Πολιτικη & Οικονομια

Κωνσταντίνα Μπότσιου: Οι Έλληνες στους ευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς

«Η επέτειος των 200 ετών δίνει αφορμή να αναστοχαστούμε τι σημαίνει σήμερα δυτική πρωτοπορία και πώς συνταιριάζεται με τις πάγιες επιδιώξεις που έχει χαράξει το ελληνικό έθνος»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 777
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αν.Καθηγήτρια & Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς ιστορίας (ΚΕΔΙΣ) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, γράφει στην ATHENS VOICE

H Ελληνική Επανάσταση ήταν η πρώτη επανάσταση που πέτυχε μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Παρότι οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις ήταν τότε αντίθετες σε φιλελεύθερες επαναστάσεις, οι Έλληνες υιοθέτησαν τις δίδυμες δυνάμεις του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού που είχαν αφετηρία τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η προβολή της Επανάστασης ως «εθνικής» δημιούργησε ένα υβρίδιο «χριστιανικού εθνικισμού» ικανού να κερδίσει σταδιακά την υποστήριξη των Δυνάμεων εκείνων που την είδαν σαν ευκαιρία για προσεκτικές αλλαγές στην ισορροπία ισχύος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίς τον κίνδυνο ενός νέου κύματος πολιτικού ριζοσπαστισμού. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία έγιναν αργότερα οι εγγυήτριες της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Οι Έλληνες εκμεταλλεύθηκαν τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα, ιδίως μεταξύ της Βρετανίας και της Ρωσίας, για να πλειοδοτήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, συγκρούστηκαν μεταξύ τους γύρω από τις ξενικές επιδιώξεις κάθε ελληνικής φατρίας. Οι «εμφύλιοι» της Επανάστασης ακολούθησαν την πορεία των διεθνών ανταγωνισμών.

Η Ρωσία ήταν η μοναδική ορθόδοξη Μεγάλη Δύναμη. Είχε κατοχυρώσει το προνόμιο να προστατεύει τους ορθοδόξους των Βαλκανίων με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Ο στρατηγικός της στόχος ήταν να πιέσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία παρήκμαζε εμφανώς από τον 18ο αιώνα, για να εξέλθει από τα Στενά στη Μεσόγειο. Ο στόχος υπηρετούνταν αποτελεσματικότερα με τη διαμόφωση μικρών ελεγχόμενων χριστιανικών κρατών στα Βαλκάνια.

Για να αποφύγει την εμπλοκή των άλλων μεγάλων Δυνάμεων σε μια περιοχή που θεωρούσε δική της δικαιοδοσία, η Ρωσία δεν ξεκίνησε ρωσο-τουρκικό πόλεμο παρά μόνο το 1828, όταν η δημιουργία της Ελλάδας φαινόταν στον ορίζοντα μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827). Μέχρι τότε, παρενέβαινε για να υπερασπιστεί τους ορθοδόξους Έλληνες έναντι των οθωμανικών αγριοτήτων και πρότεινε σχέδια αυτονομίας –τύπου παραδουνάβιων ηγεμονιών– με περιορισμένα σύνορα, όπως π.χ. το σχέδιο των τριών τμημάτων του 1824 που απορρίφθηκε από τους Έλληνες. Οι Έλληνες επεδίωξαν, ωστόσο, σταθερά να εμπλέξουν την Αγία Πετρούπολη στην υπόθεση της ανεξαρτησίας: η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν υπουργός Εξωτερικών του τσάρου και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπασπιστής του, η Επανάσταση εξερράγη στη Μολδοβλαχία, όπου δεν είχαν δικαίωμα να επέμβουν στρατιωτικά οι Οθωμανοί χωρίς ρωσική άδεια και,μέχρι να δοθεί  αυτή, η Ελληνική Επανάσταση στερεώθηκε στον «ακριτικό» Μοριά.

Η Αγγλία είχε κύρια μέριμνα να διασφαλίσει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα για τον στόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο. Προϋπόθεση ήταν να μην εξέλθει η Ρωσία από τα Στενά στο Αιγαίο. Επειδή η Ρωσία ήταν διατεθειμένη να φτάσει μέχρι την αυτονομία, η Αγγλία επένδυσε στην ανεξαρτησία. Μετά από κάθε Συνθήκη που πρότεινε η Ρωσία ακολουθούσε μια άλλη, βελτιωμένη για τους Έλληνες, από την Αγγλία (π.χ.  Πρωτόκολλο της Πετρούπολης του 1826 και Συνθήκη του Λονδίνου του 1827). Καίριος ήταν από το καλοκαίρι του 1822 ο ρόλος του Τζορτζ Κάνινγκ ως υπουργού Εξωτερικών. Έπεισε τη συντηρητική αγγλική πολιτική ότι τη συνέφερε η δημιουργία ενός ελληνικού κράτους στο Αιγαίο που θα συνυπήρχε στο χάρτη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εν μέσω των «εμφυλίων», η Αγγλία προσέδεσε στο άρμα της την Επανάσταση παραχωρώντας δύο δάνεια (1824, 1825), κίνηση που πρακτικά αναγνώριζε τους Έλληνες ως εμπολέμους.

