Πολιτικη & Οικονομια

Ο Μπάιντεν στην Ευρώπη: Σημεία ζωής σε G7 και NATO

Ο μόνος τρόπος για να πείσει τους «έξω» ο πρόεδρος Μπάιντεν (και η Δύση) για τη σοβαρότητα των προθέσεων και των αξιών του είναι το να τις επιβάλλει πρώτα στους «μέσα»

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 789
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τη σύνοδο των G7 και του NATO και τις πρωτοβουλίες Μπάιντεν με στόχο τη δημιουργία μιας παγκόσμιας συμμαχίας δημοκρατιών

Το ταξίδι του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν στην Ευρώπη για τις συνόδους των G7 (το φόρουμ των 7 πιο αναπτυγμένων κρατών και πλούσιων δημοκρατιών) και του NATO θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επίσημη έναρξη μιας εκστρατείας ταυτόχρονης ανάνηψης των ΗΠΑ και της αρχιτεκτονικής ασφαλείας και δημοκρατίας της Δύσης. Ο Μπάιντεν εμφανίζεται και στη διεθνή σκακιέρα με την ίδια αποφασιστικότητα για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις την οποία έδειξε τους πρώτους μήνες της προεδρίας του και στο εσωτερικό.

Η συμφωνία των υπουργών Οικονομικών των G7 για την επιβολή παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου 15% είναι απλώς το ουσιαστικότερο μέτρο της διεθνούς κοινότητας μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Αποτελεί ένα πρώτο κρίσιμο βήμα για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά δύσκολου προβλήματος της φοροαποφυγής, ειδικά από εταιρίες υψηλής τεχνολογίας. Οι εθνικές κυβερνήσεις πασχίζουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της εποχής μας –από τις υποδομές που καταρρέουν μέχρι την πανδημία και από την κλιματική αλλαγή μέχρι το οργανωμένο έγκλημα–, ενώ αιμορραγούν δισεκατομμύρια δολάρια χαμένης φορολογίας που καταλήγουν σε φορολογικούς παραδείσους. Χωρίς πάταξη της φοροδιαφυγής και χωρίς επαναπατρισμό και δίκαιη φορολόγηση των κεφαλαίων αυτών, ό,τι και να λέμε ή να γράφουμε για ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ασφάλεια κ.λπ. θα είναι θεωρητικές κουβέντες.

Ταυτόχρονα, τόσο στη σύνοδο των G7 όσο και σε αυτή του ΝΑΤΟ, η Δύση άρχισε πλέον (επιτέλους) να τραβάει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, τη Ρωσία και την Κίνα. Η ενεργοποίηση των G7 ως προς αυτή την κατεύθυνση είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, αφού για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια –όχι μόνο της προεδρίας Τραμπ, αλλά και της προεδρίας Ομπάμα– η Δύση φαίνεται να ορθώνει ένα εξωστρεφές ανάχωμα προς την Κίνα με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας παγκόσμιας συμμαχίας δημοκρατιών και την εμπλοκή και ενδυνάμωση δυνάμεων στον Παγκόσμιο Νότο ώστε να αντισταθούν στη νεο-αποικιοκρατική στρατηγική του Πεκίνου (όλα αυτά βέβαια βρίσκονται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο). Οι δε συζητήσεις για ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων, η διανομή 1 δισεκατομμυρίου δόσεων εμβολίων σε φτωχές χώρες, και οι δεσμεύσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής (το 2021 θα είναι κρίσιμη χρονιά με την 26η διάσκεψη του ΟΗΕ τον Νοέμβριο στη Γλασκώβη να θεωρείται η τελευταία, ίσως, ευκαιρία για ριζικά μέτρα) αποτελούν έμπρακτες αποδείξεις της επιστροφής σε μια πολυμερή, θεσμική διπλωματία.

Αντίστοιχα σημάδια ζωής φάνηκαν και στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Το σημαντικότερο μέχρι τώρα κείμενο στρατηγικής της Συμμαχίας –η Στρατηγική Αντίληψη του 2010– δεν περιελάμβανε ούτε μία αναφορά στην Κίνα. Μέχρι το 2019 και λόγω της οικονομικής και εμπορικής εξάρτησης πολλών (ευρωπαϊκών κυρίως) κρατών, η Κίνα ήταν θέμα-ταμπού για το ΝΑΤΟ. Στη Σύνοδο του Λονδίνου τον Δεκέμβριο του 2019 –ιδιαιτέρως μετά την άτσαλη μεν, σωστή δε, πίεση από τον Τραμπ– το θέμα άρχισε να τίθεται δειλά-δειλά από τεχνοκράτες και δημοσιολόγους, ενώ σταδιακά μετατράπηκε σε επίσημη στρατηγική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Τώρα πλέον όλοι παραδέχονται ότι η Κίνα δημιουργεί μια μεγάλη πρόκληση στην ασφάλεια της Δύσης και ότι ο κατευνασμός έχει όρια.

Το ίδιο –και ακόμη περισσότερο– ισχύει για τη Ρωσία, η οποία πλέον αναγνωρίζεται ως η νούμερο ένα στρατηγική απειλή, μετά, φυσικά, από 17 χρόνια εχθρικών επιχειρήσεων στο έδαφος της Δύσης (δολοφονιών και επιθέσεων με χημικά όπλα, κυβερνοεπιθέσεων, παρεμβάσεων σε εκλογές και δημοψηφίσματα, εκστρατειών με ψευδείς ειδήσεις κ.λπ.), ενώ ακόμα συνεχίζει να υποστηρίζει επιχειρήσεις όπως η πειρατεία της πτήσης της Ryanair από τις αρχές της Λευκορωσίας που οδήγησε στην απαγωγή και σύλληψη του Ρομάν Προτάσεβιτς.

