- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δικαιοσύνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και κράτος δικαίου
Δεν πρέπει να επιληφθεί επιτέλους ο Έλληνας νομοθέτης για να αποφευχθεί η ανθρωποφαγία και η δολοφονία χαρακτήρων, ιδιαίτερα την εποχή της κυριαρχίας των πάσης φύσεως Mέσων;
Η προκαταρκτική έρευνα πρέπει, κατά το δυνατόν, να εκτελείται «μυστικά» χωρίς να επεμβαίνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Τo 2010-11 απασχόλησε τη γερμανική κοινή γνώμη η υπόθεση Kachelmann. Ο ελβετός παρουσιαστής του δελτίου καιρού στο πρώτο κρατικό κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης κατηγορήθηκε για βιασμό και κρατήθηκε υπόδικος 131 ημέρες για να αθωωθεί στη συνέχεια από το δικαστήριο. Όλο αυτό το διάστημα τα ΜΜΕ έψαχναν ανεξέλεγκτα την ερωτική του ζωή, διέδιδαν «γεγονότα» από τα αρχεία της έρευνας που φέρεται να τον ενοχοποιούσαν, τα οποία εκ των υστέρων αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό λανθασμένα ή ψευδή. Η ιδιωτική του ζωή είχε γίνει διάτρητη. Δημοσιογράφοι και ΜΜΕ τοποθετούνταν κατά και κάποιοι υπέρ του κατηγορουμένου, επικαλούμενοι «στοιχεία» της αστυνομικής και εισαγγελικής έρευνας. Πήραν μάλιστα συνεντεύξεις από ερωμένες του που αργότερα εμφανίστηκαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο. Όλη αυτή την περίοδο, η εικόνα που καλλιεργήθηκε ήταν του ενόχου. Το μπουλβάρ περιοδικό «Bunte» έβαλε μάλιστα στο εξώφυλλο τις φίλες του παρουσιαστή και πλήρωσε τις δηλώσεις τους.
Μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στα οποία βεβαίως συμπεριλαμβάνονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν αναλάβει πλέον πολύ ενεργά τον ρόλο της σύγχρονης διαπόμπευσης. Το διαρκές κυνήγι για τον επόμενο τίτλο σφίγγει ασφυκτικά το σχοινί στον λαιμό του τεκμηρίου αθωότητας και της –κατά το δυνατόν– αντικειμενικής πληροφόρησης.
Το τεκμήριο της αθωότητας είναι ένα από τα πιο σημαντικά ανθρώπινα δικαιώματα (Άρ. 11[1] Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το κράτος στο σύνολό του είναι υπεύθυνο να διασφαλίσει ότι οι ποινικές διαδικασίες δεν θα πραγματοποιούνται σε κλίμα προκατάληψης και απόδοσης ενοχής από τα ΜΜΕ και το κοινό. Το κάθε ευρωπαϊκό κράτος είναι επίσης υπεύθυνο να προστατεύει τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Από αυτή την άποψη, εκτός από τη δική του προσεκτική αναφορά, το κράτος είναι υποχρεωμένο να δημιουργήσει τις νομικές προϋποθέσεις που θα εγγυώνται ότι οι αναφορές των ΜΜΕ θα βασίζονται στα πραγματικά γεγονότα και θα είναι –στο μέτρο του δυνατού– αντικειμενικά, μη ενθαρρύνοντας ή μη επιτρέποντας οποιαδήποτε προκατάληψη.
