Πολιτικη & Οικονομια

Κορωνοϊός και πόλεις, Μέρος 1ο: Η ζωή αλλιώς

Θα σκοτώσει ο κορωνοϊός τις πόλεις; Θα επιβιώσει η αστική κουλτούρα ή μπαίνουμε ήδη στην εποχή της πλήρους ψηφιακής ύπαρξης;

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 776
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς θα επηρεάσει ο κορωνοϊός τη ζωή στις μεγάλες πόλεις και πώς συνδέεται η μοναξιά με τον ολοκληρωτισμό

Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Waterloo στο Λονδίνο είναι –ή μάλλον ήταν– ο πιο πολυσύχναστος σταθμός στη Βρετανία και την Ευρώπη. Στη διάρκεια ενός έτους υπήρχαν πάνω από 200 εκατομμύρια αφίξεις και αναχωρήσεις στους δύο τερματικούς σταθμούς και στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Μέχρι πριν ένα χρόνο, αν βρισκόσουν στο Waterloo γύρω στις 8-9 το πρωί, θα έβλεπες να καταφτάνουν ασφυκτικά γεμάτα τα τρένα της South Western Railway από τις νότιες κομητείες. Στα τρένα αυτά στριμώχνονταν όρθιοι, μισοκοιμισμένοι, μισοαγχωμένοι, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και επιχειρηματίες που επέλεξαν να δουλεύουν στο Λονδίνο και να ζουν στην αγγλική επαρχία, προκειμένου αφενός μεν να μπορέσουν να αγοράσουν με δάνειο σε λογική τιμή ένα σπίτι, αφετέρου δε να παρέχουν στην οικογένειά τους μια καλύτερη ποιότητα ζωής: καλύτερα σχολεία για τα παιδιά, επαφή με τη φύση, περισσότερο χώρο, αίσθηση της κοινότητας.

Ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνουν οι πόρτες των τρένων πριν ανοίξουν, λειτουργούσε σαν το πυροβολισμό εκκίνησης του αφέτη στον στίβο. Μέσα σε περίπου δύο με τρία δευτερόλεπτα απ’ το άνοιγμα της πόρτας, η πλατφόρμα κατά μήκος δέκα βαγονιών είχε γεμίσει με ανθρώπους που διαγκωνίζονταν για να περάσουν τις μπάρες εξόδου και να μπουν στην ουρά για τον υπόγειο (ήσουν άτυχος, αν χρειαζόταν να κινηθείς ενάντια στο ανθρώπινο αυτό κύμα). Η ουρά για το μετρό του Waterlo στις ώρες αιχμής ξεκινούσε λίγο παραδίπλα, στα μαγαζιά, συνέχιζε μετά τις κυλιόμενες στο ισόγειο, στην κυρίως είσοδο του μετρό, περνούσε τις μπάρες εισιτηρίων, κατέβαινε δύο επίπεδα με τις σκάλες, συνεχιζόταν στους διαδρόμους και στις πλατφόρμες και κατέληγε στις ειδικές προστατευτικές πόρτες που ανοίγουν όταν φτάνει το τρένο. Πολύ συχνά, τις ώρες αιχμής ο σταθμός έκλεινε για λόγους ασφαλείας, με την αστυνομία και τους υπαλλήλους του σταθμού να προσπαθούν να διαχειριστούν τη ροή του πλήθους ώστε να ξαναανοίξει.

Οι εργαζόμενοι αυτοί είχαν ξυπνήσει στις 5 το πρωί σε μια κωμόπολη του Χάμσαϊρ ή του Σάρεϊ για να φτιάξουν πρωινό, να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να ετοιμαστούν, να πάνε στον σταθμό, να πάρουν το τρένο (δουλεύοντας όρθιοι για μια ή δύο ώρες σε λάπτοπ και κινητά απ’ τη στιγμή που μπήκε το WiFi στα τρένα), να φτάσουν στο Λονδίνο, να μπουν στον υπόγειο και μετά να περπατήσουν ή να μπουν ενδεχομένως σε ένα λεωφορείο, για να φτάσουν εντέλει κατά τις 9-10 στη δουλειά τους, να δουλέψουν μέχρι τις 6-7 το απόγευμα και να επαναλάβουν τη διαδικασία αυτή ώστε να γυρίσουν στο σπίτι τους κατά τις 8-9 το βράδυ. Συνήθως δεν προλάβαιναν να δουν καν τα παιδιά τους τα οποία ήδη κοιμούνταν. Το μυαλό τους συνέχιζε να τρέχει, να σκέφτεται τη δουλειά, τις προθεσμίες, τα μέιλ. Σίγουρα δεν είχαν ενέργεια για να κάνουν οτιδήποτε άλλο –πόσο μάλλον π.χ. να επικοινωνήσουν ουσιαστικά με τον/τη σύντροφό τους– πέραν του να φάνε ένα πιάτο φαΐ ή να δουν λίγο τηλεόραση και να πέσουν για ύπνο προκειμένου να ξυπνήσουν πάλι στις 5 το πρωί. Αυτό βέβαια προϋπέθετε ότι θα κοιμηθούν, γιατί κάποιοι από αυτούς ξαγρυπνούσαν στριφογυρίζοντας εμμονικά στο μυαλό τους τα προβλήματά τους.

