Πολιτικη & Οικονομια

Οι πειρατές, η γάτα και ο διάλογος με την Τουρκία

Μην έχουμε όμως αυταπάτες. Η μόνη βιώσιμη στρατηγική παραμένει ο διάλογος με τελική παραπομπή στη Χάγη

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τα ελληνοτουρκικά, τη στάση Ελλάδας και Τουρκίας και τις συμμαχίες των δύο χωρών

«Είναι δυνατόν να συζητάμε με "πειρατές"» αναρωτιόταν πριν από λίγες εβδομάδες ο Αντώνης Σαμαράς; Ήταν οι μέρες που είχε επιτευχθεί η συμφωνία για την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία. Έτσι διατυπωμένη η ερώτηση, ωστόσο, άφηνε κενά. Διότι οι πειρατές δεν θα πάψουν ποτέ να είναι πειρατές. Τι  θα κάνουμε λοιπόν, δεν πρόκειται να συζητήσουμε ποτέ και για τίποτα με την Τουρκία; Για να μην πούμε ότι πειρατές ήταν και χθες, όταν επί κυβέρνησης Σαμαρά συνεχίζονταν κανονικά οι συνομιλίες. Η αντίφαση έβγαζε μάτι για να μείνει χωρίς διευκρινίσεις.

Τον ρόλο ανέλαβε το alter ego του Αντώνη Σαμαρά, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του διατύπωσε μια δικαιολογία μάλλον τραβηγμένη από τα μαλλιά. Ναι, έγραψε, συνομιλούσαμε, αλλά τότε δεν υπήρχε το τουρκολυβικό μνημόνιο. Πράγμα που σημαίνει ότι το μνημόνιο, κατά τον Λαζαρίδη, είναι μεγαλύτερη πρόκληση, για παράδειγμα, από την επίσημα διατυπωμένη «απειλή πολέμου», από τις γκρίζες ζώνες ή από την αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας,  τουλάχιστον για μια σειρά από βραχονησίδες. Ένα ζήτημα δηλαδή που έτσι κι αλλιώς πήρε μια δυνατή απάντηση με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες, είναι σοβαρότερο από τις ευθείες απειλές.

Ίσως επειδή κατανοεί την αδυναμία του επιχειρήματος, ο Λαζαρίδης επικαλείται και κάτι ακόμα. Έχουμε κάνει μια σειρά πολύ σημαντικές συμμαχίες στην περιοχή, σημειώνει, αν εμφανιστούμε ωστόσο ότι πάμε μόνοι μας να κλείσουμε συμφωνίες, αποδεχόμενοι τετελεσμένα, τότε θα γίνουμε αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Το γιατί όμως δεν είναι σαφές. Κατ' αρχήν τον τελευταίο καιρό, τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο, η Τουρκία προσπαθεί να έρθει σε κάποιου είδους συνεννόηση, γίνονται μάλιστα και οι σχετικές επαφές. Είναι ενδεικτική η 40λεπτη συνομιλία που είχε προ ημερών ο Ερντογάν με τον νέο ισραηλινό πρόεδρο, στην διάρκεια της οποίας συμφώνησαν να συνεχιστούν οι προσπάθειες για την βελτίωση των σχέσεων. Οι δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών, αναφέρει σχετικό ανακοινωθέν στον ισραηλινό τύπο, είναι εξαιρετικά σημαντικοί «για την ασφάλεια και την σταθερότητα» στην περιοχή. Οι υπόλοιποι δηλαδή θα συνομιλούν κι εμείς, κατά τον Λαζαρίδη, θα περιμένουμε στη γωνία, δήθεν για να μη φανούμε αναξιόπιστοι.

Πρόκειται προφανώς για παραλογισμό ο οποίος ξεκινά από μια στρεβλή αντίληψη για τις «συμμαχίες». Η εποχή που μια χώρα συνέδραμε μια σύμμαχο όταν δεχόταν επίθεση ήταν ο 19ος αιώνας. Σήμερα, για να το πούμε διαφορετικά, σε περίπτωση ανάφλεξης, κανείς δεν θα προστρέξει. Ωραία τα κοινά γυμνάσια, σημαντική η μεταφορά τεχνολογίας, ως εκεί όμως. Η έννοια της συμμαχίας, περισσότερο από κάθε τι άλλο,  είναι μια συμφωνία για τους όρους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η αξιοποίηση των όποιων κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μια συμμαχία δηλαδή που επιζητά τελικά και την συμμετοχή της Τουρκίας,  εφόσον αποδεχθεί αυτούς τους όρους. Με αυτή την έννοια μια συμφωνία της Ελλάδος για το Αιγαίο θα συνέβαλε παρά θα μείωνε την αξιοπιστία της χώρας.