Όσο πιο σοβαρές και μακροχρόνιες θα είναι οι συνέπειες για το άτομο από τα δημοσιεύματα και τα ρεπορτάζ, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις για τη δέουσα επιμέλεια από τα ΜΜΕ. Οι ειδήσεις και οι ανταποκρίσεις δεν πρέπει να καλλιεργούν συστηματικά την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο ενδιαφερόμενος είναι ένοχος για την εγκληματική πράξη που κατηγορείται, πολλώ δε μάλλον, πριν καν κατηγορηθεί για τις πράξεις που φέρεται/διαδίδεται ότι διέπραξε. Δεν επιτρέπεται, επίσης, η σκόπιμα μονόπλευρη ή διαστρεβλωμένη παρουσίαση που επιδιώκει τη δημιουργία της εντύπωσης για την ενοχή του ατόμου. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν και να προβάλλονται γεγονότα και επιχειρήματα και υπέρ του ατόμου και όχι μόνον εναντίον του.
Η υπόθεση Λιγνάδη είναι μια από εκείνες που παίζουν με τα πιο άγρια ένστικτα του όχλου και πολλά ΜΜΕ ξέρουν να τα χειραγωγούν πολύ καλά. Τίτλοι ειδήσεων και ρεπορτάζ όπως «Δημήτρης Λιγνάδης: Το “σκοτεινό” τέρας, η γυναίκα που τον “έδωσε” και οι νύχτες της φρίκης στο Μεταξουργείο», «Γιώργος Παρτσαλάκης για Δημήτρη Λιγνάδη: Είναι ένα κτήνος, ένα κάθαρμα, τα ήξερα όλα, δεν είχα αποδείξεις να βγω να μιλήσω», τι άλλο εξυπηρετούν; Το λυπηρό όμως είναι ότι τον καταδίκασε πριν από το δικαστήριο και πριν την απαγγελία κατηγορίας από τον/την εισαγγελέα, η ίδια η κ. Υπουργός Πολιτισμού, δηλαδή το κράτος που εκείνο πρωτίστως οφείλει να προστατεύει τον ύποπτο και να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας. Επομένως, πώς θα σεβαστούν τους νόμους και τους κανόνες δεοντολογίας τα επίσημα ΜΜΕ, ενώ δεν τους σέβονται οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της πολιτείας; Για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν γεννάται λόγος, ούτε για τις διάφορες ομάδες που αναλαμβάνουν δήθεν (επιλεκτικά πάντοτε) τον ρόλο του λαϊκού τιμωρού.
Ενώ ξέρουμε λίγο-πολύ πώς και πόσο επηρεάζουν τα ΜΜΕ την κοινή γνώμη και κυρίως πως λειτουργεί ο κιτρινισμός τους, δεν ξέρουμε πόση είναι η επιρροή των ΜΜΕ στους δικαστές. Παρόλο που έχουν περάσει 40 χρόνια από την έρευνα της ομάδας Δασκαλάκη, η προσεκτική παρατήρηση υποθέσεων που διαχρονικά έχουν απασχολήσει την ελληνική κοινή γνώμη επιβεβαιώνει τα βασικά ευρήματα της μελέτης. Οι Έλληνες δικαστές αποφεύγουν τη ριζοσπαστική ερμηνεία του νόμου, χωρίς όμως να μένουν προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, φροντίζοντας ταυτόχρονα να ανταποκρίνονται οι αποφάσεις τους στο λαϊκό αίσθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις τους για τις αιτίες της εγκληματικότητας συμπορεύονται με εκείνες της κοινής γνώμης. Όταν μάλιστα οι συνθήκες της δικαζόμενης περίπτωσης ανταποκρίνονται σε πρότυπα συμπεριφοράς και ηθικής που γίνονται αποδεκτά από την κρατούσα κουλτούρα και προκαλούν τη «συμπάθεια» της πλατιάς μάζας, ο δικαστής υιοθετεί τις απόψεις της.
Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει μια δυσάρεστη αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαστικού σώματος και των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα με τη μελέτη του Consilium Kommunikationberatung (Κέντρο συμβούλων επικοινωνίας) και του Πανεπιστημίου του Μainz στη Γερμανία το 2008, 10 τοις εκατό από τους 415 δικαστές και 165 εισαγγελείς που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι οι συνάδελφοί τους επηρεάζονται από τις αναφορές των ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και 18 τοις εκατό των εισαγγελέων παραδέχτηκε ότι η συμπεριφορά/μαρτυρίες εκείνων που εμπλέκονται στη διαδικασία διαμορφώνεται από το τι λένε, τι θα πουν ή τι θα γράψουν τα ΜΜΕ. Και ότι 50% του συνόλου των δικαστών και εισαγγελέων, ότι νιώθουν να παρακολουθούνται στενά από τα ΜΜΕ κατά τη εξέλιξη της διαδικασίας.
Είναι αναμενόμενο να έχει το κοινό αυξημένο ενδιαφέρον για τους διάσημους και τους πολιτικούς. Στην περίπτωση αυτών των προσώπων, οι παραβιάσεις της ιδιωτικής τους ζωής είναι πιο πιθανές απ’ ό,τι στην περίπτωση του μέσου ανθρώπου. Τα προσωπικά δεδομένα των διασημοτήτων είναι εμπορεύσιμα. Πώς όμως μπορούν να δεσμευτούν τα ΜΜΕ στο να σταθμίζουν μεταξύ των προσωπικών δικαιωμάτων του υπόπτου/κατηγορουμένου και του δημοσίου συμφέροντος για την πληροφόρηση του κοινής γνώμης; Είναι σημαντικό να είναι σαφές, εάν πράγματι η δημοσίευση/το ρεπορτάζ εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον για την πληροφόρηση της κοινής γνώμης και όχι εάν ενδιαφέρεται το κοινό για τη δημοσίευση. H τέταρτη εξουσία όλο και περισσότερο βλέπει τον εαυτό της ως εφεδρικό εισαγγελέα χωρίς να δεσμεύεται από το επίσημο απόρρητο. Έτσι, στην επίμαχη υπόθεση δημοσιογράφοι δίνουν «πληροφορίες» για σχέσεις, τεκμήρια, σοβαρές ενδείξεις, για το τι περιέχει ο φάκελος της δικογραφίας και ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της ανακρίτριας.
Γι’ αυτό, η προκαταρκτική έρευνα, η προανάκριση και γενικά ό,τι έχει σχέση με την προδικασία πρέπει, κατά το δυνατόν, να εκτελείται «μυστικά». Οι αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα φθάνουν στο κοινό όσο δυνατόν λιγότερες πληροφορίες όταν η έρευνα βρίσκεται στα αρχικά στάδια. Το κάνουν αυτό οι ελληνικές αρχές; Δεν πρέπει να επιληφθεί επιτέλους ο Έλληνας νομοθέτης για να αποφευχθεί η ανθρωποφαγία και η δολοφονία χαρακτήρων, ιδιαίτερα την εποχή της κυριαρχίας των πάσης φύσεως Mέσων;
To 1974 δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το κλασικό πλέον έργο του Heinrich Böll η «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» που αφορά την αδίστακτη δολοφονία χαρακτήρων από τα γερμανικά ταμπλόιντ. Η ιστορία εξελίσσεται σε 4 ημέρες. Ανύπαρκτα στοιχεία έρχονται στο φως, αυθαίρετοι συλλογισμοί σχηματίζονται, ενοχή κατασκευάζεται, ο κόσμος παρασύρεται και πείθεται. Η ηρωίδα στο τέλος δολοφονεί τον δημοσιογράφο που τη διέσυρε. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν ο κ. Λιγνάδης είναι αθώος ή ένοχος. Δεν θα πάψω όμως να υπερασπίζομαι το δικαίωμα κάθε υπόπτου να θεωρείται αθώος μέχρι την καταδίκη του. Και θέλω να ελπίζω ότι η ελληνική ποινική δικαιοσύνη δεν λαμβάνει υπόψη στις αποφάσεις της, ούτε κατ’ ελάχιστον, τα πιο σκοτεινά και καταπιεσμένα ένστικτα της μάζας και τις πανταχού παρούσες δυναμικές μειοψηφίες.