Ο αγγλο-ρωσικός ανταγωνισμός συνέβαλε στην τελική κατάκτηση της ανεξαρτησίας το 1830 και στη διεύρυνση των αρχικά ασφυκτικών συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού το 1832. Η αγγλόφιλη μερίδα επικράτησε μετεπαναστατικά και στο εσωτερικό με σταθμούς τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) και τη δυναστική αλλαγή του 1863 από τον Όθωνα στον βασιλιά Γεώργιο Α’. Τότε η αγγλική επιρροή καθιερώθηκε ως κύρια ξένη επιρροή στην Ελλάδα, ενώ η Ρωσία στράφηκε στην υποστήριξη των σλαβικών εθνικισμών ερχόμενη αντιμέτωπη με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα. Οι αγγλικές παρεμβάσεις ώθησαν το κράτος να αποκτήσει θαλάσσιο κέντρο βάρους και να εξελιχθεί σε ναυτική δύναμη στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.

Η Γαλλία βρήκε στην Επανάσταση ένα δίαυλο για να αναδυθεί πάλι ως Μεγάλη Δύναμη. Το 1821 ζούσε σε καθεστώς Παλινόρθωσης με δευτερεύοντα ρόλο στα διεθνή δρώμενα. Ο βασιλιάς Κάρολος Ι΄, αδελφός του καρατομημένου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, βοήθησε τους Έλληνες επαναστάτες διπλωματικά και στρατιωτικά. Μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου η Γαλλία απέστειλε μεγάλη στρατιωτική αποστολή υπό τον στρατηγό Μαιζών να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 έφερε στο θρόνο τον πιο «λαϊκό» βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο και πέρασε τη Γαλλία από τη σκιά της Ρωσίας στο πλευρό της Αγγλίας, όπου συνέχισε και μετά την ελληνική ανεξαρτησία να διαβρώνει την Οθωμανική κυριαρχία, ιδίως στον θαλάσσιο χώρο της Εγγύς Ανατολής.

Οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις εγγυήθηκαν ατύπως την ελληνική ανεξαρτησία, όχι όμως και την επέκταση των συνόρων. Χρειάστηκε ένας αιώνας μέχρι να φτάσει η χώρα στο σύμφυτο με την ανεξαρτησία όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης: να επεκταθεί μέχρι να ενσωματώσει ολόκληρο το έθνος. Το 19ο αιώνα ενσωματώθηκαν τα Επτάνησα (1864) και η Θεσσαλία (1881) με διπλωματικές προπάντων ενέργειες, παρόλο που ο ελληνισμός ξεσηκωνόταν διαρκώς από την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από την Πελοπόννησο ως την Κύπρο. Η Μεγάλη Ιδέα εκπληρώθηκε κυρίως στον 20ό αιώνα με τους Βαλκανικούς και τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η Ελλάδα διευρυνόταν εδαφικά μέχρι το 1947. Ήταν από τις λίγες χώρες στο στρατόπεδο των νικητών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που κέρδισε έδαφος ως ανταμοιβή για την πολεμική της συμβολή (Δωδεκάνησα). Η εθνική ολοκλήρωση σκιάστηκε από βαριές ήττες και απώλειες με κυριότερες τη Β. Ήπειρο, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Το παλιό όνειρο της εξάπλωσης του κράτους και στις δύο ακτές του Αιγαίου δεν ευοδώθηκε. Αλλά η στρατηγική θέση της Ελλάδας έγινε αρκετά ισχυρή ώστε να συνεχίσει να διεκδικεί (π.χ. την Κύπρο) και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οπότε αναδείχθηκε σε κρίσιμο πάροχο ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Κατακτώντας την ανεξαρτησία, οι Έλληνες άγγιξαν το βαθύτερο όνειρο να φτάσουν τα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη που είχαν πρότυπο και τη δική τους κλασική αρχαιότητα. Η μακρά διάρκεια της Μεγάλης Ιδέας ανέβαλε τον οικονομικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό. Αλλά, έστω από απόσταση, κράτος, κοινωνία και οικονομία ακολουθούσαν τα πρωτοπορούντα ευρωπαϊκά έθνη. Η ιστορία γένεσης της νεωτερικής Ελλάδας τη διατηρούσε άλλωστε πάντοτε σαν πέρασμα, εκτεθειμένη στα διεθνή ρεύματα και επιρροές. Ο συστηματικός εκσυγχρονισμός και ο εξευρωπαϊσμός προσφέρθηκε για πρώτη φορά με την Pax Americana μετά το 1945. Η μακροχρόνια απουσία γενικευμένου πολέμου επέτρεψε στην Ελλάδα να μεταμορφωθεί ριζικά σε εναρμόνιση με το δυτικό «παράδειγμα».

Το 1821 η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία αποτελούσαν την πρωτοπορία του «εξευρωπαϊσμού». Σε εκείνη στόχευσαν οι Έλληνες. Η επέτειος των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης δίνει αφορμή να αναστοχαστούμε τι σημαίνει σήμερα δυτική πρωτοπορία και πώς συνταιριάζεται με τις πάγιες επιδιώξεις που έχει χαράξει το ελληνικό έθνος από τότε μέχρι σήμερα και από σήμερα για το αύριο.


Κωνσταντίνα Μπότσιου είναι Αν. Καθηγήτρια & Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς ιστορίας (ΚΕΔΙΣ) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου