Πολιτικη & Οικονομια

Edito 306

Ο Φώτης Γεωργελές για το ποιος φταίει

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 306
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποιος φταίει για την οικονομική κρίση; Φταίνε τα σκάνδαλα, οι μίζες, τα φακελάκια, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φοροφυγάδες, τα καγιέν, η Μύκονος, η γκλαμουριά, η τηλεόραση, η έκπτωση των αξιών, ο Άκης, ο Καραμανλής, όλα ξεκίνησαν από τον Αντρέα, από τη μεταπολίτευση, από την οθωμανική σκλαβιά; Αυτή η συζήτηση, νομίζω, αρχίζει να γίνεται όχι μόνο αντιπαραγωγική, αλλά και αποπροσανατολιστική.

Την περίοδο 2004-09 αυξήθηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου κατά 75%. Οι μισθολογικές δαπάνες σχεδόν διπλασιάστηκαν, από 13 δις έφτασαν τα 22 ετησίως. Μόνο την τριετία 2006-2009 οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 34 δις, όσα δηλαδή μας λείπουν. Τελεία. Μην το ψάχνουμε άλλο. Τώρα να δούμε τι κάνουμε. Γιατί τώρα έχουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, όχι μόνο να πληρώσουμε τα χρέη αλλά να βρούμε τον τρόπο να μη δημιουργούμε συνεχώς καινούργια.

Όταν άρχισε αυτη η ιστορία, πολλοί άνθρωποι και εγώ μαζί, προσπαθούσαμε να πούμε ότι η αναζήτηση ενόχων είναι η κλασική λειτουργία του λαϊκισμού, που αναζητά φταίχτες για να αποκρύψει τις αιτίες του προβλήματος και να απομακρύνει τις λύσεις. Ο κυρίαρχος ελληνικός λαϊκισμός όσο πιο ριζοσπαστικά μιλάει τόσο πιο συντηρητικός είναι. Αναζητά ενόχους στους «άλλους» πάντα, τους ξένους, τους κερδοσκόπους, τους Γερμανούς, τη Μέρκελ, την παγκοσμιοποίηση, για να κρύψει τις παθογένειες του συστήματος και να αναβάλει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν. Σ’ αυτή τη χώρα, αν πιστέψουμε τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο, συμβαίνει ένα περίεργο φαινόμενο. Δεν υπάρχουν ανώτερα, μεσαία στρώματα, εξασφαλισμένα ή σχεδόν εξασφαλισμένα, που καταφέρνουν να μετακυλίουν το λογαριασμό στα ασθενέστερα. Αντιθέτως, είμαστε όλοι αδικημένοι. Όλοι μαζί, εμείς ο «λαός». Το «να πληρώσουν την κρίση αυτοί που τη δημιούργησαν», «να επιστρέψουν τα κλεμμένα όσοι τα έκλεψαν», είναι συνθήματα που πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα. Μόνο η αυτογνωσία θα μας βοηθήσει, μόνο αν δούμε μία-μία τις αγκυλώσεις και τις στρεβλώσεις του οικονομικού μας μοντέλου έχουμε ελπίδα να το αλλάξουμε. Αυτό ακριβώς δεν θέλει ο ελληνικός συντηρητισμός.

Όμως τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται ο αντίθετος λαϊκισμός, που έχει βέβαια το ίδιο αποτέλεσμα. Στη θέση του «φταίνε οι άλλοι» τώρα προπαγανδίζεται το «φταίμε όλοι». Η γενικότητα του «όλοι» φταίμε είναι το ίδιο αποπροσανατολιστική. Αν φταίμε όλοι, τότε δεν φταίει κανείς. Τα όλοι, όσοι, αυτοί, είναι αόριστες αντωνυμίες.