Αυτή ακριβώς ήταν η καθημερινή πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους, για πάρα πολλά χρόνια. Το πιο περίεργο ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι που τα είχαν όλα –οικογένεια, καριέρα, εισόδημα, καλό σπίτι στην εξοχή– ήταν πολύ, μα πολύ δυστυχισμένοι. Στη Βρετανία υπάρχει εδώ και χρόνια ένα μεγάλο πρόβλημα με την υπερκόπωση (burnout), την κρυφή κατάθλιψη και τις αυτοκτονίες ανδρών, ειδικά της μέσης ηλικίας, αφού σε αυτό το στάδιο της ζωής συνήθως συνδυάζονται πολλοί επιβαρυντικοί παράγοντες: η απώλεια των γονέων, η πίεση της φροντίδας των παιδιών, η κορύφωση της παραγωγικότητας και των προσδοκιών στη δουλειά, η εμφάνιση προβλημάτων υγείας, και κυρίως τα υπαρξιακά ερωτήματα και ο αναπροσανατολισμός αξιών, αναγκών και προτεραιοτήτων που φέρνει η κρίση της μέσης ηλικίας.

Πριν από δύο χρόνια ο συντάκτης των Times, Ματ Ραντ, έκανε μια σημαντική, εκτεταμένη έρευνα μιλώντας με πολλούς μεσήλικες άνδρες που ζούσαν αυτό το μοντέλο ζωής. Οι συνεντεύξεις, τα άρθρα και το βιβλίο του Ραντ ήταν για τον δημόσιο διάλογο σαν να σπας ένα σπυρί που μαζεύει χρόνια πύον. Τα συναισθήματα ξεχείλισαν. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν κάθε μέρα, επί χρόνια, όχι μόνο με τη φθορά και την κόπωση της εργασίας, της μετακίνησης και των οικογενειακών καθηκόντων, αλλά κυρίως με την ενοχή: την ενοχή της απουσίας από την οικογενειακή εστία, από τη ζωή των παιδιών, από τη συζυγική ζωή, από την ίδια τη ζωή.

Όπως αναφέρει ο Ραντ, μιλάμε συχνά –και καλά κάνουμε– για το πώς οι γυναίκες παγιδεύτηκαν σε ένα σύστημα το οποίο τις υποχρεώνει να πρέπει να κάνουν τα πάντα, και να πρέπει να τα κάνουν καλά. Στις συνεντεύξεις μάλιστα αρκετές γυναίκες σημείωσαν ότι το να κάθεσαι σπίτι για να φροντίσεις τα παιδιά θεωρείται ως κοινωνική αποτυχία (και για αυτό πρέπει να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους, ειδικά όσοι ακόμη και σήμερα προωθούν το απατηλό όνειρο του να συνδυάζεις την τέλεια καριέρα με την τέλεια οικογένεια και την τέλεια ζωή).

Ωστόσο, η κρυφή «βόμβα» του κοινωνικού ιστού ήταν τα συναισθήματα των ανδρών. Η αίσθηση παγίδευσης σε έναν φαύλο κύκλο οικογενειακών εξόδων, στεγαστικού δανείου, ανάγκης για υψηλό μισθό και μιας δουλειάς που σε σκοτώνει αργά αλλά σταθερά. Τα συναισθήματα ενοχής και υπερηφάνειας που τους αποτρέπει όχι μόνο από το να μοιραστούν το πώς νιώθουν, αλλά και να το επεξεργαστούν οι ίδιοι: «Δεν έχω το περιθώριο να σκεφτώ το πώς νιώθω· δεν με παίρνει». Η έλλειψη δικτύων και δομών επικοινωνίας και υποστήριξης. Η έμφυλη, μάτσο κουλτούρα που θέλει τους άνδρες να είναι οι «πάροχοι» εργασίας και εισοδήματος – και η κουλτούρα της επίδειξης και της κατανάλωσης που απαιτεί αντίστοιχο χρήμα, για την οποία φταίνε και οι άνδρες και οι γυναίκες. Αλλά κυρίως η κουλτούρα της σιωπής.

