Πολιτικη & Οικονομια

Υπερεθνικό φορολογικό καρτέλ

Η απόφαση του G7 είναι μάλλον μία βιαστική συνταγή, σε ένα υπαρκτό αλλά πολυπαραγοντικό πρόβλημα

Γεωργία Πανοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την απόφαση των G7 για τον παγκόσμιο εταιρικό φόρο.

Σε ένα ξενοδοχείο σε μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα συναντώνται οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των επτά μεγαλύτερων προμηθευτών «Γενικών Υπηρεσιών» του κόσμου. Τα ανώτατα στελέχη των εταιρειών έχουν ήδη εργαστεί στο παρασκήνιο για χρόνια, αλλά η ένταση αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες, μετά την αλλαγή ηγεσίας στην «Alpha General Services» τον Ιανουάριο. Δεν μένει πλέον παρά οι Διευθύνοντες πρακτικά να επικυρώσουν τη συμφωνία με τις υπογραφές τους και να γίνουν οι ανακοινώσεις σε όλον τον κόσμο: για το καλό όλων και χωρίς ιδιοτέλεια, οι επτά μεγαλύτεροι προμηθευτές «Γενικών Υπηρεσιών» του κόσμου θα συνεργάζονται στο εξής και θα διαθέτουν τις Υπηρεσίες τους στην αγορά στην ίδια τιμή – ή ακριβότερα. Δεσμεύονται ότι δεν θα προσφέρουν εκπτώσεις στους πελάτες ούτε θα έχουν ειδικές προσφορές. Αν κάποια εταιρεία θέλει να διαφοροποιηθεί, θα μπορεί μόνο να αυξήσει την τιμή του προϊόντος, όχι να τη μειώσει.

Το κυριότερο, συμφώνησαν ότι θα λάβουν μέτρα ώστε και οι μικροί παραγωγοί «Γενικών Υπηρεσιών» να διαθέτουν τα δικά τους προϊόντα στην ελάχιστη κατώτατη τιμή. Κάποιες από αυτές τις μικρότερες εταιρείες είχαν το θράσος να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές, και σταδιακά κατάφεραν να μεγαλώσουν το μερίδιο αγοράς τους και να ανταγωνίζονται τους μεγάλους – έστω και σε κάποιες μόνο από τις Υπηρεσίες/προϊόντα. Τώρα όμως όλα αυτά θα διορθωθούν, «ο αγώνας δρόμου για τον πάτο» («race to the bottom», όπως είπε η ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ Janet Yellen) θα περιοριστεί και όλοι (;) θα είναι ακόμα περισσότερο ευχαριστημένοι.

Βασικό στοιχείο της συμφωνίας είναι ότι οι εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού αλλά και η Ευρωπαϊκή, που όταν εταιρείες άλλων κλάδων επιχείρησαν να δημιουργήσουν αντίστοιχα καρτέλ τιμών ήταν αμείλικτες, συμφώνησαν ότι το συγκεκριμένο καρτέλ στις «Γενικές Υπηρεσίες» είναι απολύτως σωστό και συμφέρον.

Στην πραγματικότητα, σε μία τέτοια περίπτωση, όχι μόνο οι Επιτροπές Ανταγωνισμού αλλά και σύσσωμος ο Τύπος και η κοινωνία θα είχαν ξεσηκωθεί εναντίον αυτής της συμφωνίας – όπως και έχουν κάνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Αλλά όταν οι G7 ανακοίνωσαν την προηγούμενη εβδομάδα καταρχήν συμφωνία δημιουργίας κρατικού καρτέλ για την επιβολή ελάχιστου φόρου 15% στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, η ανακοίνωση χαιρετίστηκε καθολικά ως εξαιρετική. Όμως, τα κράτη παρέχουν ακριβώς αυτό, «Γενικές Υπηρεσίες» (ασφάλεια, παιδεία, δικαιοσύνη, κ.λπ.), και οι φόροι είναι το κόστος στο οποίο διαθέτουν αυτές τις Υπηρεσίες.

Να το δούμε με άλλο τρόπο: οι επτά πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες του κόσμου, που εκπροσωπούν αθροιστικά περίπου το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ – στις συναντήσεις συμμετέχει όμως και η ΕΕ, ενώ φέτος επίσης κλήθηκαν η Αυστραλία, η Ινδία, και η Νότια Κορέα) συμφώνησαν ότι θα επιβάλλεται τουλάχιστον 15% ονομαστικός φόρος στα εταιρικά κέρδη (υπό κάποιους όρους) των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών στον τόπο όπου αυτά τα κέρδη παράγονται, και όχι στον τόπο στον οποίο οι εταιρείες έχουν την φορολογική τους έδρα.

