Πολιτικη & Οικονομια

Τα παιδιά του αύριο

Όταν οι άνθρωποι προσπάθησαν με τη βία να φτιάξουν «καλύτερους» ανθρώπους

Θάνος Καψάλης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το κίνημα της ευγονικής: πώς γεννήθηκε και πώς από τις ΗΠΑ πέρασε στη ναζιστική Γερμανία.

Το 1934 σε μερικές Αμερικανικές αίθουσες κινηματογράφου προβλήθηκε ένα φίλμ με τίτλο: «Τα παιδιά του αύριο». Σκηνοθέτης της ήταν ο Crane Wilbur, ηθοποιός ταινιών του βωβού, και σεναριογράφος της ο Wallace Therman, ένας ριζοσπάστης αφροαμερικανός συγγραφέας που στο έργο του, κατήγγειλε τις διακρίσεις κατά των μαύρων.

Το σενάριο της ταινίας αφηγείτo την ιστορία μιας κοπέλας, της Alice Mason, της οποίας η επιθυμία να παντρευτεί τον φίλο της προσέκρουσε στην απόφαση ενός δικαστηρίου που την υποχρέωνε σε υποχρεωτική στείρωση. Ο λόγος ήταν ότι η ίδια-ως τέκνο δύο μέθυσων γονέων, που είχαν ήδη αποκτήσει παιδιά με διανοητική καθυστέρηση- ήταν φορέας ελαττωματικών γονιδίων, οπότε ενέπιπτε στις διατάξεις των ευγονικών νόμων τους οποίους, εκείνη την εποχή είχαν ψηφίσει 24 Αμερικανικές πολιτείες.

Την απόφαση αυτή προσπάθησαν να αποτρέψουν στο δικαστήριο ο φίλος της Alice, Jim Baker κι ένας γιατρός, ο δόκτωρ Brooks. Ο δικαστής όμως ήταν αμετάπειστος, καθώς θεωρούσε πως οι τρεις γενιές απογόνων με διανοητική καθυστέρηση στην οικογένεια της Alice, καθιστούσαν την απόφαση επιβεβλημένη. Έτσι η κοπέλα οδηγείται στο χειρουργείο. Όχι όμως μόνο διότι υποχρεώνεται από την απόφαση του δικαστηρίου αλλά και διότι και η ίδια προβληματίζεται. Προβληματίζεται αν το βαρύ κληρονομικό φορτίο της, της επιτρέψει να δημιουργήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια, και επίσης διότι ανησυχεί, αν η άρνησή της να στειρωθεί, μπορεί να εκθέσει την οικογένειά της στον κίνδυνο να χάσει τα επιδόματα κοινωνικής προνοίας, που δίνονταν, ως δέλεαρ στις περιπτώσεις αυτές.

Τελικώς η κοπέλα οδηγείται στο νοσοκομείο, μπαίνει στο χειρουργείο και ο καλός γιατρός επιχειρεί την ύστατη ώρα να πείσει τον χειρουργό συνάδελφό του, να μην προχωρήσει. Στο διάλογό τους, αφού επιβεβαιώνει την άριστη σωματική και διανοητική υγεία της Alice, του λέει πως αν ίσχυαν οι ευγονικοί νόμοι, κατά τη γέννηση προσωπικοτήτων όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Νίτσε και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε -εικάζεται ότι  έπασχαν από επιληψία, συφίλιδα και διπολική διαταραχή αντίστοιχα- οι προσωπικότητες αυτές δεν θα είχαν γεννηθεί. Εις μάτην, όμως. Ο χειρουργός είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει την απόφαση του δικαστηρίου.

Ξαφνικά, κι ενώ ετοιμαζόταν το χειρουργείο, κτυπά το τηλέφωνο τού νοσοκομείου και ο καλών ζητεί να μιλήσει επειγόντως με τον δόκτωρα Brooks. Ο Brooks πηγαίνει στο τηλέφωνο και στην άλλη πλευρά της γραμμής είναι ο φίλος της Alice, ο Βaker  που πληροφορεί ασθμαίνοντας, τον γιατρό ότι η μητέρα της κοπέλας, έκανε, σε κατάσταση νηφαλιότητας, μια σημαντική αποκάλυψη: Η Alice δεν ήταν δικό της παιδί, αλλά παιδί που εγκαταλείφθηκε στην πόρτα της από αγνώστους.  Έτσι η εγχείρηση στείρωσης ματαιώνεται και η ταινία τελειώνει με το ζευγάρι να προχωρά πλέον, στο γάμο του.

