Πολιτικη & Οικονομια

Λησμονήσατε τον Κώστα Σημίτη, κ. Πρωθυπουργέ

Μια τόσο σημαντική επέτειος άξιζε ασφαλώς μια πιο γενναιόδωρη ιστορική και πολιτική αντιμετώπιση

Γιάννης Μεϊμάρογλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου σχολιάζει την ομιλία του πρωθυπουργού στην επέτειο των 40 χρόνων από την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Η επέτειος των 40 χρόνων από την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναλογιστούμε, πολίτες και πολιτική ηγεσία της χώρας, την τεράστια σημασία της ιστορικής εκείνης απόφασης. Λίγα μόλις χρόνια από την μεταπολίτευση του ‘74, η προσχώρηση στην Ευρώπη ήρθε να στεριώσει οριστικά την μακροβιότερη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους και να βάλει τις βάσεις για μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία ευημερίας και ανάπτυξης. Ιδιαίτερα η τελευταία δεκαετία επιβεβαίωσε με τον πιο ηχηρό τρόπο τη σημασία της ένταξης. Δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να σταθεί όρθια μετά από τις δύο  μεγάλες διαδοχικές κρίσεις, την οικονομική και την υγειονομική, χωρίς την ευρωπαϊκή συνεργασία και αλληλεγγύη.

Η επετειακή εκδήλωση στο Ζάππειο ήταν μια θαυμάσια αφορμή να επιδειχθεί πνεύμα ομοψυχίας και αξιοποίησης του συνεχώς διευρυνόμενου μετώπου των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων μετά από μια δύσκολη περίοδο όπου το φάντασμα του εθνικού διχασμού είχε κάνει ξανά την απειλητική του εμφάνιση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε όλη τη δυνατότητα και την ευχέρεια να επιδείξει στην ομιλία του το αναγκαίο ενωτικό πνεύμα. Όχι μόνο γιατί είναι ο νικητής των τελευταίων εκλογών και ο πολιτικά κυρίαρχος της περιόδου που διανύουμε αλλά γιατί με το ενωτικό αυτό πνεύμα είχε ήδη χειριστεί με επιτυχία δυο κρίσιμα εθνικά θέματα, την αντιμετώπιση της απόπειρας εισβολής στον Έβρο και την υγειονομική κρίση. Δυστυχώς, αυτή τη φορά, επέλεξε να «κουμπώσει» το μήνυμα της ένταξης στην Ενωμένη Ευρώπη ώστε να χωρέσει στα όρια της παράταξής του.

Η αποστροφή της ομιλίας για το «σκοτεινό διάλειμμα» της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αχρείαστη υπενθύμιση της περιόδου που ο διχασμός σε φιλοευρωπαίους και αντιευρωπαίους είχε χτυπήσει απειλητικά την πόρτα της χώρας. Την περίοδο αυτή πρέπει να την αφήσουμε οριστικά πίσω μας. Ήταν ταυτόχρονα ένα απρόσμενο δώρο στην αμήχανη αξιωματική αντιπολίτευση και στον αρχηγό της που έσπευσε να το εκμεταλλευτεί για να συσπειρώσει το κλυδωνιζόμενο κόμμα του και να κερδίσει, ίσως, εντυπώσεις και συμπάθειες. Η επώδυνη εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι οι πληγές του διχασμού επουλώνονται με την χάραξη μια νέας, αισιόδοξης ενωτικής πορείας για το μέλλον και όχι με την επιστροφή στο παρελθόν.

Θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι ο Πρωθυπουργός δεν θέλησε να αποφύγει μια αναφορά στην τραυματική, για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, εμπειρία του διχαστικού δημοψηφίσματος του ‘15. Ωστόσο, ο στενά κομματικός χαρακτήρας της ομιλίας του εκδηλώθηκε και στη συνέχεια: «Αλλά και ως αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία στήριξε τους δύο εθνικούς στόχους: την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την είσοδό μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και τελικά στο ευρώ». Προτίμησε, δηλαδή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να αναφερθεί αποκλειστικά στη στάση της ΝΔ ως αντιπολίτευση και να «λησμονήσει», δείχνοντας πολιτική μικροψυχία, να αναφέρει τον Πρωθυπουργό που πέτυχε την, πολύτιμη όπως αποδείχτηκε, ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οδήγησε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα του ευρώ, κλειδώνοντας την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Μια τόσο σημαντική επέτειος άξιζε ασφαλώς μια πιο γενναιόδωρη ιστορική και πολιτική αντιμετώπιση.