Πολιτικη & Οικονομια

Περί εξειδίκευσης, επαϊόντων και έμμονων ιδεών

Σώτη Τριανταφύλλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μεταξύ των πολλών αντιφάσεων του δημοσίου διαλόγου είναι η εξής: άνθρωποι κατηγορούνται ότι ασχολούνται «με όλα» χωρίς να είναι ειδήμονες· παραλλήλως, επειδή οι επιστήμονες έχουν συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο (ανεξαρτήτως αν αυτό είναι γνωστό στο ευρύ κοινό), κατηγορούνται ότι διέπονται από έμμονες ιδέες.

Ως προς το πρώτο στοιχείο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πολλοί άνθρωποι είναι, με κάποιον τρόπο ειδικοί, χωρίς να κραδαίνουν σημαίες επιστημοσύνης. Φαντάζομαι ότι όλες οι σπουδές και οι ενασχολήσεις μπορούν να επαληθευτούν στο Ίντερνετ – μολονότι, πάντοτε πρέπει να διατηρούμε επιφυλάξεις. Ωστόσο, για να κατηγορηθεί κάποιος ότι δεν νομιμοποιείται να έχει λόγο σε διάφορα επιστημονικά θέματα, πρέπει πρώτα να εξακριβώσουμε την απύθμενη άγνοιά του.

Δεν διαφωνώ ότι υπάρχουν όντως πολλά θέματα στα οποία ο μη ειδικός οφείλει να δείχνει ταπεινότητα – να ακούει όλες τις απόψεις και να αποφασίζει με βάση τη λογική και τις προτιμήσεις του. Αλλά είναι δύσκολο να μετρηθεί τόσο η γνώση όσο και η άγνοια. Όντως, στην Ελλάδα πολλοί παριστάνουν τους ειδήμονες. Ακόμα περισσότεροι είναι ειδήμονες μιας παλιότερης εποχής: οι αλλαγές στον κόσμο μας είναι καταιγιστικές – συχνά μένουμε πίσω, προσκολλημένοι σε ξεπερασμένες σπουδές, σε επιστημονικές ιδέες που έχουν διαψευστεί.

Ωστόσο, ειδήμονες υπάρχουν. Εξάλλου, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι: δεν βαραίνουν το ίδιο όλες οι απόψεις, εφόσον, δικαίως, κάποιες βασίζονται σε γνώση και εμπειρία, ενώ άλλες είναι μετέωρες. Επικρατεί, από τη μια πλευρά, ισοπέδωση μέσω μιας διεστραμμένης ιδέας περί ισότητας· από την άλλη πλευρά, καλούμαστε να σιωπούμε μπροστά στους ειδήμονες.

Το πρόβλημα είναι ηθικής φύσεως: Πώς νομιμοποιείται ο ειδήμων; Ποια στάση πρέπει να διατηρεί ο μη ειδήμων; Πώς διακρίνουμε τον ειδήμονα από τον μη ειδήμονα; Είσαι, τελικά, ό,τι δηλώνεις; Και πάει λέγοντας. Η σωκρατική άποψη παραμένει έγκυρη, πλην όμως ο σύγχρονος κόσμος έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές και στο πρόβλημα της γνώσης. Κατηγορούμε λοιπόν ανθρώπους, των οποίων τις αποσκευές αγνοούμε, ότι «ασχολούνται με όλα» σαν τον Πίκο ντε λα Μιράντολα. Την ίδια στιγμή, όταν αντιλαμβανόμαστε πως, τελικά, δεν ασχολούνται «με όλα», αλλά εκφέρουν γνώμη σε μερικά, τους ταξινομούμε στους εμμονικούς.

Εξηγώ αμέσως με ένα παράδειγμα: όταν ένας ιστορικός ειδικευμένος στο Βυζάντιο γράφει ξανά και ξανά περί Βυζαντίου, θα χαρακτηριστεί άραγε «εμμονικός» του Βυζαντίου; Το Βυζάντιο –και, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια περίοδος ή ένα και μοναδικό φαινόμενο της βυζαντινής ιστορίας– είναι το γνωστικό του αντικείμενο, όχι η εμμονή του. Έτσι, στο δημόσιο διάλογο, παρά τα φαινόμενα, οι περισσότεροι επιστήμονες επανέρχονται, στην ουσία, στα ίδια ζητήματα, εκείνα με τα οποία έχουν ασχοληθεί και εκείνα που, κατά κάποιον τρόπο, γνωρίζουν. Η αντικειμενική γνώση είναι απέραντη, η υποκειμενική είναι σχετική. Μόλις γίνουν ορατά αυτά τα συγκεκριμένα ζητήματα, ιδιαιτέρως αν είναι αμφιλεγόμενα ή αν ο χειρισμός τους θεωρείται ρηξικέλευθος, ο επιστήμων δέχεται επίθεση: από τη μια πλευρά μέσω της νοοτροπίας «δεν θα μας πεις εσύ!», από την άλλη μέσω μιας πρωτόγονης ψυχανάλυσης η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος έχει «εμμονές».

Η πραγματικότητα είναι απλούστερη: ο καθένας από μας συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο αυτοπεριοριζόμενος – εμβαθύνει στα θέματα για τα οποία έχει γνώση. Κι επειδή αυτά τα θέματα είναι λιγοστά, ακόμα και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των πολυμαθών, επανερχόμαστε όλοι, λίγο-πολύ, στα ίδια θέματα, στα «δικά μας» θέματα. Τα οποία, για τους άλλους, είναι οι εμμονές μας. Δεν έχουμε επεξεργαστεί το πρόβλημα της ειδημοσύνης, όπως δεν έχουμε επεξεργαστεί το πρόβλημα της ελευθερίας του λόγου και της επίγνωσης των ορίων του καθενός. Έτσι, ο δημόσιος διάλογος πάσχει από φλυαρία και κουφότητα: κοντολογίς, ο καθένας μιλάει μοναχός του, κατά προτίμηση υποτιμώντας τον υποτιθέμενο συνομιλητή του.

Και επειδή, στην Ελλάδα η μόρφωση έχει υποτιμηθεί (μαθαίνω ότι αναρχικές ομάδες στα ΑΕΙ προβάλλουν το σύνθημα «το μοναδικό χαρτί που αξίζει είναι το τρελόχαρτο»), υποτιμάμε τους συμπολίτες μας· τους θεωρούμε ξύλα απελέκητα σαν εκείνα που, όταν ήμασταν μικροί, μας απειλούσαν ότι θα καταντήσουμε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν αντιμετωπίζουμε τους άλλους ως αμόρφωτους, αμόρφωτοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αλλά –κι εδώ καταλήγω κάπως μελαγχολικά– στην Ελλάδα η αγραμματοσύνη επιβραβεύεται.