Αυτή λοιπόν η ταινία, προβλήθηκε σε λίγες μόνο αίθουσες διότι όταν υποβλήθηκε στη Διεύθυνση Κώδικα Παραγωγής -τον οργανισμό δηλαδή που γνωμοδοτούσε αν μια ταινία μπορεί να προβληθεί σε πανεθνική κλίμακα- απορρίφθηκε με πρόσχημα τις πολύ ρεαλιστικές σκηνές του χειρουργείου. Και η υποδοχή της όμως, από τις επιμέρους πολιτείες και αίθουσες κινηματογράφου δεν ήταν καλύτερη. Η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, με γράμμα της στην εταιρεία που διένειμε την ταινία, αποφαινόταν πως η ταινία ήταν ακατάλληλη για το γενικό κοινό, διότι θα μπορούσε να υποκινήσει σε παραβατική δραστηριότητα και ηθική χαλαρότητα.

Αν αναρωτιέστε πώς ήταν δυνατόν να υπήρχε και να δραστηριοποιείται με τόση αποτελεσματικότητα ένας μηχανισμός λογοκρισίας που περιόρισε τη διανομή της ταινίας, η απάντηση βρίσκεται σε μια θλιβερή πτυχή της σύγχρονης Αμερικανικής ιστορίας. 

Η Ευγονική, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη εφαρμογή των νόμων της κληρονομικότητας, την οποία επενόησε γύρω στα 1869 ο Francis Galton, ο πολυμαθής και πολυπράγμων (ασχολήθηκε με την στατιστική, την ψυχολογία και τη μετεωρολογία) εξάδελφος του Κάρολου Δαρβίνου. Ο Galton, αγνοώντας, νομικούς, ηθικούς, αλλά και επιστημονικούς περιορισμούς, θεώρησε πως θα ήταν σκόπιμο στις ανθρώπινες κοινωνίες, να εφαρμοστεί ένα είδος τεχνικής επιλογής που, διά των επιλεκτικών διασταυρώσεων μεταξύ ατόμων τα οποία είχαν επιθυμητούς, προνομιακούς χαρακτήρες (ευφυείς, υγιείς, ταλαντούχοι), θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βελτίωση του ανθρώπινου είδους, σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς του (διανοητικό, οικονομικό, κοινωνικό κ.τ.λ.).

Οι απόψεις του Galton, παρά το ότι θεωρούσαν εσφαλμένα, πως όλα ανεξαιρέτως τα χαρακτηριστικά έχουν γενετικό υπόβαθρο, και παρά το ότι δεν απαντούσαν στο θεμελιώδες ηθικό ερώτημα: Ποιος είναι αυτός που ορίζει αν ένα γνώρισμα είναι επιθυμητό ή ανεπιθύμητο, διαδόθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, κυρίως οι Σκανδιναβικές χώρες, αλλά ακόμη και η Σοβιετική Ένωση απέκτησαν ισχυρά ευγονικά κινήματα. Το φάσμα των μέτρων που προωθούσαν τα κινήματα αυτά ήταν ευρύτατο. Μερικές εκδοχές τους πρέσβευαν ακραία μέτρα, όπως η υποχρεωτική στείρωση και η απομόνωση των πασχόντων από διανοητικές ψυχικές διαταραχές σε ιδρύματα κι άλλες ηπιότερα, όπως τα επιδόματα εθελοντικής στείρωσης και τα επιδόματα για δημιουργία μεγαλύτερων οικογενειών, από ζευγάρια με επιθυμητά χαρακτηριστικά· δεν έλειπαν όμως και οι περιπτώσεις στις οποίες επικράτησε ένας συνδυασμός, ακραίων και ήπιων μέτρων.

Παραδόξως τα κινήματα αυτά δεν προσήλκυαν μόνον συντηρητικούς πολιτικούς, επιστήμονες και διανοουμένους, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να διατηρήσουν διά της ευγονικής, το υπάρχον κοινωνικό στάτους κβο· προσήλκυαν και προοδευτικούς, που προσέβλεπαν στην ευγονική ως δυνατότητα αναμόρφωσης και βελτίωσης της κοινωνίας και εξάλειψης νοσημάτων, όπως η φυματίωση και η σύφιλη, αλλά και καταστάσεων, όπως η επιληψία, η σχιζοφρένεια και ο αλκοολισμός. Χαρακτηριστικά, στη Σουηδία, το ζευγάρι των σοσιαλδημοκρατών oικονομολόγων Gunnar και Alva Myrdal, που αντιτάχθηκαν στον ναζισμό και συνέβαλαν μεταπολεμικά στην οικοδόμηση του περίφημου κράτους κοινωνικής προνοίας των Σκανδιναβικών χωρών, ήταν ταυτοχρόνως, και ένθερμοι ευγονιστές.

Έτσι το κίνημα αυτό κατάφερε να περάσει στον Ατλαντικό, να ριζώσει στις ΗΠΑ και να καταστεί ένα κοινωνικό κίνημα με μεγάλη απήχηση. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, πολλές Αμερικανικές πολιτείες διέθεταν εταιρείες ευγονικής με λαϊκή βάση, που  προκήρυσσαν διαγωνισμούς και εκθέσεις που επιβράβευαν τις οικογένειες «με την καλύτερη φυσική κατάσταση» ή με «το καλύτερο μωρό». Γρήγορα όμως το κίνημα ξεπέρασε τον ιδρυτή του υιοθετώντας μια περισσότερο επιθετική στάση από τον ίδιο, αλλά και τη μορφή του κινήματός του στη Μεγάλη Βρετανία. Δεν προωθούσε την ήπια ευγονική που ενεθάρρυνε την αναπαραγωγή μεταξύ ατόμων με προνομιακά χαρακτηριστικά, αλλά προχώρησε στον αποκλεισμό γονέων -ακόμη και με καταναγκαστική στείρωση- που είχαν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά. Ήταν φυσικό ότι με μια τέτοια κατεύθυνση, οι πρώτοι που επλήγησαν ήταν τα φτωχά, εξαθλιωμένα, και αγράμματα τμήματα του Αμερικανικού πληθυσμού, όπως και μετανάστες, που συγκέντρωναν πολλά από τα μειονεκτικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Αμερικανικού ευγονικού κινήματος.

Έτσι δεν άργησαν σε διαδοχικές πολιτείες να ψηφίζονται νόμοι που επέβαλαν την υποχρεωτική στείρωση ανθρώπων οι οποίοι θεωρούντο φορείς επιβλαβών γονιδίων. Η πρώτη πολιτεία που θέσπισε νόμο για την υποχρεωτική στείρωση ήταν η Ιντιάνα, το 1907. Ύστερα την σκυτάλη πήρε η Καλιφόρνια για να ακολουθήσουν, ως το 1931 περισσότερες από 20 πολιτείες. Με την εφαρμογή αυτών των νόμων στειρώθηκαν υποχρεωτικά, περισσότεροι από 60.000 Αμερικανοί πολίτες, κυρίως άτομα με ειδικές ανάγκες, αλκοολικοί, αλλά και άτομα που είχαν δείξει παραβατική συμπεριφορά. Προϊόν της επιρροής του κινήματος ήταν και ο νόμος για τον περιορισμό της μετανάστευσης που πέρασε το Αμερικανικό Κογκρέσο το 1924. Ο νόμος αυτός που στηριζόταν στις αυθαίρετες ευγονικές υποθέσεις επέβαλε και διακρίσεις μεταξύ των μεταναστών που συνέρρεαν, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στις ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα μείωνε την ποσόστωση εισδοχής σε μετανάστες που προέρχονταν από τη Νότιο και Ανατολική Ευρώπη, διότι θεωρούνταν γενετικά κατώτεροι, ενώ αντιθέτως αύξανε το ποσοστό εισδοχής μεταναστών από χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς θεωρούνταν γενετικά ανώτεροι.

Το κίνημα της ευγονικής μετά το 1934 άρχισε να φθίνει, ώστε σήμερα να αποτελεί ένα μακρινό και άγνωστο για πολλούς Αμερικανούς παρελθόν της σύγχρονης ιστορίας τους. Τότε όμως μεταπήδησε στη ναζιστική Γερμανία, της οποίας οι ευγονιστές, επιθυμούσαν διακαώς να εφαρμοστούν κάποτε και στην πατρίδα τους οι ευγονικοί νόμοι που εφαρμόζονταν στις ΗΠΑ. Κι η επιθυμία τους, ως γνωστόν πραγματώθηκε  με τις τραγικές συνέπειες της θηριωδίας που προκάλεσε.