Πολιτικη & Οικονομια

Οι αγανακτισμένοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η συμφωνία με τον διάβολο

Ακόμα και σήμερα, στην αριστερά, επιχειρούν να εξωραΐσουν την εικόνα των διαδηλώσεων, αγνοώντας την πραγματικότητα

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να «δάμασε τη στιγμή» και να εκτόπισε το ΠΑΣΟΚ, το κόστος όμως ήταν μια συμφωνία με τον διάβολο.

Το περιστατικό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για το σενάριο μιας σπαρταριστής φαρσοκωμωδίας. Ή πάλι το υλικό για μια ηθικοπλαστική ιστορία,  για το πώς όταν νομίζεις ότι σκάβεις τον λάκκο του άλλου, στην πραγματικότητα σκάβεις τον δικό σου. Στην εποχή του βέβαια, δέκα χρόνια από σήμερα, στην πλατεία των αγανακτισμένων, στάθηκε αφορμή για βαρύτατες καταγγελίες από την αντιπολίτευση αλλά και δηλώσεις κυβερνητικών βουλευτών για «οσμή παρακράτους». Αφορμή ήταν μια φωτογραφία διαδηλωτών με μάσκες και στυλιάρια, στην διάρκεια κινητοποίησης κατά της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου. Στέκονταν δίπλα σε αστυνομικούς, με τους οποίους έδειχναν να έχουν άριστες σχέσεις. Γιατί δεν τους συνέλαβαν, ετέθη το ερώτημα. Προφανώς ήταν δικοί τους συμπέραναν τα μίντια. Το ΚΚΕ το λέει χρόνια, αυτή τη φορά υπήρχαν και τα απαραίτητα τεκμήρια. Ιδού λοιπόν οι προβοκάτορες που βάζει η ίδια η αστυνομία για να προκαλούν τα επεισόδια. Όπερ έδει δείξαι: αθώοι του αίματος οι διαδηλωτές. 

Η πραγματικότητα ήρθε στο φως την επομένη. Τα παιδιά με τα στυλιάρια ήταν εξίσου «αγανακτισμένοι» όπως και οι υπόλοιποι. Ήταν όμως της πάνω πλατείας και κουβαλούσαν πανό με το αιώνιας επικαιρότητας σύνθημα  «ή ταν ή επί τας». Κάποια στιγμή είχαν την ατυχία να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με παιδιά της κάτω πλατείας, μια συγκεκριμένη ομάδα τέλος πάντων η οποία ήταν ειδική στις πολεμικές τέχνες, ξέρετε μολότοφ βαριοπούλες κλπ. Η ομάδα αυτή ερμήνευσε το σύνθημα, ορθά όπως αποδείχθηκε, ως δήλωση εθνικιστικής ιδεολογίας, ικανός λόγος δηλαδή για να τους επιτεθούν και να τους σπάσουν στο ξύλο.  Οι εθνικιστές μας λοιπόν, τι να κάνουν, ζήτησαν την προστασία της αστυνομίας, προς την οποία όπως είναι γνωστό τρέφουν φίλια αισθήματα! Παρενέβησαν λοιπόν τα ΜΑΤ και τους γλίτωσαν από τους αναρχικούς.  Μακρά από του να είναι προβοκάτσια, ήταν απλώς μια μικρή «εμφύλια» σύρραξη. Η αστυνομία απλώς απέτρεψε την κλιμάκωσης της. Το μόνο που ενδεχομένως τάραξε ήταν το παραμυθάκι όσων θέλουν να μιλούν εκ μέρους των αγανακτισμένων. 

Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι γιατί δεν είχαμε περισσότερες τέτοιες συγκρούσεις. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης Βασιλική Γεωργιάδου,  η οποία έκανε έρευνα στους συγκεντρωμένους στο Σύνταγμα, «η πάνω πλατεία έκανε κατά καιρούς πράγματα που ήταν κυριολεκτικά πολιτικά απεχθή και θα έπρεπε οι πράξεις αυτές να είχαν διεγείρει τα εναντιωματικά αντανακλαστικά της κάτω πλατείας. Εκτός από τις περίφημες μούτζες στη Βουλή, έχω δει, π.χ., με τα μάτια μου άτομα με αγκυλωτούς σταυρούς, με σύμβολα που παραπέμπουν ευθέως στον εξτρεμισμό, στον φασισμό, στον ναζισμό, ενώ η κάτω πλατεία ήταν παρούσα και συνεδρίαζε. Αυτό το σκηνικό θα περίμενε κανείς να προκαλούσε σύγκρουση της κάτω πλατείας με την πάνω, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, παρότι ήταν παρόντες φασίστες και αντιφασίστες, που από μόνο του αυτό αποτελεί ένα συγκρουσιακό δυναμικό». 

Το ακόμα μεγαλύτερο παράδοξο ωστόσο είναι γιατί, ακόμα και σήμερα, στην αριστερά, επιχειρούν να εξωραΐσουν την εικόνα των διαδηλώσεων, αγνοώντας την πραγματικότητα. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο Αντώνης Λιάκος, ένας από τους διανοούμενους που στήριξαν ενεργά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ:  «Στο Κάιρο είδα και χειραφετημένες γυναίκες και αδελφούς μουσουλμάνους. Στην Αθήνα υπήρχε η κάτω και η πάνω πλατεία. Διαφορετικά συνθήματα, διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικές συμπεριφορές. Υποδειγματικά ετερογενή και με σεβασμό της διαφορετικότητας. Να μια άλλη διαφορά από τις περιχαρακωμένες διαδηλώσεις των προηγούμενων χρόνων». Τέτοιο σεβασμό στη διαφορετικότητα του αγκυλωτού σταυρού πράγματι δεν είχαμε δει στις «περιχαρακωμένες» διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης. 

Αυτή η προσέγγιση ωστόσο είναι παράδοξη μόνο αν θεωρήσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δει αυτοκριτικά την περίοδο της διακυβέρνησης του. Γιατί οι αγανακτισμένοι ήταν στην πραγματικότητα η ιδρυτική πράξη της κυβέρνησης των Συριζανελ. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής πολιτικής επιστήμης, επίσης ένας από τους διανοούμενους που διάκεινται ευνοϊκά στον ΣΥΡΙΖΑ, το διατύπωσε πολύ ωραία: «Ό,τι και να προσάψει κανείς στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, εκείνη τη στιγμή έδειξαν φοβερή πολιτική μαεστρία. Εναποτέθηκε πια η ελπίδα όχι στο κίνημα, αλλά στο κόμμα, που θα ερχόταν με την αποσκευή του κινήματος. Εδώ δεν αξιολογώ ούτε θετικά ούτε αρνητικά την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, απλώς επισημαίνω ότι τότε η ηγετική ομάδα του κόμματος αυτού άρπαξε τη στιγμή και τη δάμασε. Κι αυτό πρέπει να της αναγνωρίσουμε, όπως πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι τη στιγμή δεν την είχε καταλάβει, στην πολυπλοκότητά της». 

Αυτή η άτιμη πολυπλοκότητα όμως τον κυνηγά  από τότε. Η «αποσκευή του κινήματος» ήταν δηλητηριώδης. Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να «δάμασε τη στιγμή» και να εκτόπισε το ΠΑΣΟΚ, το κόστος όμως ήταν μια συμφωνία με τον διάβολο που την πληρώνει ακόμα. Δυστυχώς την πληρώνει και όλος ο προοδευτικός χώρος. 

Σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, η δύναμη της κεντροαριστεράς ήταν ότι μπορούσε να είναι ταυτόχρονα φορέας αμφισβήτησης αλλά και εξουσίας. Να συνενώνει δυνάμεις που θα τις χαρακτηρίζαμε λαϊκιστικές αλλά και δυνάμεις εκσυγχρονιστικές. Με μια έννοια ήταν πολλά ΠΑΣΟΚ σε συσκευασία ενός χωρίς ποτέ το ένα να κυριαρχεί επί του άλλου. Αυτή την συνύπαρξη την συμβόλιζε ο Αντρέας με την διττή προσωπικότητα του καθηγητή και του λαϊκού ηγέτη, όπως και ο Σημίτης, ο όποιος, για όσους το ξεχνούν, στηρίχθηκε κατ εξοχήν στους  συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ για να εκλεγεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε για μια τέτοια πολιτική και εντέλει κοινωνική συμμαχία αλλά αντιθέτως, εκφράζοντας την Πλατεία, θεώρησε κύριο αντίπαλό του, πολύ μεγαλύτερο από την δεξιά, τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού, το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Το έδειξε αυτό επιφυλάσσοντας τα χειρότερα σχόλια  και τις πιο βάρβαρες επιθέσεις, σε όποιον είχε σχέση με αυτό τον χώρο. 

Οι απολογητές της Κουμουνδούρου, θέλοντας εκ των υστέρων να ξεπλύνουν τις αθλιότητες τους , ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε τελικά στην Δημοκρατία εκτονώνοντας αυτό το κίνημα και συμβάλλοντας στην παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αυτό το τελευταίο είναι αλήθεια. Συνέβη όμως επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε, όχι επειδή το επιδίωξε. Σήμερα  βέβαια ο κ. Τσίπρας θα ήθελε πάρα πολύ να στήσει «γέφυρες» με την κεντροαριστερά. Έχει καταλάβει ότι βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Το κίνημα των αγανακτισμένων, η πολιτική συμμαχία δηλαδή που τον έφερε στην εξουσία, έχει πάψει να υφίσταται ούτε είναι δυνατόν να ανασυσταθεί ως αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Με τον μεσαίο χώρο ωστόσο, όπως και αν τον ορίσουμε, είτε τους αποκαλέσουμε εκσυγχρονιστές είτε μετριοπαθείς κεντρώους, έχει πάρει οριστικά διαζύγιο. Κατ αρχήν στην κοινωνία. Το τραύμα του δημοψηφίσματος, η αλαζονεία και ο κυνισμός της διακυβέρνησης αλλά και η ρητορική του μίσους η οποία σε μεγάλο βαθμό συνεχίζεται, δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Πόσο μάλλον όταν  συνοδεύονται από μια αντιπολιτευτική τακτική διαρκούς και γενικευμένης άρνησης η οποία εκδηλώνεται, όπως είδαμε,  ακόμα και στα ζητήματα της πανδημίας. Και πολιτικά όμως τα τραύματα εκείνης της περιόδου παραμένουν ανοιχτά. Δεν έχουν όλοι την ευλυγισία ενός Ραγκούση ή μιας Ξενογιαννακοπούλου. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα προβεβλημένα στελέχη, αφορά όλους όσους υφίσταντο τις λοιδορίες των συριζαίων στις οργανώσεις της γειτονιάς. Δεν είναι τυχαία τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που δείχνουν την έντονα εχθρική διάθεση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος κατανοεί αυτό το αδιέξοδο. Αντί ωστόσο να ψέγει τον Τσίπρα  πιστεύει ότι η ευθύνη βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Λέει χαρακτηριστικά:   

«Ας τα βλέπουν όμως αυτά καλύτερα οι πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστές που συντάχθηκαν με τη ΝΔ από την αποστροφή τους για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν η Αριστερά όμως είναι ανεπαρκής, δεν πας με τη Δεξιά. Εγώ έτσι καταλαβαίνω». Τελικά φαίνεται ότι πας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αυτό έδειξαν οι εκλογές και εξακολουθούν να δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Κι όχι μόνο αυτό αλλά αργείς και να επιστρέψεις. Υπάρχουν λάθη και λάθη και ορισμένα τα πληρώνεις ακριβά και για πολλά χρόνια. 

*Τα αποσπάσματα των κ. Αντώνη Λιάκου και Δημήτρη Χριστόπουλου, όπως και της κ. Βασιλικής Γεωργιάδου, προέρχονται από συνεντεύξεις στο σάιτ «Σκρα Punk»