Η έννοια της αποτροπής, η οποία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ταυτίστηκε με τα πυρηνικά όπλα, και που στην μεταψυχροπολεμική εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης απαξιώθηκε, τώρα επιστρέφει στο προσκήνιο. Το ΝΑΤΟ προσπαθεί να αναπτύξει νέες μορφές αποτροπής για τις νέες απειλές ασφαλείας, από τις κυβερνοεπιθέσεις και τον υβριδικό πόλεμο τύπου Ουκρανίας (και Έβρου), μέχρι τη διαμάχη στον Αρκτικό Κύκλο και στο διάστημα.

Ίσως η πιο εντυπωσιακή πρόοδος να έχει γίνει στο θέμα του περιβάλλοντος. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας που κάναμε το 2019 για τις προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Δύση και τον ρόλο του ΝΑΤΟ ήταν ότι το θέμα της κλιματικής ασφάλειας και της βιωσιμότητας (sustainability) –ένα θέμα που λειτουργεί ως κίνητρο για τους νέους της Δύσης– δεν ήταν καν στο ραντάρ των αξιωματούχων. Όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε μια κορυφαία ειδικός της δεξαμενής σκέψης RUSI (ενός εκ των πιο «θεσμικών» think tanks στη Βρετανία), «δεν έχω βρεθεί ακόμα σε στρατιωτική σύσκεψη στην οποία το κλίμα ή η βιωσιμότητα να έχουν προκύψει στη συζήτηση∙ το θέμα αυτό δεν έχει εισχωρήσει στη σκέψη αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις».

Αυτή η στάση τώρα αλλάζει. Σε προχθεσινή συνέντευξή του στο Φόρουμ των Βρυξελλών, που διοργάνωσε το German Marshall Fund στο περιθώριο της συνόδου, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ σημείωσε μερικούς από τους εντελώς πρακτικούς τρόπους με τους οποίους η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής προκλήσεων ασφαλείας: η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θέτει σε κίνδυνο ναυτικές βάσεις· ο καύσωνας στη Μέση Ανατολή αλλάζει τις προδιαγραφές για τις στολές των στρατιωτών· το λιώσιμο των πάγων αλλάζει εντελώς τη στρατηγική κατάσταση στον Αρκτικό Κύκλο, με όλες τις μεγάλες δυνάμεις να διαγκωνίζονται για την κυριαρχία στην περιοχή. Η κλιματική ασφάλεια μπαίνει (επιτέλους) στην ατζέντα της ευρύτερης συζήτησης για την ασφάλεια.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όλα αυτά άργησαν πολύ – και θα είχε δίκιο. Θα χρειαστεί τεράστια προσπάθεια και συντονισμός εντός της Δύσης για να καταφέρουμε ταυτόχρονα να συνεργαστούμε με την Κίνα όπου χρειάζεται –π.χ. επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ– και ταυτόχρονα να ανατρέψουμε και να αποτρέψουμε στρατηγικές απειλές. Κι όλα αυτά ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τη δική της υπαρξιακή κρίση, χωρίς έναν Μπάιντεν να την οδηγεί.

Εάν η Δύση θέλει να τραβήξει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και τις αυταρχικές δυνάμεις, τότε πρέπει να εφαρμόσει την αποτροπή και στο εσωτερικό της, απέναντι στην Τουρκία

Και τίθεται το ερώτημα: πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι αυτές οι πρωτοβουλίες; Πόσο νόημα θα έχουν;

Αν ψάχνουμε μία ένδειξη της αποφασιστικότητας του προέδρου Μπάιντεν και γενικά των δυτικών ηγετών, αλλά και της ευρύτερης γραφειοκρατίας σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον, ένα σημάδι για το πόσο σοβαροί είναι για όλα αυτά, αυτό θα είναι η στάση τους προς την Τουρκία εντός του ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και η (προς το παρόν θεωρητική) συζήτηση για την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας, την οποία φυσικά η Τουρκία εκμεταλλεύεται εδώ και χρόνια για να κάνει ό,τι θέλει.

Η αξία που δίνουμε στα πράγματα ισοδυναμεί με τις θυσίες που είμαστε προετοιμασμένοι να κάνουμε για αυτά, με το κόστος δηλαδή που είμαστε προετοιμασμένοι να πληρώσουμε. Εάν η Δύση όντως θέλει να τραβήξει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και τις αυταρχικές δυνάμεις, ανάμεσα στη διπλωματία της πολυμερούς συνεργασίας και τη στρατηγική του χάους, τότε θα πρέπει να εφαρμόσει την αποτροπή και στο εσωτερικό της, απέναντι στην Τουρκία, αυξάνοντας ασύμμετρα το κόστος αποσταθεροποιητικών και επιθετικών κινήσεων. Ο μόνος τρόπος για να πείσει τους «έξω» ο πρόεδρος Μπάιντεν (και η Δύση) για τη σοβαρότητα των προθέσεων και των αξιών του είναι το να τις επιβάλλει πρώτα στους «μέσα».