- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κορωνοϊός και πόλεις - Μέρος 3ο: Αστική παρακμή και αναγέννηση
Το σοκ της πανδημίας που αρχικά θα σπρώξει τις μεγαλουπόλεις στην παρακμή, θα οδηγήσει πάλι σε μια διαδικασία αναγέννησής τους;
Η πανδημία και οι επιπτώσεις του συνδυασμού φυγής προς την περιφέρεια και «μετανάστευσης» της εργασίας, διασκέδασης και εκπαίδευσης στο ψηφιακό μετασύμπαν
Θα σκοτώσει ο κορωνοϊός τις πόλεις; Θα επιβιώσει η αστική κουλτούρα ή μπαίνουμε ήδη στην εποχή της πλήρους ψηφιακής ύπαρξης; Τι θα απογίνουν τα κέντρα των μεγαλουπόλεων; Ποιες ευκαιρίες και ποιούς κινδύνους εγκυμονεί το νέο αστικό τοπίο για τους νέους;
[Διαβάστε το 1ο Μέρος: Η ζωή αλλιώς εδώ και το 2ο Μέρος: Εικονική πραγματικότητα εδώ].
Ο κορωνοϊός έχει ήδη κοστίσει τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τα συστήματα υγείας κλυδωνίστηκαν. Ολόκληροι τομείς της οικονομίας κατέρρευσαν. Καριέρες πολιτικών ηγετών τερματίστηκαν ή απογειώθηκαν. Νέες μορφές και τεχνικές διακυβέρνησης αναδύονται, όπως και μεγάλα ερωτήματα για την επόμενη μέρα στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Ωστόσο, μια από τις πιο δομικές, μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας ίσως τη δούμε στη λειτουργία των μεγαλουπόλεων, στην ισορροπία αστικής και ψηφιακής κουλτούρας, και, ευρύτερα, στη σχέση μας με τη φυσική πραγματικότητα.
Η πανδημία μετέτρεψε τα παγκόσμια αστικά και οικονομικά κέντρα σε πόλεις-φαντάσματα. Τις δυστοπικές εικόνες άδειων λεωφόρων και εγκαταλελειμμένων τοποσήμων των πρώτων μηνών διαδέχθηκε ο δομικός μετασχηματισμός των χώρων και της κουλτούρας της εργασίας. Κολοσσοί όπως η Google και το Facebook προωθούν την ευέλικτη εργασία, ο Τζακ Ντόρσι ανακοίνωσε ότι οι πέντε χιλιάδες εργαζόμενοι του Twitter μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι «για πάντα», ενώ ο ιδρυτής του Spotify δήλωσε ότι η εποχή κατά την οποία το γραφείο ήταν το επίκεντρο της δουλειάς τελείωσε.
Η «μετανάστευση» της εργασίας, της διασκέδασης και της εκπαίδευσης στον ψηφιακό χώρο έχει προκαλέσει ένα τσουνάμι φυγής από τα κέντρα των δυτικών μητροπόλεων προς τα προάστια, που θυμίζει τη μαζική έξοδο λευκών από τα αστικά κέντρα των ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν το αυτοκίνητο, η μεταπολεμική ανάπτυξη της βιομηχανίας και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οδήγησαν στο suburbans prawl – στην εξάπλωση του προαστιακού ιστού.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, η ζήτηση για τους χώρους γραφείων της πολυεθνικής εταιρείας IWGPlc (πρώην Regus) μειώθηκε κατά 30% στη Νέα Υόρκη, ενώ σε προαστιακές περιοχές όπως το νότιο Κονέκτικατ αυξήθηκε πάνω από 40%. Αντίστοιχες τάσεις επικρατούν και στους επαγγελματικούς χώρους του Λονδίνου και της βρετανικής επαρχίας, τόσο στον ιδιωτικό τομέα, όσο και στα πανεπιστήμια τα οποία τώρα ξανασχεδιάζουν από το μηδέν ολόκληρη την παιδαγωγική φιλοσοφία τους ώστε να παρέχουν ένα υβριδικό μοντέλο φυσικής παρουσίας και διαδικτυακής παράδοσης.
Η αλλαγή αυτή εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις, που έτσι εξοικονομούν τεράστια ποσά σε γενικά έξοδα (ενοίκια, πάγια, λογαριασμούς, συνεργεία καθαρισμού, αναλώσιμα), όσο και τους υπαλλήλους που μέχρι τώρα πλήρωναν αστρονομικά ποσά για να νοικιάζουν μια τρύπα (π.χ. 4.000 δολάρια τον μήνα για μια γκαρσονιέρα στο Σαν Φρανσίσκο ή το Μανχάταν) για να βρίσκονται κοντά στη δουλειά τους.