Θα συζητάμε λοιπόν άνευ όρων ό,τι και αν κάνει η Τουρκία; Θα αποδεχθούμε με άλλα λόγια μια πολιτική «φινλανδοποίησης» της χώρας, όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του διαλόγου; Προφανώς όχι. Για την έναρξη των διερευνητικών ο όρος για παράδειγμα, ήταν να σταματήσουν οι τουρκικές έρευνες στο Αιγαίο. Έχει ενδιαφέρον ωστόσο να δούμε πότε δημιουργούνται συνήθως τα τετελεσμένα: όταν οι συνομιλίες καταρρέουν, όταν η προοπτική λύσης απομακρύνεται. Οι εξελίξεις στο κυπριακό είναι ή θα έπρεπε να είναι απόλυτα διαφωτιστικές. Ο Λαζαρίδης βέβαια υπερηφανεύεται ότι η περίοδος της πρωθυπουργίας Σαμαρά ήταν περίοδος ύφεσης με την Τουρκία. Προφανώς εννοεί ότι αυτό συνέβη παρά την γνωστή σκληρή στάση του πρωθυπουργού. Μήπως αυτό όμως οφειλόταν ακριβώς και στο ότι συνεχιζόταν ο διάλογος;

Οι ενστάσεις στην ανάγκη διαλόγου δεν εξαντλούνται σε αυτά τα επιχειρήματα. Ο Γιάννης Πρετεντέρης, για παράδειγμα, θεωρώντας ευχολόγια τα περί προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, έγραφε το προηγούμενο Σάββατο ότι καλό είναι το ευχέλαιο καλύτερα όμως να πάρουμε και καμιά γάτα! Αλλά βέβαια αυτό κάνουμε δεκαετίες τώρα, ξοδεύουμε δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς. Αναλογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε την ακριβότερη «γάτα» του κόσμου. Την έχουμε χρυσοπληρώσει ξανά και ξανά χωρίς να δούμε χαΐρι. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι χωρίς τις δαπάνες για αμυντικούς εξοπλισμούς θα είχαμε ενδεχομένως αποφύγει την χρεοκοπία. Για να μη πούμε τι θα είχε συμβεί αν είχαμε επενδύσει παραγωγικά τα ποσά αυτά. Έτσι το επιχείρημα μάλλον λειτουργεί ανάποδα. Καλή η «γάτα», για να μην μπαίνουν σε πειρασμό οι γείτονες. Χωρίς την διπλωματία ωστόσο και χωρίς στρατηγική ειρηνικής λύσης, δεν πρόκειται να υπάρξει θετική προοπτική. Μόνο τετελεσμένα πάνω σε τετελεσμένα.

Ο Χρήστος Ροζάκης, υποστήριξε σε πρόσφατο άρθρο του, ότι η Τουρκία έχει πια εγκαταλείψει την λογική της «πολιτικής λύσης» και βλέπει λιγότερο αρνητικά την προοπτική της Χάγης. Ο λόγος είναι ότι θεωρεί πως η λύση που θα δώσει το δικαστήριο δεν θα είναι ολοκληρωτικά σε βάρος της. Έχει ενθαρρυνθεί μάλιστα από το γεγονός ότι και η Ελλάδα, στις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, έχει αναγνωρίσει πως τα νησιά δεν έχουν πλήρη επήρεια στον προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας. Με άλλα λόγια η απόφαση του Δικαστηρίου θα είναι ένας κάποιος συμβιβασμός των ελληνικών και των τουρκικών θέσεων. Για την ώρα η εικόνα θολώνει από τις συνεχείς προκλήσεις και την επιθετική ρητορική που συντηρείται και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Μην έχουμε όμως αυταπάτες. Η μόνη βιώσιμη στρατηγική παραμένει ο διάλογος με τελική παραπομπή στη Χάγη.