Πολιτικη & Οικονομια

Τεντ Κρουζ: Αυτός που θέλει να γίνει Τραμπ στη θέση του Τραμπ

Ο υπερσυντηρητικός Γερουσιαστής του Τέξας δεν κρύβει τις προεδρικές του φιλδοξίες

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τεντ Κρουζ: Ακραία συντηρητικός, θερμός υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, φιλοδοξεί να κερδίσει αυτούς που υποστήριζαν μέχρι τώρα τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ

Με τις εκλογές του 2020 να δίνουν στους Δημοκρατικούς σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο στην Ουάσιγκτον, η εσωστρέφεια των Ρεπουμπλικάνων έχει ήδη ξεκινήσει να αναδεικνύει τους επίδοξους σημαιοφόρους της μετά Τραμπ εποχής. Ο Γερουσιαστής του Τέξας, Τεντ Κρουζ, ο οποίος βρέθηκε πριν λίγες μέρες ξανά στην επικαιρότητα καθώς όσο δοκιμαζόταν η πολιτεία του από μια ιστορική κακοκαιρία εκείνος ταξίδεψε στο Κανκούν του Μεξικό, είναι ένα από τα στελέχη που προσπαθούν να κάνουν θόρυβο με φόντο τη διεκδίκηση του χρίσματος για τις εκλογές του 2024. 

Προφανώς, ακόμα είναι πολύ νωρίς. Θα χρειαστούν τρία χρόνια μέχρι να ξεκινήσουν οι εσωκομματικές διαδικασίες, ενώ η επίδοση του Κρουζ πίσω στις προκριματικές του 2016 ήταν απογοητευτική καθώς μέτρησε μόλις έντεκα πολιτείες απέναντι στις σαράντα-τέσσερις του Τραμπ. Όμως, το γεγονός πως παραμένει ένας από τους κύριους παίχτες των Ρεπουμπλικάνων παρά τη συντριβή του απέναντι στον Ρεπουμπλικάνο πρώην πλέον Πρόεδρο, είναι ενδεικτικό τόσο των δικών του χαρακτηριστικών, όσο και της ιδιοσυγκρασίας του κόμματος που θα προσπαθήσει ξανά να οδηγήσει πίσω στον Λευκό Οίκο.

Ένας πραγματικός ιδεολόγος της συντήρησης

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας – και της Προεδρίας, σε έναν βαθμό – του Ντόναλντ Τραμπ ήταν πως ο ίδιος είχε μια απροσδιόριστη πολιτική ιδεολογία. Για τον Κρουζ ισχύει ακριβώς το αντίθετο, καθώς αποτελεί έναν από τους πιο ιδεολογικοποιημένους Γερουσιαστές στην Ουάσιγκτον και γνήσιο εκπρόσωπο της συντηρητικής πτέρυγας των Ρεπουμπλικάνων ήδη από τη δεκαετία του 90. Ενδεικτικά, ως ιδιώτης δικηγόρος υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του πανίσχυρου λόμπι των όπλων (National Rifle Association) ενώ συνέβαλε στη σύνταξη του κατηγορητηρίου υπέρ της – αποτυχημένης – αποπομπής του Μπιλ Κλίντον από την Προεδρία. Αντίστοιχα, υπήρξε νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους ενώ παράλληλα έχτιζε το πολιτικό του κεφάλαιο στο Τέξας υπηρετώντας ως πολιτειακός γενικός αντιεισαγγελέας από το 2003 μέχρι το 2008. 

Μετά από μια σύντομη επιστροφή στην ιδιώτευση, ο Κρουζ εκλέχθηκε για πρώτη φορά στη Γερουσία το 2012, στις εκλογές που ο Μπαράκ Ομπάμα εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία του επικρατώντας του Μιτ Ρόμνεϊ. Ο συγκεκριμένος πολιτικός χρόνος έχει τη σημασία του, καθώς μαζί με τον Ρόμνεϊ ηττήθηκε και η μετριοπαθής πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την επέλαση του συντηρητικού λαϊκισμού που κυριάρχησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Με το 40% των ισπανόφωνων Τεξανών στο πλευρό του, ο Κρουζ ανέβηκε μαινόμενος στην Ουάσιγκτον, με το Γερουσιαστικό του έργο μέχρι σήμερα να βαθμολογείται με 95% από την Αμερικανική Συντηρητική Ένωση – το μεγαλύτερο συντηρητικό λόμπι στις ΗΠΑ.

