Πολιτικη & Οικονομια

Big Tech vs Έθνος - Κράτος

Το παιχνίδι παίζεται –και θα συνεχίσει να παίζεται– στο πεδίο επικράτησης της τεχνολογίας

Μίρκα Κάρρα
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς οι ισχυρότερες επιχειρήσεις media και τεχνολογικοί κολοσσοί, οι TechGiants, επηρεάζουν τις κρατικές δυνάμεις

Στις 8 Ιανουαρίου, το Twitter έκλεισε τον λογαριασμό του πρώην Προέδρου Trump ενόψει των γεγονότων στο Καπιτώλιο και «λόγω του κινδύνου περαιτέρω υποκίνησης βίας». Μέσα από σχετική ανακοίνωση δήλωσε ότι κανείς δεν είναι υπεράνω των κανονισμών λειτουργίας του ενώ η απόφαση πάρθηκε μετά από αξιολόγηση tweets του πρώην Προέδρου, ερμηνεύοντάς τα υπό «τους τρόπους με τους οποίους οι δηλώσεις του θα μπορούσαν να παρακινήσουν διάφορα ακροατήρια, […]καθώς και στο πλαίσιο του τρόπου συμπεριφοράς αυτού του λογαριασμού τις τελευταίες εβδομάδες». Ειρωνεία, φυσικά, καθώς κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τη «διπλωματία μέσω Twitter» του D. Trump και πόσο συνέβαλε ο ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας του στην εδραίωση της εκλογής του βάσης.

Στις 10 Φεβρουαρίου, το Facebook ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να αλλάζει τον αλγόριθμό του με σκοπό τον περιορισμό εμφάνισης πολιτικού περιεχομένου στη ροή των χρηστών του. «Το περιεχόμενο από επίσημες κυβερνητικές υπηρεσίες και πηγές θα εξαιρείται από την αλλαγή αλγορίθμου» ανακοίνωσε η δημοφιλής πλατφόρμα, ενώ ο νέος αλγόριθμος θα εφαρμοστεί, αρχικά, σε Καναδά, Βραζιλία και Ινδονησία. Μια απόφαση που προήλθε μετά από τις κατηγορίες για μονοπωλιακή δράση στις ΗΠΑ αλλά και λόγω του «πονοκέφαλου» που έχει προκληθεί μετά τις κατηγορίες για την ευκολία διάδοσης ρητορικής μίσους, παραπληροφόρησης ή λογοκρισίας.

Στην Αυστραλία, η «μάχη» μεταξύ των ισχυρότερων επιχειρήσεων media και τεχνολογικών κολοσσών, όπως το Facebook και η Google, μαίνεται για χρόνια. Η αυστραλιανή κυβέρνηση ψήφισε νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο Facebook και Google θα πρέπει να πληρώνουν τους μεγάλους εκδότες ειδήσεων για να δημοσιεύουν το περιεχόμενό τους στις πλατφόρμες. Ως αντίποινα, το Facebook  μπλόκαρε τη ροή ειδήσεων στην Αυστραλία, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τους χρήστες του να έχουν πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες όπως οδηγίες κυβερνητικών πηγών πληροφόρησης για την υγεία. Αντιδρώντας, τόσο οι χρήστες της πλατφόρμας όσο και η κυβέρνηση της Καμπέρα κατηγόρησαν το Facebook ότι «συμπεριφέρεται με χαρακτηριστικά κρατικών δυνάμεων», επιβεβαιώνοντας ότι η επιρροή της αμερικανικής πλατφόρμας στην Αυστραλία έχει καταστεί πλέον πολύ μεγάλη. Στον αντίποδα, η υπογραφή της ιστορικής συμφωνία Google και μιντιακού κολοσσού News Corp (Rupert Murdoch) σήμανε το τέλος μιας μακράς περιόδου διαμάχης επικράτησης.

Στη Μιανμάρ, από την άλλη, διεθνείς αντιδράσεις εγείρει η βίαιη καταστολή, καθημερινά, πολιτών, ακτιβιστών και οργανώσεων που διαδηλώνουν ενάντια στο βίαιο στρατιωτικό καθεστώς που εξουσιάζει τη χώρα από τις αρχές Φεβρουαρίου. Facebook και Instagram, σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την παραγωγή και διάδοση διαδικτυακής προπαγάνδας εκ μέρους του καθεστώτος, διέκοψαν τη λειτουργία σελίδων συνδεδεμένων με τη στρατιωτική χούντα. Το Facebook, ως κύρια πηγή ενημέρωσης των πολιτών της χώρας ,ανακοίνωσε ότι «Τα γεγονότα από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, συμπεριλαμβανομένης της θανάσιμης βίας, επιτάχυναν την ανάγκη για αυτή την απαγόρευση». Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και άλλες χώρες, έχουν καταδικάσει το καθεστώς απειλώντας με κυρώσεις.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι τα παραπάνω μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μηχανές αναζήτησης έχουν τεράστιες βάσεις χρηστών. Το Facebook μόνο διαχειρίζεται μια βάση χρηστών 2,8 δισ., ενώ Instagram (πάνω από 1 δισ.), Whatsapp (πάνω από 2 δισ.) κ.ά. ανήκουν επίσης στην ομπρέλα επιχειρήσεων του Mark Zuckerberg.

Το παιχνίδι παίζεται –και θα συνεχίσει να παίζεται– στο πεδίο επικράτησης της τεχνολογίας. Στα παραπάνω περιστατικά, συμφέροντα κρατικών δυνάμεων απειλούνται ευθέως από τη δράση των γνωστών πλέον ως TechGiants. Οι τελευταίοι παρουσιάζουν χαρακτηριστικά κρατικών δυνάμεων (μεγάλη βάση χρηστών/ακολούθων, συμμαχίες, καταδίκη αναθεωρητικών δρώντων, μεγάλη επιρροή, κ.α.). Ερωτήματα όπως «τι εργαλεία έχει στα χέρια της μια κρατική οντότητα ώστε αποτελεσματικά να προασπιστεί την ολοένα και αυξανόμενη (τεχνολογική) κυριαρχία των ανωτέρω γιγάντων» εύλογα προκύπτουν. Παράλληλα, η ικανότητα του δρώντα να ανταπεξέλθει σε ένα αναμενόμενο «κοινωνικό χάος», όπως αυτό που προκλήθηκε στην Αυστραλία, όταν πολίτες-χρήστες αλλά και επιχειρήσεις δεν θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τις δημοφιλείς πλατφόρμες, είναι κάτι που έχει επίσης ενδιαφέρον.

Και τέλος, δεδομένου του ολοένα αυξανόμενου μονοπωλίου στον τεχνολογικό τομέα, τι θα συνέβαινε εάν τα ηνία ενός εκ των ηγετικών επιχειρήσεων αναλάμβανε ένας CEO με αναθεωρητικές απόψεις, που απαξιώνει έννοιες όπως η ελευθερία του λόγου, η δημοκρατία και ο πλουραλισμός; Με λίγα λόγια, τι θα περιμέναμε εάν, για παράδειγμα, την ηγεσία δεν είχε μελλοντικά ένας Mark Zuckerberg, αλλά κάποιος με (σταδιακά) διαφορετικές και κυρίως επικίνδυνες για την κοινωνία θέσεις (και βλέψεις);