Η φυγή προς τα έξω δημιουργεί και μια ευκαιρία: για τις κυβερνήσεις και για την επαρχία. Τα τελευταία χρόνια οι δυτικές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν την οργή των κατοίκων της αποβιομηχανοποιημένης περιφέρειας που μαστίζεται από την ανεργία και την υπανάπτυξη. Το γεωγραφικό αυτό ρήγμα κέντρου-περιφέρειας ενεργοποιήθηκε στο δημοψήφισμα για το Μπρέξιτ και στις προεδρικές εκλογές σε Γαλλία και ΗΠΑ, με τους δυσαρεστημένους της περιφέρειας να υποστηρίζουν λαϊκιστικές ή ριζοσπαστικές λύσεις. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει μια πολιτική δομικών επενδύσεων και μεταφοράς υπουργείων και κρατικών οργανισμών στον Αγγλικό βορρά (ο οποίος του χάρισε και την εκλογική νίκη), ενώ το BBC μόλις ανακοίνωσε ένα τολμηρό σχέδιο απομάκρυνσης χιλιάδων υπαλλήλων, υπηρεσιών και τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων από το Λονδίνο προς διάφορες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτού του συνδυασμού μετανάστευσης στο ψηφιακό μετασύμπαν, παράλληλης μετανάστευσης στα προάστια και την περιφέρεια, και απότομης πτώσης των ενοικίων και των τιμών των ακινήτων για μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη; Θα μετατραπούν οι μητροπόλεις σε δυστοπικές, μετα-αποκαλυπτικές αστικές χωματερές όπως στο Ready Player One του Σπίλμπεργκ; Θα αρχίσουμε να βλέπουμε ζώα να το σκάνε από τους ζωολογικούς κήπους και να περιφέρονται στις βιβλιοθήκες και τους ναούς όπως στους Δώδεκα Πιθήκους; Θα φυτρώσουν δέντρα μέσα απ’ τις σπασμένες πλάκες των εγκαταλελειμμένων κτιρίων, όπως στο Πρίπιατ του Τσερνομπίλ;
Όπως μας έχει δείξει ο κλάδος των αστικών σπουδών, οι πόλεις κάνουν αέναους βιολογικούς κύκλους ανάπτυξης, ποικιλομορφίας, καινοτομίας και κοσμοπολιτισμού, επέκτασης, γκετοποίησης, φυγής, παρακμής και αναγέννησης. Η σύγχρονη πόλη –μαζί με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου– είναι η πιο σημαντική εφεύρεση και το απόγειο του ανθρώπινου πολιτισμού. Μεγάλοι κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας και πιο πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Σένετ και ο Αλαίν ντε Μποτόν έχουν περιγράψει εξαιρετικά το πώς η ανάγκη συνύπαρξης στον περιορισμένο χώρο της πόλης παράγει κοινωνικές συμβάσεις, δημιουργικές συνάψεις, και τις συνθήκες για την προώθηση του πνεύματος και της ανθρωπότητας συνολικά.
Στο συγκλονιστικό της βιβλίο για τον εξευγενισμό (gentrification) της Νέας Υόρκης, η Σάρα Σούλμαν αναλύει τα στοιχεία που κάνουν μια πόλη ανοιχτή: η δυνατότητα συνύπαρξης και τριβής διαφορετικών ανθρώπων – νέων και ηλικιωμένων, φτωχών και πλουσίων, μεταναστών και γηγενών·το να μπορείς να βγάζεις το προς το ζην συνδυάζοντας με κάποιον τρόπο τις ικανότητες, τα όνειρα, τις σχέσεις, τα οράματα, τη βούληση και τις δεξιότητές σου.
Η πόλη δίνει στον άνθρωπο, και ειδικά στον νέο άνθρωπο, την ελευθερία να είναι άτομο· να είναι, δηλαδή, ο εαυτός του∙
Η πόλη δίνει στον άνθρωπο, και ειδικά στον νέο άνθρωπο, την ελευθερία να είναι άτομο· να είναι, δηλαδή, ο εαυτός του∙ να βρει και να αναπτύξει τη δική του, δηλαδή τη μοναδική του, ταυτότητα∙ και μέσα από αυτή τη συνύπαρξη, σύγκρουση, και ώσμωση εμπειριών, ενδιαφερόντων, ιδεολογιών, παραστάσεων, χρωμάτων, γεύσεων και πρακτικών, δημιουργείται ένας κοινωνικός ιστός πορώδης, εξωστρεφής, ανθεκτικός, ισχυρός∙ ένα αστικό τοπίο που καταλήγει να είναι μεγαλύτερο και σημαντικότερο από το σύνολο των επιμέρους στοιχείων του.