Μια γρήγορη ανάγνωση των απόψεων του Κρουζ επιβεβαιώνει πως αυτή η αξιολόγηση είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Πέρα από την αμέριστη στήριξη του στην οπλοκατοχή, ο οικονομικά φιλελεύθερος Τεξανός Γερουσιαστής θεωρεί πως η έκτρωση θα έπρεπε να είναι νόμιμη μόνο σε περιπτώσεις όπου απειλείται η ζωή της μητέρας, πολέμησε φανατικά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Ομπάμα (το γνωστό Obamacare), εναντιώθηκε στη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, τάσσεται υπέρ της θανατικής ποινής ενώ παραμένει αρνητής της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, ο Κρουζ αποτελεί ένα ιδεολογικό poster boy του σύγχρονου Ρεπουμπλικανικού κόμματος και των θέσεων που καθορίζουν την ταυτότητα του. Έτσι, είναι βέβαιο πως θα βασίσει τις πιθανές μελλοντικές Προεδρικές του φιλοδοξίες πάνω στα αδιαμφησβήτητα συντηρητικά του διαπιστευτήρια, τα οποία του επιτρέπουν να μετακινηθεί ακόμα πιο πολύ προς το περισσότερο συντηρητικό ακροατήριο. 

Το προσωπικό ζήτημα της μετανάστευσης

Όπως προδίδει το επώνυμο του, ο Κρουζ έχει λατινοαμερικάνικες ρίζες. Ο πατέρας του, Ράφαελ, μετανάστευσε από την Κούβα στις ΗΠΑ το 1957 για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, έχοντας βρεθεί στο παρελθόν στο στόχαστρο του καθεστώτος Μπατίστα. Έχοντας εξασφαλίσει πολιτικό άσυλο,  ο Ράφαελ Κρουζ έζησε νόμιμα στις ΗΠΑ μέχρι την προσωρινή μετακίνηση του στο Κάλγκαρι του Καναδά, όπου γεννήθηκε ο Τεντ· στα πλαίσια των εκλογών του 2016, ο Τραμπ είχε δηλώσει πως ο Κρουζ ίσως δεν έχει το δικαίωμα να κατέβει για Πρόεδρος καθώς γεννήθηκε εκτός Αμερικανικού εδάφους, με την υπόθεση να φτάνει στο εκλογοδικείο του Ιλινόι – το οποίο αποφάσισε πως η υποψηφιότητά του ήταν νόμιμη καθώς η μητέρα του ήταν Αμερικάνα. Ο Κρουζ αποποιήθηκε της Καναδικής του υπηκοότητας το 2014, ενώ ο πατέρας του έγινε Αμερικάνος πολίτης μόλις το 2005, μισό αιώνα μετά τη μετακίνηση του στις ΗΠΑ.

Παραδόξως, αυτή η δαιδαλώδης οικογενειακή ιστορία συνεχών μεταναστεύσεων και πολιτογραφήσεων – αλλά και διώξεων – είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που θα περίμενε κανείς σε ό,τι αφορά τις θέσεις του Κρουζ για το μεταναστευτικό ζήτημα. Ο ίδιος χρησιμοποιεί την ιστορία του πατέρα του ώστε να υποστηρίξει πως ο μόνος αποδεκτός τύπος μετανάστευσης είναι εκείνος που καθορίζεται από αυστηρές νόμιμες διαδικασίες, προσθέτοντας πως οι παράνομοι μετανάστες – η πλειοψηφία των οποίων είναι λατινοαμερικάνοι – δε θα έπρεπε να αποκτήσουν κανένα μελλοντικό δικαίωμα στην Αμερικανική υπηκοότητα, όπως έχει εξαγγείλει ο Μπάιντεν. Ουσιαστικά, η σκληρή μεταναστευτική πολιτική που υποστηρίζει ο Κρουζ έχει δύο στόχους: πρώτον, να προσεγγίσει τους σκληροπυρηνικούς ψηφοφόρους που ορκίζονταν στο προεκλογικό σύνθημα “build the wall” του Τραμπ και, δεύτερον, να τον καταστήσει ως τον αδιαμφησβήτητο εκπρόσωπο της λιγότερο προβεβλημένης, εκλογικά πανίσχυρης και αρκετά συντηρητικής λατινοαμερικανικής κοινότητας της «ζώνης του ήλιου» από τη Φλόριντα μέχρι την Αριζόνα.

Η προσχηματική στήριξη στον Τραμπ

Ίσως το πιο κομβικό σημείο της πολιτικής του καριέρας να αποτέλεσε η στήριξη που παρείχε στον Τραμπ στο τέλος της Προεδρικής του θητείας. Ο Κρουζ υπερασπίστηκε εξολοκλήρου τις ανυπόστατες κατηγορίες περί νοθείας υπέρ του Τζο Μπάιντεν, παρέχοντας έμμεση στήριξη τους ακροδεξιούς διαδηλωτές που επιτέθηκαν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου. Προφανώς, ο Κρουζ δεν είδε ξαφνικά τον Τραμπ ως απερχόμενο Ρεπουμπλικάνο statesman, απλώς αντιλήφθηκε πως μπορεί δυνητικά να καλύψει τον ιδεολογικό χώρο που θα μείνει κενός αν ο πρώην Πρόεδρος δεν καταφέρει να ανακάμψει πολιτικά. Άλλωστε, φρόντισε συστηματικά να φέρεται ως σύμμαχος του Τραμπ στη Γερουσία, αφήνοντας πίσω του μια σειρά από απίστευτα μειωτικούς χαρακτηρισμούς που εκτόξευσε εναντίον του ο πρώην Πρόεδρος στα πλαίσια των εσωκομματικών εκλογών.

