Πολιτικη & Οικονομια

«Συνεπιμέλεια» όπως λέμε «αόρατος κόσμος της πολιτικής»

Τι γίνεται στο όνομα μιας στείρας αντίληψης για την ισότητα

Νίκος Νυφούδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνεπιμέλεια, ο αόρατος κόσμος της πολιτικής και η ψυχή των ανηλίκων που δοκιμάζεται

Λένε ότι υπάρχουν δύο κόσμοι στην πολιτική. Ο ορατός είναι αυτός του κοινοβουλίου, των υπουργικών συμβουλίων και των συνεντεύξεων τύπου. Ο αόρατος είναι αυτός των λόμπι, των ειδικών και των μυστικών συναντήσεων. Παντού υπάρχουν και οι δύο, όμως η έκταση του ενός και του άλλου κόσμου σε κάθε χώρα χαρακτηρίζει τον τύπο της δημοκρατίας. Είναι αντιπροσωπευτική ή διαμεσολαβημένη μια δημοκρατία στην οποία οι δημόσιες πολιτικές συζητούνται στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και ψηφίζονται στην ολομέλεια, αφού όμως προηγουμένως έχουν σχεδιαστεί πίσω από κλειστές πόρτες; Η ηλεκτρονική διαβούλευση ενός νομοσχεδίου ή η πρόσκληση των κοινωνικών εταίρων σε ακρόαση παρουσιάζεται από τις κυβερνήσεις ως αντίδοτο στην υπονοούμενη ασθένεια της απόλυτης κυριαρχίας ενός όλο και μικρότερου πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας στον χώρο των δημόσιων πολιτικών. Όμως ρίχνει πράγματι η διαβούλευση φως στον αόρατο κόσμο της πολιτικής;

Η περίπτωση του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια ανήλικων παιδιών, το οποίο συζητείται στην ολομέλεια της Βουλής αυτές τις μέρες, μαρτυρά ότι η διαβούλευση δεν εξασφαλίζει την υπεροχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έναντι της διαμεσολαβημένης. Για τον απλούστατο λόγο ότι η επιλογή των συμμετεχόντων στη διαβούλευση γίνεται ουσιαστικά από την κυβέρνηση, γεγονός που μοιραία συνεπάγεται αποκλεισμούς και περιορισμό του πλουραλισμού των θέσεων που εκφράζονται. Είναι αυτό ακριβώς το σημείο που θίγει η δημόσια διαφωνία της πρώην υπουργού και βουλευτή επικρατείας της ΝΔ κ. Μαριέττας Γιαννάκου: την ασύμμετρη επίδραση συγκεκριμένων ομάδων και λόμπι στη διαμόρφωση του εν λόγω νομοσχεδίου. Ακριβές καμπάνιες και δυναμική προβολή αιτημάτων ομάδων χωρίς γνωστή δράση κατά το παρελθόν εγείρουν ερωτηματικά για την επιδραστικότητα των ομάδων αυτών στο κείμενο που βρέθηκε μπροστά στους βουλευτές κατά το τελευταίο, και συμβολικό σε ένα σύστημα με αποδυναμωμένο τον θεσμό του κοινοβουλίου, στάδιο της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Πόσο ασφαλείς μπορούμε λοιπόν να είμαστε σε μια δημοκρατία όπου ο αόρατος κόσμος της πολιτικής έχει τον πρώτο λόγο;

Πέραν όμως του δίκαιου προβληματισμού για τη διαδικασία παραγωγής νομοθεσίας, το πνεύμα του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια ανήλικων παιδιών εμφανίζει ένα σημαντικό ελάττωμα: ανοίγει τον δρόμο για τον πληθωρισμό δικαστικών προσφυγών από τους γονείς που επιθυμούν εξαίρεση από τη σολωμόντεια λύση της συνεπιμέλειας που προβάλλεται από το νομοσχέδιο ως ο ορθός κανόνας, ανεξαρτήτως των αμφιλεγόμενων επιπτώσεων της συνεχούς αλλαγής τόπου κατοικίας των για την ψυχική ισορροπία των ανηλίκων που θεωρητικά ο νόμος επιχειρεί να προστατεύσει. Εκδικητικοί, αμελείς ή κακοποιητικοί γονείς θα στρέφονται ο ένας κατά του άλλου προκειμένου να ακυρώσουν τον «κανόνα» για την περίπτωσή τους και θα περιμένουν για χρόνια την αμετάκλητη δικαστική απόφαση ώστε να αποσαφηνιστεί η δέουσα σχέση των ανηλίκων με τους γονείς τους. Στο μεσοδιάστημα, η ψυχή των ανηλίκων θα δοκιμάζεται από τα συνεχή «πήγαινε-έλα» μεταξύ των κατοικιών των γονέων, την ένταση των αλλεπάλληλων ακροάσεων στα δικαστήρια και την πιθανή ακαταλληλότητα για την άσκηση της συνεπιμέλειας κάποιου εκ των γονέων. Και όλα αυτά στο όνομα μιας στείρας αντίληψης για την έννοια της ισότητας.

Η δικαστικοποίηση των προσωπικών σχέσεων δεν είναι μια δίκαιη λίστα. Η κοινωνία μας θα είχε να κερδίσει πολλά περισσότερα από τη θέσπιση ειδικού σώματος «μεσολαβητών ή συνηγόρων της οικογένειας», οι οποίοι θα προτείνουν τους όρους της επιμέλειας παιδιών ενός διαζευγμένου ζευγαριού κατά περίπτωση. Είναι βέβαιο ότι η ουσιαστική διαβούλευση του νομοσχεδίου θα έφερνε στην επιφάνεια μια τέτοια πρόταση. Όμως ο αόρατος κόσμος της πολιτικής είχε και πάλι τον τελευταίο λόγο.