Για να γίνουν όλα αυτά, βέβαια, πρέπει η πόλη να τα επιτρέψει. Πρέπει, για παράδειγμα, να υπάρχουν περιοχές με προσιτά ενοίκια, με ποικιλομορφία επιχειρήσεων και μαγαζιών – και με συστέγαση κατοικιών, επιχειρήσεων και μαγαζιών (οι ελληνικές πόλεις είναι εξαιρετική περίπτωση κοινοτήτων μεικτής χρήσης), με χώρους στους οποίους φοιτητές, καλλιτέχνες, ομάδες, ερασιτέχνες και επαγγελματίες να μπορούν να αναπτύσσουν ελεύθερα την τέχνη και το επάγγελμά τους.
Ο εγκλεισμός των πλουσίων σε περίφρακτες κοινότητες (gated communities), η γκετοποίηση των εθνοτικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων στα banlieues του Παρισιού και των Βρυξελλών, τα σουρεαλιστικά ενοίκια και τιμές των ακινήτων στα κέντρα των πόλεων, η εκδίωξη ολόκληρων κοινοτήτων από τις γειτονιές που ζούσαν για δεκαετίες, η μαζική αγορά διαμερισμάτων (που μετά μένουν άδεια) από Κινέζους, Άραβες και Ρώσους επενδυτές –όλα αυτά τα φαινόμενα που τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε στις δυτικές πόλεις– συντελούν στον εκφυλισμό και στην παρακμή τους. Ο κορωνοϊός ίσως καταστεί η επανεκκίνηση, το resetbutton των δυτικών μεγαλουπόλεων, δηλαδή το σοκ που αρχικά θα σπρώξει τις πόλεις στην παρακμή, ρίχνοντας τα ενοίκια, διώχνοντας κατοίκους και επιχειρήσεις, ξεκινώντας πάλι τη διαδικασία αναγέννησης και εξέλιξής τους.
Η φθορά, η σήψη, η ερείπωση και η εγκατάλειψη κτιρίων, γειτονιών, αστικών τοπίων και παραστάσεων είναι συστατικό στοιχείο της πόλης. Η ζωή της πόλης είναι πολύ μακρύτερη από τη ζωή μεμονωμένων οικογενειών ή κτιρίων και, όπως τόσο συγκινητικά περιγράφει ο Νίκος Βατόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο του «Στο βάθος του αιώνα» (εκδ. Μεταίχμιο), οι μνήμες και τα κατάλοιπά τους σιγά-σιγά εξαϋλώνονται ή θάβονται κάτω από τη σκόνη του χρόνου.
Ο Έντουαρντ Γκλέιζερ, καθηγητής του Χάρβαρντ και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές των πόλεων σήμερα, πιστεύει ότι οι πόλεις θα επιβιώσουν, αλλά ότι θα γίνουν πιο φθηνές, πιο ανταγωνιστικές, πιο βρώμικες και ατημέλητες, πιο σκληρές, αλλά και πιο ανοιχτές στους νέους· πιστεύει, δηλαδή, ότι θα επιστρέψουν στο στάδιο του βιολογικού κύκλου στο οποίο βρέθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Ωστόσο, αυτή η άποψη προϋποθέτει ότι οι νέοι θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να χτίσουν τις ζωές τους στον πραγματικό χώρο και όχι στο μετασύμπαν. Τα παιδιά που θα γνωρίσουν για πρώτη φορά τη ζωή μόνο μέσα από την ψηφιακή εκπαίδευση και διασκέδαση δεν θα έχουν βιώσει κάτι διαφορετικό· δεν θα έχουν μάθει να κινούνται και να κοινωνικοποιούνται στους δρόμους και τις γωνιές των πόλεων· δεν θα έχουν συνδέσει τις μικρές και μεγάλες στιγμές της προσωπικής τους ιστορίας με τον δημόσιο χώρο της πόλης.