Έτσι, η θρυλική – και αυτοκαταστροφική – αμετροέπεια του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου μπορεί θεωρητικά να δώσει στον Κρουζ μια τεράστια ευκαιρία. Ειρωνικά όμως, το πολιτικό μέλλον του εξαρτάται για άλλη μια φορά από τη δημοφιλία του πρώην αντιπάλου του στους αντισυστημικούς ψηφοφόρους· αν ο Τραμπ παραμείνει ο κύριος παίχτης στο κόμμα, τότε ο Κρουζ δύσκολα θα βρει τον χώρο που ψάχνει ώστε να τον αντικαταστήσει ως τον επικεφαλής του υπερσυντηρητικού ρεύματος – ακόμα και αν, ιδεολογικά μιλώντας, μπορεί να αποτελέσει έναν αυθεντικό εκφραστή του. Αν όμως ο Τραμπ αποτύχει να επιστρέψει, τότε ο Κρουζ θα έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει τους ψηφοφόρους που δε σκοπεύουν να συγχωρήσουν τους Μάικ Πενς και Νίκι Χέιλι για τις αποστάσεις που πήραν από τον Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο.

Μια συνεπής παραδοξότητα

Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω, θα συνειδητοποιήσουμε πως ο Κρουζ αποτελεί ένα πολιτικό παράδοξο. Ο Τεξανός Γερουσιαστής είναι ταυτόχρονα γιός Κουβανού πρόσφυγα από το Τέξας, αλλά και ορκισμένος υποστηρικτής της αυστηρότερης δυνατής μεταναστευτικής πολιτικής, ένας αριστούχος απόφοιτος κορυφαίων Αμερικανικών πανεπιστημίων αλλά και πολέμιος των «φιλελεύθερων ακαδημαϊκών ελίτ» της Ανατολικής ακτής και ένας από τους μεγαλύτερους εσωκομματικούς αντιπάλους του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και πρόθυμος κληρονόμος της εσωκομματικής πολιτικής του σχολής. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως παρότι θεωρείται εξαιρετικά αντιπαθής και εξωφρενικά αλαζόνας από το σύνολο των Δημοκρατικών – αλλά πιθανότατα πλέον και από την πλειοψηφία των ανεξάρτητων ψηφοφόρων – ο Κρουζ έχει τόσο το χάρισμα να παίζει με το θυμικό των συντηρητικών Αμερικάνων, όσο και το πολιτικό ένστικτο ώστε να επιβιώνει επανειλημμένα από επικοινωνιακές ήττες.

Σε έναν ουδέτερο πολιτικό χρόνο, τα πολιτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά του θα τον καταξίωναν ως έναν εκπρόσωπο των Ρεπουμπλικάνων του περιθωρίου. Ως άλλος Πατ Μπιουκάναν, ο Κρουζ θα μπορούσε θεωρητικά να εξελιχθεί σε αυτόκλητο θεματοφύλακα της συντήρησης και σχεδόν μόνιμο υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού χρίσματος – όπως έκανε ο Μπιουκάναν στα 90’s και τα 00’s, χωρίς ποτέ να εκφράσει ένα καθαρά πλειοψηφικό ρεύμα. Όμως, η ξεκάθαρη μετατόπιση του κόμματος προς τα δεξιά – της οποίας ο Τραμπ ήταν περισσότερο αποτέλεσμα απ’ όσο αίτιο – δίνει στον Κρουζ μια πολύ μεγαλύτερη πλατφόρμα από αυτή που αντιστοιχούσε στις θέσεις και το λόγο του. Αν η ήττα του Τραμπ αποτελεί την ευκαιρία της επιστροφής των μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων, η Προεδρία Μπάιντεν αποτελεί την αφορμή ο Κρουζ και οι ομοϊδεάτες του να παραμείνουν στο τιμόνι του κόμματος – και, δυστυχώς, μέχρι τώρα εκείνοι είναι που κερδίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, η υποτίμηση του Κρουζ θα ήταν μεγάλο λάθος. Μπορεί συχνά να φαίνεται αφελής και ανόητος, η προσωπική, πολιτική και ιδεολογική του συνέπεια όμως υποδεικνύουν πως θα παίξει ρόλο στην επόμενη μέρα του κόμματος του· κατά κάποιο τρόπο, αν ο Κρουζ δεν έπεφτε πάνω στο φαινόμενο Τραμπ, τότε πιθανότατα θα ήταν ήδη ένας από τους αδιαφιλονίκητους εκφραστές των σημερινών Ρεπουμπλικάνων. Έτσι, αν τελικά καταφέρει να συντάξει πίσω του έστω ένα μέρος από το εσωκομματικό συνονθύλευμα υπερσυντηρητικών Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων, τότε θα μπορέσει να διεκδικήσει ξανά με αξιώσεις το χρίσμα του 2024.