Ταυτόχρονα, θα επιβάλουν στις χώρες που δεν μετέχουν στο G7 να ακολουθήσουν την ίδια γραμμή. Εδώ είναι το «catch»: οι G7, που έχουν αναφέρει ότι θα κινητοποιήσουν και τους G20 (όπου μετέχει και η Κίνα και άλλες μη δημοκρατικές χώρες), θα ασκήσουν πίεση στις μικρότερες χώρες για να εφαρμόσουν το μέτρο. Τα μέσα που έχουν για να ασκήσουν αυτή την πίεση είναι βεβαίως πολλά, όπως έγινε αντίστοιχα για άλλες διεθνείς συμφωνίες.

Αρκετές μικρότερες χώρες όμως χρησιμοποιούν την φορολογική πολιτική για να προσελκύσουν επενδύσεις (οι οποίες τους αποφέρουν πολύ περισσότερα οφέλη, πέραν των εσόδων από εταιρικούς φόρους). Η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το κίνητρο -όπως το έκανε πρόσφατα για τους επαναπατριζόμενους- και μπορεί να χάσει τη δυνατότητα, αν τελικά εφαρμοστεί το μέτρο, μπορεί όμως και να αυξήσει τα έσοδά της.

Μία περίπτωση χώρας που χρησιμοποίησε τη φορολογική της πολιτική για να αντιμετωπίσει μία μεγάλη κρίση και να προσελκύσει επενδύσεις για να αναπτυχθεί είναι η Ιρλανδία, η οποία έχει ονομαστικό εταιρικό φόρο 12,5%. Η χώρα υπολογίζει ότι αν εφαρμοστεί το μέτρο θα χάσει περίπου το 1/5 του εταιρικού φόρου που εισπράττει ετησίως (€2-2,4 δισ.), ή αλλιώς τα 2/3 του ετήσιου προϋπολογισμού για στέγαση και το 1/4 του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση.

Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την περίπτωση της διαμάχης που είχε η Ιρλανδία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη φορολόγηση της Apple. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2016 διέταξε την Apple να πληρώσει αναδρομικά €13 δισ. για φόρους παρελθόντων ετών στην Ιρλανδία. Η Ιρλανδία, με απόφαση του Κοινοβουλίου της, αρνήθηκε να εισπράξει το ποσό (που με τις προσαυξήσεις πλησίαζε τα €20 δισ., ήτοι περίπου το 10% του ΑΕΠ της χώρας το 2014) και προσέφυγε, όπως έκανε και η Apple, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο τις δικαίωσε. Η φορολογική πολιτική δεν αποτελεί αντικείμενο κοινής πολιτικής, σε επίπεδο ΕΕ ή άλλο υπερεθνικό.

Τέλος, αξίζει να συνδυάσουμε την απόφαση αυτή του G7 με την αποκάλυψη, αυτή την εβδομάδα, ότι οι πλουσιότεροι σε περιουσία άνθρωποι των ΗΠΑ «πληρώνουν» κάποιες χρονιές μηδενικό φόρο εισοδήματος, χρησιμοποιώντας καθ’ όλα νόμιμους τρόπους φοροαποφυγής. Οι δε 25 πλουσιότεροι πληρώνουν κατά μέσο όρο λιγότερο φόρο εισοδήματος (15,8%) από τον μέσο Αμερικανό εργαζόμενο.

Όπως οι ιδιώτες, έτσι και οι επιχειρήσεις μάλλον θα συνεχίσουν να βρίσκουν τρόπους να πληρώνουν λιγότερους φόρους, γιατί οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να βρίσκουν τρόπους να τις διευκολύνουν – η φορολογική πολιτική δεν περιορίζεται στον ονομαστικό εταιρικό φόρο επί των κερδών, ενώ τα κίνητρα μπορούν να είναι και άλλου τύπου (για παράδειγμα, προ ετών ο ΟΟΣΑ είχε αναδείξει ως το κυριότερο πρόβλημα στην Ελλάδα, αναφορικά με την προσέλκυση επενδύσεων, το ζήτημα της εξαιρετικά αργής απονομής της δικαιοσύνης, και όχι την υψηλή φορολογία). Η απόφαση του G7 είναι μάλλον μία βιαστική συνταγή, σε ένα υπαρκτό αλλά πολυπαραγοντικό πρόβλημα. Είναι όμως μία συνταγή που ικανοποιεί το αίσθημα πολλών για τις «κακές» πολυεθνικές εταιρείες, των οποίων πάντως τα προϊόντα όλοι χρησιμοποιούμε χωρίς δεύτερη σκέψη.