Πολιτικη & Οικονομια

Εκπαιδευτική ανασυγκρότηση

Μπορεί η Ελλάδα να διδάξει χρήσιμη γνώση τα παιδιά της; Η πανδημία είναι η καλύτερη ευκαιρία να το αποδείξει

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για το άνοιγμα των σχολείων, την εκπαιδευτική διαδικασία και την ανασυγκρότητση που πρέπει να γίνει στη «μετά covid» εποχή

Με πάνω από 3.000 κρούσματα και 75 νεκρούς τη μέρα το άνοιγμα των λυκείων έχει σημαντικό ρίσκο. Τα παιδιά είναι μεγάλα και δύσκολο να υπακούσουν στους ιδιαίτερους κανόνες που επιβάλλει η πανδημία στον κλειστό χώρο του σχολείου. Ειδικά σε μια εποχή που οι μακρόχρονοι περιορισμοί προκαλούν την ισχυρή αντίδραση της νεολαίας και καλλιεργούν κλίμα απείθειας όχι μόνο προς το κράτος αλλά και προς τους μεγαλύτερους γενικώς. Τα self-test είναι ένα καλό εργαλείο για να ελέγξεις τη διασπορά του ιού, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εφαρμοστεί καθολικά αυτές τις δύο εβδομάδες πριν τις διακοπές του Πάσχα. Για να μη συζητήσουμε για το στατιστικό σφάλμα. Η κυβέρνηση κάνει πείραμα και η κοινωνία περιμένει με αγωνία το αποτέλεσμα. 

Τι θα γίνει τις επόμενες 15 μέρες; Από την πλευρά της κοινωνικοποίησης και της σταδιακής εκφόρτισης των εφήβων μας, η επανέναρξη είναι ωφέλιμη. Από εκπαιδευτική σκοπιά, τα οφέλη είναι μάλλον πενιχρά. Αλλά το σχολείο κάπως πρέπει να λειτουργήσει πριν μπει στη φάση των Πανελλαδικών. Δεν μπορείς να στείλεις τα παιδιά της Γ’ λυκείου στις εξετάσεις χωρίς έστω έναν μήνα διά ζώσης διδασκαλία. Και σε ένα μήνα, αν το σχολείο προσαρμοστεί αμέσως, μπορεί να κάνει μια αξιοπρεπή επανάληψη στην ούτως ή άλλως μειωμένη εξεταστέα ύλη. Από κοντά έρχονται και οι μικρότερες τάξεις. Το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαθητών είναι ένα άλλο ζήτημα προς διερεύνηση. Μην με ρωτάτε αν το μαθησιακό κέρδος αξίζει το πιθανό ρίσκο διάδοσης του ιού στη σχολική κοινότητα. Δεν έχω απάντηση.

Στην πανδημία αυτή όλα είναι πρωτόγνωρα και ταγοί και κοινωνίες πορεύονται ψάχνοντας. Δοκιμάζουν, μετρούν και αλλάζουν συνταγές αναζητώντας το καλύτερο αποτέλεσμα με βάση τα δεδομένα. Στη φάση που διανύουμε, η κυβέρνηση δείχνει να δοκιμάζει μια φυγή προς τα μπρος. Καταλαβαίνει ότι η κοινωνία συνήθισε τα κρούσματα, τους διασωληνωμένους, τους νεκρούς, τα ενσωμάτωσε στην καθημερινότητά της και θέλει να δώσει μια διέξοδο στην υπερπίεση των έστω και χαλαρών lockdown. Στη λογική που ανοίγει τα λύκεια, ανοίγει δειλά και το λιανεμπόριο δίνοντας μια επίφαση κανονικότητας ενώ το τρίτο κύμα σαρώνει ακόμα. Η συγκρατημένη ευφορία που προκαλεί ο αυξανόμενος ρυθμός εμβολιασμών, η δόμηση δηλαδή του τείχους ανοσίας, σε συνδυασμό με τα γενναία οικονομικά μέτρα στήριξης θεωρεί ότι αποτελούν μια καλή παρακαταθήκη για το μέλλον και αξίζουν το όποιο ρίσκο. Το αν θα δικαιωθεί, μόνο η ζωή θα το δείξει.

