Πολιτικη & Οικονομια

Ζαν-Λυκ Μελανσόν και η παρακμή της γαλλικής αριστεράς

Ο επικεφαλής της Ανυπότακτης Γαλλίας κατηγορεί το «σύστημα» ότι στήνει τρομοκρατικά επεισόδια

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν φαίνεται μεταλλαγμένος και μοιάζει με τον Σατωμπριάν που όταν δεν άκουγε να μιλάνε γι’ αυτόν φοβόταν ότι είχε κουφαθεί.

Είτε ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν τρελάθηκε, είτε ακολουθεί κάποια στρατηγική την οποία οι Γάλλοι δεν έχουν κατανοήσει ακόμα. Τα τελευταία χρόνια έχει ανεβάσει υπερβολικά τους τόνους, έχει έρθει στα χέρια με δημοσιογράφους κραυγάζοντας «Εγώ είμαι η Δημοκρατία, είμαι ιερό πρόσωπο!», έχει αποκαλέσει φασίστες τους πάντες από το κέντρο και πέρα, ενώ την περασμένη εβδομάδα, με την ευκαιρία καινούργιων επεισοδίων με μαχαιροβγάλτες ισλαμιστές, δήλωσε ότι η προεδρία Μακρόν «βρίσκεται πίσω από αυτές τις πράξεις» εφόσον «ωφελείται από αυτές».

Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ο 69χρονος σήμερα Μελανσόν ξεκίνησε από τον τροτσκισμό του Μάη του ’68 για να προσσγειωθεί το 1977 στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ως ικανός ρήτορας, με κάποια γενική μόρφωση, με κάποια αναίδεια -συχνά χαριτωμένη- που δεν έφτανε ποτέ σε βρισιές κι ακόμα λιγότερο σε συνωμοσιολογία. Από σκιά του Φρανσουά Μιτεράν -λόγια του οποίου παρέθετε στις ομιλίες του- κινήθηκε στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος και στη συνέχεια αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα συνιδρύοντας το 2009 το Αριστερό Κόμμα, που σχετιζόταν με τους παλιούς τροτσκιστές και κάνοντας άνοιγμα στους αριστερούς οικολόγους. Μολονότι η οικολογία δεν ήταν και δεν είναι το φόρτε του, ο Μελανσόν εμπνεόταν τότε από το μοντέλο του γερμανικού κόμματος Die Linke και έλεγε, με μισή καρδιά ίσως, ότι «η οικολογία και ο καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους», κηρύσσοντας την «απο-ανάπτυξη». Αλλά στο επίκεντρο της ρητορικής και της πολιτικής του ήταν πάντοτε μια μορφή εθνικοπατριωτικού αριστερισμού που ο ίδιος χαρακτήριζε «συνδετικό κρίκο όλης της αριστεράς»: μιλούσε για μια αντι-φιλελεύθερη αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή προερχόμενη από την «επανάσταση μέσω της κάλπης». 

Αν και γύρω στο 2010 άρχισε να πλέκει το εγκώμιο των νοτιοαμερικανικών υποδειγμάτων της Βολιβίας και της Βενεζουέλας και των ηγετών Έβο Μοράλες και Ούγκο Τσάβες αντιστοίχως, φαινόταν ακόμα αρκετά συμπαθής, καυστικός με τον τρόπο του και με τρομερή ευχέρεια στην επαφή του με το κοινό: το 2012 οι προεκλογικές του συγκεντρώσεις είχαν μεγάλη επιτυχία και αυξημένη προσέλευση· στην «πορεία για την Έκτη Δημοκρατία» που οργανώθηκε στην πλατεία της Βαστίλης εκείνο τον Μάρτιο πήραν μέρος γύρω στα 120.000 άτομα. Παρόμοια ήταν η απήχησή του στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στους λεγόμενους «εργαζομένους στον πολιτισμό». Από εκείνη την εποχή αρχίζει να ολισθαίνει στον λαϊκισμό ο οποίος ήταν ήδη φανερός από τις συγγένειές του με τα τριτοκοσμικά σοσιαλιστικά μοντέλα, αλλά δεν είχε εκφραστεί με ρητορική μίσους εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων.

Σήμερα φαίνεται μεταλλαγμένος: εκτός του ότι έχει ταυτιστεί με την ισλαμοαριστερά, αν και υπήρξε πολέμιος όλων των θρησκειών και ακραιφνής υποστηρικτής του κοσμικού κράτους, τρέφει μίσος για τον ίδιο τον Εμανουέλ Μακρόν. Όπως είπε την περασμένη εβδομάδα κι όπως επαναλαμβάνει συχνά «ο Μακρόν είναι ένας τραπεζίτης που ξεφύτρωσε από το πουθενά και που δουλεύει για λογαριασμό των πλουσίων και των λευκών, εις βάρος των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων». Πριν από δέκα χρόνια ο Μελανσόν δεν μιλούσε έτσι: δεν αναφερόταν σε «μειονότητες», αναφερόταν σε «εργαζομένους» και σε «εργάτες»: τώρα, ανασύρει από τη συλλογική μνήμη ισλαμιστικούς φόνους, όπως εκείνους που διέπραξε ο Μοχάμεντ Μεράχ το 2012, ισχυριζόμενος ότι πίσω από το μακελειό―ο Μεράχ είχε σκοτώσει επτά άτομα στη νοτιοδυτική Γαλλία― βρίσκονταν «οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες». 

Όποιος θυμάται τον παλιό Μελανσόν διακρίνει μια θλιβερή παρακμή που καθρεφτίζει, εν πολλοίς, την παρακμή του αριστερού λόγου: παλιότερα ο Μελανσόν χρησιμοποιούσε αποσπάσματα από τον Βικτόρ Ουγκό και απευθυνόταν, κατά κάποιον τρόπο, «στον λαό». Τώρα μοιάζει να απευθύνεται στον όχλο: μιλάει με το ιδίωμα των κουκουλοφόρων και προβάλλει τις ιδέες του πιο φανατικού κοινού των social media ― «οι τράπεζες που ρυθμίζουν τις τύχες μας», «οι ξεπουλημένες ελίτ», «το Ισραήλ», «τα αφεντικά», «οι ευρωπαϊστές», «οι προδότες»· κάτι τέτοια συναρμολογούν τη συνωμοσιολογική και υπεραπλουστευμένη του ρητορική. Με τις δημόσιες παρεμβάσεις του συμβάλλει στην απαξίωση των θεσμών και καταδεικνύει τη σύγχυση της γαλλικής αριστεράς: για πολλούς, αυτή η σύγχυση οφείλεται στο χάσμα, στην αντίθεση, μεταξύ της αληθινής της φύσης και της στρατηγικής που ακολουθεί για να διατηρήσει τη δημοτικότητά της. Επιπροσθέτως, ο Μελανσόν έχει αποκτήσει κάποιο βίτσιο με την πρόκληση και τη δημοσιότητα που ακολουθεί τις προκλητικές δηλώσεις και εμφανίσεις. Μοιάζει με τον Σατωμπριάν που όταν δεν άκουγε να μιλάνε γι’ αυτόν φοβόταν ότι είχε κουφαθεί.