Πολιτικη & Οικονομια

Ο Μίκης Θεοδωράκης και το σύνδρομο της μπετονιέρας

Είναι πιο δύσκολο να συνυπάρχεις από το να εκδικείσαι...

Κώστας Κυριακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κώστας Κυριακόπουλος σχολιάζει όσα συνέβησαν κατά την τελετή αποχαιρετισμού στον Μίκη Θεοδωράκη, τη στάση του ΚΚΕ και τους εμφυλιοπολεμικούς δογματισμούς.

Εδώ και μέρες στον ελληνικό δημόσιο λόγο γυρίζει με πολύ θόρυβο μια… μπετονιέρα. Δεν πρόκειται για φαινόμενο αλλά για σύνδρομο και μάλιστα αυτοάνοσο, χαραγμένο βαθιά στη συλλογική συμπεριφορά. «Στην εν μέσω ρευμάτων περιφερόμενη μάζα», που έγραφε και ο Χατζιδάκις στην επιστολή του προς τον εξόριστο στην Ικαρία Μίκη Θεοδωράκη, τον Αύγουστο του 1947.

Και τι ανακατεύει με τόσο θόρυβο αυτή η μπετονιέρα; Έχει στον τεράστιο κάδο της ένα πολύπλοκο μείγμα από μαζικές ψευδαισθήσεις, συναισθηματικές ανεπάρκειες, εχθροπάθειες, πολιτική τύφλωση, ελληνική κουτοπονηριά, ανατολίτικα κατάλοιπα, αντιδυτικισμό, αντισυστημισμό, αντιεπιστημονισμό, βαρβαρολογίες. Καλά, θα πείτε, τα ξέρουμε αυτά. Αλλά άντε να πεις σε έναν από τους τύπους που άρπαξαν την κόκκινη σημαία με το στυλιάρι από κάτω, που το ’χει για να σπάει και κάνα κεφάλι, ότι όταν πάμε σε κηδείες ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια ένα πρότυπο ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πρώτα από όλα σέβεται τον ίδιο τον νεκρό. Ότι το ιερότερο πράγμα εκείνη την ώρα είναι ο νεκρός, η απουσία του και ό,τι αυτή σημαίνει για τις ζωές όσων μένουν πίσω, η μεταφυσική ψευδαίσθηση της συνέχισης της ύπαρξης σε κάποιον άλλο κόσμο, τα κομμάτια που είχε χτίσει στην ψυχή και στη ζωή σου αυτός που πέθανε. Πόσω μάλλον αν ήταν ένα είδωλο μιας ολόκληρης εποχής, άλλοτε ταραγμένης, άλλοτε πιο ήρεμης, άλλοτε απλώς υποψιασμένης. Και τις σφράγισε όλες. Άλλες φορές με την ορμή ενός τυφώνα και άλλοτε σαν απλός άνεμος. Πάντα, όμως, με την ορμή και τον δικό του ρυθμό. Πόσω μάλλον αν ο νεκρός από μόνος του είναι ένα ολόκληρο ιστορικό γεγονός με δύο βασικά χαρακτηριστικά, όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα, όπως μας τα έμαθαν από το Λύκειο κιόλας: Μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τι να του πεις του τύπου με το στυλιάρι στα χέρια που πήγε στη Μητρόπολη για να κράξει αγνοώντας ακόμα και τα πιο βασικά της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής ηθικής, στο όνομα της οποίας φωνάζει κραδαίνοντας το πάνω μέρος του ροπάλου, το μέρος με την κόκκινη σημαία και το σφυροδρέπανο.