Με τη λήξη της πανδημίας η πατρίδα έχει ανάγκη από μια καθολική οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση. Γιατί τότε θα ψηλαφίσει τις πληγές της, τότε θα μετρήσει με καθαρό μυαλό τις απώλειες. Τότε θα τελειώσουν τα fake news, οι ανοησίες, οι πλακίτσες, οι γελοιότητες και οι υπερβολές που μας διασκεδάζουν ή μας θλίβουν αυτές τις δύσκολες καταθλιπτικές μέρες. Και τότε, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση θα αναμετρηθούν με την πραγματικότητα. Διότι θα πρέπει να μιλήσουν, όχι πολιτικάντικα αλλά πολιτικά - τεχνοκρατικά. Να καταθέσουν το σχέδιο που θα βγάλει τη χώρα στο φως αλλά και τον ανταγωνισμό της επόμενης μέρας. Ο πόνος για την απώλεια των συνανθρώπων μας θα είναι υπόθεση μόνο των συγγενών και φίλων των αδικοχαμένων.

Αν σήμερα είναι εύκολο να κάνεις τον ειδικό για τα έργα στην Ακρόπολη, να φαντάζεσαι διαπλοκή στην αγορά των self - test ή να καλείς σε διαδηλώσεις για τα αιτήματα του Κουφοντίνα, αύριο δεν θα είναι καθόλου εύκολο να περιγράψεις πειστικά τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος, που τότε θα είναι επιτακτικές. Γιατί χωρίς αυτές η χώρα θα βυθιστεί βαθύτερα στην κρίση. Πόσο μάλλον να τις νομοθετήσεις και να τις εφαρμόσεις. Το τέλος της πανδημίας θα προκαλέσει ραγδαίες μεταβολές τόσες όσες δεν θα γίνονταν στα 4 χρόνια μιας κυβέρνησης υπό κανονικές συνθήκες. Και η ψηφιακή μεταρρυθμιστική καταιγίδα που ξεκίνησε με αφορμή τον «εγκλεισμό» και εξελίσσεται ακμαία δεν στοχεύει φυσικά μόνο στη διευκόλυνση του πολίτη, αλλά πρωτίστως στην εκτίναξη της οικονομίας και της παραγωγής. Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε τη θητεία της έχοντας μπροστά της 4 χαλαρά χρόνια για να βελτιώσει κάποιους τομείς της Ελλάδος, τώρα ξέρει ότι θα πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα σε μικρότερο χρόνο πριν πάει σε εκλογές. 

Τι θα λέγατε λοιπόν και για μια εκπαιδευτική ανασυγκρότηση; Η πανδημία είναι η καλύτερη ευκαιρία. Μια χρονιά με έστω επιτυχημένη τηλεκπαίδευση σίγουρα έχει αφήσει μαθησιακά κενά στους μαθητές και τις μαθήτριες. Κυρίως δε των μικρότερων τάξεων. Και τα κενά δεν καλύπτονται με δήθεν επαναλήψεις σε δυο εβδομάδες της επόμενης χρονιάς. Συνεπώς χρειάζεται μια ριζική αναδιάρθρωση της διδακτέας ύλης κάθε τάξης και βαθμίδας σε βάθος δύο χρόνων. Που θα συμπυκνώνει δημιουργικά τις απαραίτητες γνώσεις που δεν διδάχτηκαν επαρκώς με εκείνες της επόμενης τάξης. Ένα νέο ευέλικτο πρόγραμμα σπουδών για την μετά την πανδημία σχολική χρονιά. Το οποίο φυσικά και πρέπει να εκπονήσει το ΙΕΠ αλλά θα πρέπει και να διαμορφώσει αναλόγως η κάθε σχολική μονάδα που ξέρει τα προβλήματα και τα «κενά» των μαθητών της. Που δεν θα πλατειάζει, δεν θα ασχολείται με το επουσιώδες, δεν θα καταφεύγει σε ακρότητες, αλλά θα δίνει την ουσία των αντικειμένων με εύληπτο τρόπο. Μπορεί επιτέλους η Ελλάδα να διδάξει χρήσιμη γνώση τα παιδιά της; Να μια ευκαιρία να το αποδείξει. Μεταξύ μας, δεν είμαι αισιόδοξος.

