Προστασία αποτελεί, όμως, εδώ και τουλάχιστον μισόν αιώνα, στον αναπτυγμένο κόσμο, μια δημόσια πολιτική που αξιολογείται ως ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας. Η Πολιτεία σ’ αυτές τις χώρες δεν σχολιάζει την ένταση των φυσικών φαινομένων, αλλά παίρνει μέτρα, ώστε να αμβλύνει τις συνέπειές τους. Η επιτυχία των πολιτικών αντιμετώπισης των καταστροφών συναρτάται, βεβαίως, προς την ωριμότητα των θεσμών και την εν γένει ανάπτυξη του κράτους που πλήττεται απ’ αυτές. Έτσι, η ίδιας έντασης καταστροφή σε μια χώρα της υπο-σαχάριας Αφρικής και στον Καναδά, θα βιωθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο.  

Η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει μια ιδιοτυπία. Τα αποτελέσματα από τις φυσικές καταστροφές είναι αποθαρρυντικά αλλά αυτό δεν σχετίζεται με την έλλειψη μέσων. Διαθέτουμε επαρκή αριθμό πυροσβεστών, πτητικών μέσων, εθελοντικών οργανώσεων και ειδικών. Το πρόβλημα των κακών επιδόσεών μας εστιάζεται, ακόμη μια φορά, στην κακοδιοίκηση. Την κακοδιοίκηση, δε, γεννάει και τρέφει το παντοδύναμο και τα πάντα κινούν πελατειακό σύστημα. Ακόμη και η μικρότερη μεταρρύθμιση, όπως για παράδειγμα, η αντιστοίχιση των γεωγραφικών περιοχών με συγκεκριμένους κινδύνους που θα είχε ως αποτέλεσμα την διαφοροποίηση των διατιθέμενων πόρων και μέσων, δεν έχει τελεσφορήσει. Όταν κάποιες περιοχές θα πάρουν λιγότερα, επειδή οι πιθανολογούμενοι κίνδυνοι εκεί είναι λιγότεροι, κι αυτό στο σύστημα διακυβέρνησής μας που είναι άρρηκτα πελατειακό, φαντάζει ως εγκατάλειψη και καταστροφή, τότε μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει τι είναι εκείνο που εμποδίζει την διοίκησή μας να οργανώσει μια ορθολογική και αξιόπιστη δημόσια πολιτική αντιμετώπισης των καταστροφών.

Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η οργάνωση του νέου Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας στη βάση ενός στρατηγικού οράματος και ενός αξιόπιστου επιχειρησιακού σχεδίου. Ακόμη κι αυτό, όμως, χρειάζεται θάρρος και αψήφιση των ειδικότερων διαφερόντων ομάδων, παραγόντων και λοιπών παρεπιδημούντων στα κέντρα εξουσίας. Υπάρχει;