Και δεν φταίει -κατ’ ανάγκην- μόνο το κόμμα του για αυτό. Φταίει περισσότερο το σύνδρομο της μπετονιέρας. Ιδίως όταν έρχεται και ακουμπάει δίπλα σε ένα άλλο σύνδρομο που τα τελευταία χρόνια πάνε πακέτο: Το σύνδρομο της γαλαρίας. Αυτών που επιλέγουν να κάθονται πάντα στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου όταν πηγαίνουν εκδρομή για να πουλάνε αντισυμβατικότητα, να βαυκαλίζονται ότι είναι διαφορετικοί από όλους τους άλλους, να κράζουν ομαδικά έχοντας τη λογική του «ντου». Δωρεάν μαγκιά, πασπαλισμένη με μπόλικες δόσεις αντισυστημισμού και ιδεολογικού τσαμπουκά που προσπαθούν σαν κακοφτιαγμένο μακιγιάζ να κρύψουν τις βαθιές ρωγμές που έχει αφήσει στο δέρμα τους η χρόνια κοινωνιοπάθειά τους.

Και από την άλλη πλευρά, το κόμμα που «κάλεσε» αυτόν τον τύπο με το στυλιάρι στη Μητρόπολη φταίει για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Διότι δεν ισχύει αυτό που φέρεται να είπε ο Δημ. Κουτσούμπας στον Κυρ. Μητσοτάκη όταν ο δεύτερος τού έκανε αυστηρή παρατήρηση, βγαίνοντας από την Μητρόπολη, μετά τα υβριστικά συνθήματα εις βάρος του. Ο γ.γ. του ΚΚΕ φέρεται να του είπε ότι «δεν μπορείς να σταματήσεις τους ανθρώπους». Και δεν ισχύει γιατί δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες «ανεξέλεγκτες» καταστάσεις το συνήθως αυστηρό, σχεδόν στρατιωτικά πειθαρχημένο μπλοκ του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

Και για τι άλλο φταίει το κόμμα του; Γιατί τον έχει διαπαιδαγωγήσει -αγαπημένη λέξη η «διαπαιδαγώγηση» σε αυτό το κόμμα- στη λογική του Εμφυλίου, στο να παίρνει πιστοποίηση κομματικής συνέπειας από την κατασκευή εχθρών, να δίνει νόημα στην ύπαρξή του από την εχθροπάθεια. Αλλιώς δεν υπάρχει, δεν έχει λόγο να υπάρχει. Τον έχει εκπαιδεύσει στην κατά παραγγελία Ιστορία. Είναι γνωστό, άλλωστε, βάσει τη συγκεκριμένης κομματικής προσέγγισης της Ιστορίας, ότι τα Δεκεμβριανά του 1944 δεν ήταν ένα από τα πρώτα συγκλονιστικά κεφάλαια, προανάκρουσμα σχεδόν, του αιματηρού Εμφυλίου που οδήγησε σε μία από τις οδυνηρότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας αλλά «κορυφαία στιγμή αντίστασης στα ξένα και ντόπια κέντρα». Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε δόγματος αυτής της κομματικής κατηγορίας: Όσο εύκολα κατασκευάζει «προδότες» τόσο εύκολα φτιάχνει και «ήρωες». Εξαρτάται από το πόσο βολεύει την υπόθεση της «τελικής νίκης».

Αν κοιτάξει κανείς τη μεγάλη εικόνα, θα δει και πάλι αυτήν την μπετονιέρα. Να ανακατεύει με φασαρία όλα αυτά μαζί και να ρίχνει το πηχτό της μείγμα καθημερινά και παντού. Και, βεβαίως, τη δουλειά την κάνουν πολύ πιο εύκολη τα πληκτρολόγια. Ο θάνατος του Μίκη μάς θύμισε απότομα όσα κάποτε προσδοκούσαμε και στην πορεία της ζωής απέκτησαν άλλες ερμηνείες και νοήματα. Όσα θέλαμε να υπάρξουν και δεν υπήρξαν. Όσα αλλάξαμε χωρίς να ηττηθούμε από τη ματαίωση, ούτε και επιδιώκουμε «τα όνειρά μας να εκδικηθούν». Είναι πιο δύσκολο να συνυπάρχεις από το να εκδικείσαι…