Αυτή η δομή έσπασε αναγκαστικά με το λοκντάουν και την εργασία απ’ το σπίτι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι γλίτωσαν απεριόριστες ώρες μετακίνησης και ταλαιπωρίας και χιλιάδες λίρες σε εισιτήρια και καθημερινά έξοδα· πέρασαν έναν ολόκληρο χρόνο με τις οικογένειές τους, συζητώντας με τους συντρόφους τους, διαβάζοντας τα παιδιά τους, τριγυρνώντας στα πάρκα και στις γειτονιές τους, μιλώντας με τους γείτονες. Έμαθαν τι σημαίνει να μεγαλώνεις παιδιά ή να συζείς με κάποιον, απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν χρειάστηκε να αγοράσουν καινούργιες συσκευές, αυτοκίνητα ή ρούχα. Η πανδημία μπορεί να τους στέρησε τον εργασιακό χώρο, τα ταξίδια και όλα τα καλά της πόλης –πολλές φορές δοκίμασε τις αντοχές της συμβίωσης– αλλά ξεγύμνωσε τη ζωή τους από την ταπετσαρία των κοινωνικών συμβάσεων και τον θόρυβο των περισπασμών, ενώ ταυτόχρονα τους έδωσε την προοπτική ενός άλλου μοντέλου ζωής.

Το ερώτημα είναι αν η πρακτική αυτής της χρονιάς θα είναι μια προσωρινή παρένθεση ή αν θα οδηγήσει σε πιο μόνιμες δομικές αλλαγές

Εννοείται βέβαια ότι ο εγκλεισμός, η απουσία από τις πόλεις, και η πλήρης κατάρριψη των ορίων ανάμεσα στον εργασιακό και τον οικογενειακό χώρο δεν είναι βιώσιμα ή επιθυμητά. (Άλλωστε, απ’ την οπτική του φιλελευθερισμού, η κατανάλωση, η επίδειξη, η «απληστία» του να τα θέλεις όλα, και ο κοινωνικός ανταγωνισμός της προπανδημικής ζωής, δεν είναι εγγενώς κατακριτέα πράγματα, εφόσον όμως αποτελούν συνειδητή επιλογή).

Το ερώτημα όμως είναι αν η πρακτική αυτής της χρονιάς θα είναι μια προσωρινή παρένθεση –εάν δηλαδή αυτά τα κοινωνικά στρώματα θα επιστρέψουν στον προηγούμενο τρόπο ζωής, με την ανάμνηση της πανδημίας να αποκτά κάθε χρόνο τη μυθική πατίνα μιας αλλοτινής αυθεντικής εμπειρίας, μιας «χρυσής εποχής» την οποία θα περιγράφουν στα εγγόνια τους, ξεχνώντας τις δυσκολίες της απομόνωσης και αναπολώντας την ουσία της οικογενειακής επικοινωνίας– ή αν θα οδηγήσει σε πιο μόνιμες δομικές αλλαγές στις σχέσεις εργασίας-καθημερινότητας, πόλης-επαρχίας, ψηφιακού-φυσικού χώρου.

Η εμπειρία της χρονιάς αυτής μπορεί να πείσει κάποιους να αλλάξουν επάγγελμα ή καριέρα, μειώνοντας τις αποδοχές τους αλλά παραμένοντας κοντά στην οικογένειά τους. Μπορεί να πείσει άλλους να αφήσουν τις ανέσεις της επαρχίας και να ασπαστούν τα δεινά και τις ευτυχίες της αστικής ζωής στο κέντρο της πόλης. Μπορεί, τέλος, να ωθήσει κάποιους άλλους να αναθεωρήσουν τις επιλογές και τις προτεραιότητές τους ώστε να δώσουν έμφαση στις σχέσεις και τη συνεισφορά και συμμετοχή τους στην κοινότητα, είτε αυτή είναι η γειτονιά τους είτε η τέχνη τους.

Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι, όπως έγραψε κάποτε και ο Νασίμ Νίκολας Τάλεμπ, οι τρεις πιο επιζήμιοι εθισμοί για τον άνθρωπο είναι η ηρωίνη, οι υδατάνθρακες και ο μηνιαίος μισθός...

Συνεχίζεται την επόμενη εβδομάδα.