Είναι αλήθεια πως όταν ένα οικονομικό μοντέλο λειτουργεί συναινετικά χρόνια τώρα, σημαίνει ότι υπάρχει και μια κοινωνική πλειοψηφία που μέχρι τώρα βολεύεται μ’ αυτό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι φταίμε όλοι. Πρώτα πρώτα γιατί πολλοί δεν φταίνε καθόλου. Δεν φταίνε οι 800 χιλιάδες άνεργοι. Δεν φταίνε οι μετανάστες, το σύγχρονο προλεταριάτο που δουλεύει χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Δεν φταίνε οι νέοι που στις ηλικίες τους η ανεργία φτάνει το 30%. Δεν φταίνε οι γυναίκες που 4 στις 10 είναι αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας. Δεν φταίνε οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που δουλεύουν σε σκληρές συνθήκες με χαμηλούς μισθούς. Αλλά, κυρίως, δεν φταίμε όλοι για την επίλυση του προβλήματος. Μπορεί να έχουμε τις ευθύνες μας, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, αλλά η αντιμετώπιση της κρίσης, η επίλυση του πολιτικού προβλήματος, δεν είναι δικιά μας δουλειά. Είναι δουλειά του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό υπάρχει η κυβέρνηση, γι’ αυτό πληρώνουμε τα κόμματα. Φοβάμαι δηλαδή ότι η θεωρία του «φταίμε όλοι» έχει ως στόχο τη διάχυση των ευθυνών, ώστε πάλι να μην αλλάξει τίποτα. Αν μιλήσεις με κάποιον πολιτικό, οποιουδήποτε κόμματος, θα το διαπιστώσεις. Μιλάνε κι αυτοί ως δημοσιογράφοι, ως παρατηρητές. Αυτή είναι η Ελλάδα, τι να κάνουμε. Λες και δεν είναι η δουλειά η δικιά τους να την αλλάξουν.

Συμπληρωματική της προηγούμενης είναι και η θεωρία που λέει ότι όλα αυτά τα χρόνια χάσαμε τις ψυχές μας, στραφήκαμε στην κατανάλωση, στο χυδαίο υλισμό, απομακρυνθήκαμε από την ποιότητα και τον πολιτισμό και ίσως αυτή η κρίση θα μας κάνει και καλό, θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, φτωχότεροι αλλά πιο αξιοπρεπείς. Δεν με συγκινούσε ποτέ η ιδέα της πτωχής πλην τιμίας Ελλάδος. Τα πράγματι ελαφρώς αστεία φαινόμενα της ελληνικής καταναλωτικής κοινωνίας των προηγούμενων χρόνων δεν οφείλονται στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, αλλά στο γεγονός ότι αυτή η ευμάρεια ήταν ψεύτικη, παρασιτική, με δανεικά και μαϊμού επιχορηγήσεις, φοροδιαφυγή και αργομισθίες. Φοβάμαι πως η ξαφνική συμπάθεια προς τη φτώχεια έχει επίσης στόχο την εξοικείωσή μας με το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα δεν λογαριάζει να προχωρήσει στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές που θα μεταμορφώσουν το οικονομικό μοντέλο, δεν θα αντιμετωπίσει τις παθογένειες και θα μετακυλίσει το λογαριασμό σε όλους ως λιτότητα.

Γιατί αλλιώς δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη φτώχεια ούτε ως ενδεχόμενο. Γι’ αυτό δεχόμαστε να κάνουμε αλλαγές στη ζωή μας, για να την κάνουμε καλύτερη, για να στήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο που θα παράγει πλούτο για την κοινωνία, πιο δίκαια, πιο παραγωγικά, πιο σύγχρονα. Αλλιώς γιατί τα κάνουμε; Αντιθέτως. Δεν είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι ούτε με τις μειώσεις μισθών, ούτε τις μειώσεις των συντάξεων, ούτε τις μειώσεις των αποζημιώσεων απόλυσης, ούτε τους έμμεσους φόρους, ούτε τις έκτακτες εισφορές. Τα δεχόμαστε γιατί υποτίθεται ότι η συμφωνία μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι θα προχωρήσουμε σ’ αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα αναπληρώσουν με το παραπάνω τα τώρα πρόσκαιρα χαμένα εισοδήματα. Ούτε να το σκέφτονται ότι θα καθυστερήσουν, θα αναβάλουν, θα τα μπαλώσουν με μεσοβέζικες λύσεις, θα αρκεστούν στις περικοπές και τη λιτότητα. Γιατί τότε θα καταλάβουν τι σημαίνει κοινωνική έκρηξη, δεν έχουν δει τίποτα ακόμα.