Υπάρχει επίσης άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα: το εάν η εμπειρία της τελευταίας χρονιάς –και ειδικά η ευκολία της ψηφιακής κατανάλωσης περιεχομένου και επικοινωνίας από το σπίτι– θα κάνει κάποιους να το σκέφτονται δύο φορές πριν περάσουν 45 λεπτά ή μία ώρα σε ένα τρένο, λεωφορείο ή αυτοκίνητο προκειμένου να παραβρεθούν σε μια συνάντηση, εκδήλωση, ομιλία, συναυλία ή βιβλιοπαρουσίαση που δεν είναι σίγουροι ότι τελικά θα αξίζει τον χρόνο τους· εάν δηλαδή θα δούμε έναν ολοένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που θα αμφισβητήσουν την αξία του «ξεβολέματος». Η κοινωνικοποίηση και η τυχαιότητα –ο πλούτος και το μυστικό της αστικής ζωής– είναι άυλα, αόρατα αγαθά, τα οποία συχνά δεν συνειδητοποιούμε ότι χρειαζόμαστε.
Ο συνδυασμός της φυγής προς την περιφέρεια, της μετανάστευσης στο ψηφιακό μετασύμπαν και της ανθρώπινης τάσης για ευκολία είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει ένα νέο ταξικό χάσμα. Σε ένα προφητικό απόσπασμα του βιβλίου της, η Σούλμαν αναρωτιέται: «Θα είναι τα πάντα (τα βιβλία, η μουσική, η πορνογραφία, η εκπαίδευση, οι ταινίες, η φιλία, η συντροφικότητα, η αγάπη, και η τηλεόραση) δωρεάν αν καταναλώνονται ονλάιν και απαγορευτικά ακριβά αν θέλεις να τα βιώσεις προσωπικά [δηλ. σε πραγματικό χώρο και χρόνο]»;
Η διοργάνωση εκδηλώσεων απαιτεί χρόνο και χρήμα και υπόκειται στους νόμους της αγοράς, δηλαδή της ζήτησης· η φυσική μας παρουσία απαιτεί χρόνο και κόπο και υπόκειται και αυτή στους δικούς της νόμους, της μίμησης και της κοινωνικής μάθησης. Θα γίνει άραγε η αστική ζωή ένα προνόμιο των πεφωτισμένων ελίτ, κάτι σαν την όπερα, τα μουσεία και τις έντυπες εκδόσεις;
Εάν όντως υπάρξει δομική αλλαγή στην αστική και ψηφιακή κουλτούρα της Δύσης, αυτή θα επηρεάσει –έστω και μερικώς– και την Ελλάδα
Οι επιπτώσεις του κορωνοϊού στις μεγαλουπόλεις της Δύσης ίσως διαφοροποιούνται στις ελληνικές πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη: η ελληνική περιφέρεια στερείται υποδομών και ανάπτυξης σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αποτελεί ελκυστική επιλογή για πολλές επιχειρήσεις και κατοίκους· τα ενοίκια και οι τιμές των ακινήτων στην πόλη δεν πέφτουν, αλλά ανεβαίνουν εντυπωσιακά μετά από μια δεκαετία κρίσης, ενώ διαμερίσματα και οικόπεδα με εξαιρετικές προοπτικές ξεπουλιούνται ταχύτατα σε ξένους, κυρίως κινέζους, επενδυτές – κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας σε πολλά επίπεδα· παρά τις τομές στην ψηφιοποίηση του κράτους, εξακολουθεί να υπάρχει ευρεία αντίσταση στην ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης και της διασκέδασης, οι αποστάσεις και το κόστος της μετακίνησης είναι μικρότερα, ενώ το κίνητρο συμμετοχής σε εκδηλώσεις είναι πρωτίστως κοινωνικό αντί ουσιαστικό, και η χρήση του δημόσιου χώρου πιο εξωστρεφής.
Όλα αυτά τα στοιχεία θα συνηγορούσαν υπέρ μιας σχετικής επιστροφής στο προ-πανδημικό στάτους κβο. Ωστόσο, εάν όντως υπάρξει δομική αλλαγή στην αστική και ψηφιακή κουλτούρα της Δύσης, αυτή θα επηρεάσει –έστω και μερικώς– και την Ελλάδα. Για παράδειγμα, η παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών (πλην των ταινιών-events που αφορούν τα μεγάλα franchises υπερηρώων και επιστημονικής φαντασίας) έχει ήδη περιοριστεί στον 21ο αιώνα, και μάλλον θα συνεχίσει να περιορίζεται κι άλλο, τουλάχιστον στη Δύση, μετατρέποντας το σινεμά σε όπερα με περιορισμένο ρεπερτόριο για συγκεκριμένα κοινά.
Το ερώτημα είναι ευρύτερο, κρίσιμο και προς το παρόν ρητορικό: πώς θα ενσωματώσει η αστική, αναλογική κουλτούρα της Ελλάδας τη μετανάστευση στο ψηφιακό μετασύμπαν των παγκόσμιων events χωρίς να περιθωριοποιηθεί;