Αυτό φυσικά απαιτεί συνεργασία των εκπαιδευτικών, βοήθεια από τους λεγόμενους συντονιστές και συνεχή έλεγχο από τους διευθυντές ώστε να υπάρξει πραγματικά θετικό αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται για μια τυπική γραφειοκρατική αυτοαξιολόγηση την οποία αρνήθηκε η σχολική κοινότητα. Αλλά για ένα έκτακτο «μετά covid» πρόγραμμα σπουδών που οι δάσκαλοι λαμβάνουν την ευθύνη να υλοποιήσουν προς όφελος των μαθητών τους. Εδώ η εμπειρία της τηλεκπαίδευσης μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά υπό τύπο διαλέξεων τις απογευματινές ώρες με έκτακτο αλλά ειδικευμένο προσωπικό ανά περιφέρεια. Ειδικά σε περιοχές όπου η οικογένεια δυσκολεύεται να καλύψει έξοδα φροντιστηρίων. Ειδικότερα για τους μαθητές της πρωτοβάθμιας που έχουν περισσότερη ανάγκη. Διότι καλή η θεωρία αλλά μόνο η πράξη μπορεί να φέρει αποτελέσματα.

Και τα πρότυπα σχολεία πρέπει να γίνουν περισσότερα και η Τράπεζα Θεμάτων είναι χρήσιμη και η αξιολόγηση σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικών θα συμβάλει στη βελτίωση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Το κρίσιμο όμως είναι η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία. Αν είναι προσχηματική δεν πάμε πουθενά. Το ελληνικό σχολείο σήμερα θέλει:

  1. Σύγχρονα προγράμματα σπουδών,
  2. Νέα μικρά σχολικά βιβλία και πλούσιο ψηφιακό αποθετήριο,
  3. Αναβάθμιση υποδομών και κυρίως αίθουσες και εργαστήρια με ψηφιακή υποστήριξη,
  4. Ειδικά εκπαιδευμένους διευθυντές που θα έχουν λόγο και στο εκπαιδευτικό έργο.
  5. Σχολικούς συμβούλους μέσα στα σχολεία με αναβαθμισμένες αρμοδιότητες. 

Στόχος μας πρέπει να είναι η βελτίωση του μέσου όρου μέσω της οποίας και οι καλοί θα γίνουν καλύτεροι, αλλά και οι κακοί θα περιοριστούν σημαντικά. Και η όποια βελτίωση θα μετρηθεί σύντομα και στους διαγωνισμούς PISA για τα αποτελέσματα των οποίων δεν είμαστε υπερήφανοι. Οι άριστοι ούτως ή άλλως υπάρχουν και θα ξεχωρίσουν. Γιατί η αριστεία είναι τιμή και όχι ρετσινιά. Το ζήτημα είναι να αναθερμάνουμε το ενδιαφέρον των μαθητών για τη γνώση, τις δεξιότητες, το σχολείο.

Δεν είναι εποχή για να καταναλωθεί πολύτιμο πολιτικό και εκπαιδευτικό κεφάλαιο σε ανούσιες μπαγιάτικες συγκρούσεις μεταξύ υπουργείου, συνδικάτων και δασκάλων. Αντιθέτως, είναι εποχή για εντατική εκπαιδευτική δράση. Και η κοινωνία θα ζητήσει το λογαριασμό από την κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση ούτως ή άλλως θα καταγγέλλει τα πάντα. Η κυβέρνηση όμως πρέπει να δημιουργήσει.