Πολιτικη & Οικονομια

Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τη δεύτερη παραπομπή Τραμπ σε δίκη

Η διαδικασία ξεκινάει σήμερα 9 Φεβρουαρίου

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

ΗΠΑ: Η αμερικανική Γερουσία παραπέμπει τον πρώην Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη. 5 ερωταπαντήσεις και μία πρόβλεψη για όσα πρέπει να περιμένουμε

Στις 9 Φεβρουαρίου ξεκινάει η δεύτερη παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη για την καθαίρεση του από την Αμερικανική Προεδρία. Με τις σοκαριστικές εικόνες της 6ης Ιανουαρίου να μην έχουν ξεθωριάσει ούτε στο ελάχιστο, η Ουάσιγκτον ετοιμάζεται για το τελευταίο κεφάλαιο της επεισοδιακής τετραετίας Τραμπ, προχωρώντας σε μια ακροαματική διαδικασία που δεν έχει ιστορικό και πολιτικό προηγούμενο.

Ακόμα και μετά τη λήξη της θητείας του, ο Τραμπ συνεχίζει να διχάζει – ίσως περισσότερο απ’ όσο έκανε ως κάτοικος του Λευκού Οίκου. Από τη μία, οι Δημοκρατικοί ετοιμάζονται για άλλη μια φορά να τον καθαιρέσουν από το αξίωμα του, στοχεύοντας τόσο στην ηθική του καταδίκη για όσα συνέβησαν στο Καπιτώλιο, όσο και στην πολιτική του καταστροφή, στερώντας του δυνατότητα να είναι ξανά υποψήφιος. Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικάνοι αντιμετωπίζουν μια υπαρξιακή κρίση, με την πλειοψηφία τους να μη φαίνεται έτοιμη να αφήσει πίσω της την εποχή Τραμπ, αλλά και τη μετριοπαθή μειοψηφία να χρησιμοποιεί την παραπομπή ως την ιδανικότερη αφορμή για τη σταδιακή ιδεολογική λύτρωση του κόμματος.

Τα ερωτήματα είναι πολλά, καθώς ποτέ στο παρελθόν δεν έχει παραπεμφθεί Πρόεδρος δύο φορές – με τη μία από τις παραπομπές να συμβαίνει αφότου έχει αποχωρήσει από το αξίωμα. Επίσης, με τα σημερινά δεδομένα, ο Τραμπ μοιάζει πως – τουλάχιστον νομικά – θα βγει αλώβητος για άλλη μια φορά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η παραπομπή του δεν έχει πολιτική σημασία.  

Αρχικά, ποια είναι ακριβώς η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Τραμπ;

Ο πρώην Πρόεδρος κατηγορείται για «πρόκληση σε εξέγερση» η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, βρισκόταν στον πυρήνα της επίθεσης στο Καπιτώλιο. Με ψήφους 222 έναντι 197, όλοι οι Δημοκρατικοί βουλευτές – αλλά και δέκα Ρεπουμπλικάνοι – ψήφισαν υπέρ της καθαίρεσης, αποδίδοντας του την ηθική αυτουργία για όσα συνέβησαν· η άρνηση του Τραμπ να αποδεχτεί την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν, αλλά και η διασπορά ψευδών ειδήσεων σχετικά με περιστατικά εκτεταμένης νοθείας στις κρίσιμες πολιτείες που έκριναν το αποτέλεσμα αναμένονται να χρησιμοποιηθούν εναντίον του, με το επιχείρημα πως ακριβώς αυτή η στάση του – αλλά και συγκεκριμένες υποστηρικτικές φράσεις απέναντι στους διαδηλωτές – αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στην εξέγερση των ακροδεξιών ψηφοφόρων του.

Καθώς ο Πρόεδρος ορκίζεται πάντα πως θα προστατεύει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τραμπ κατηγορείται πως με τη συμπεριφορά του αθέτησε τον όρκο του, καθώς η έμμεση παρακίνηση των διαδηλωτών ώστε να εισβάλουν στο Καπιτώλιο ερμηνεύεται ως επίθεση εναντίον της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κατηγορία συνυπολογίζει πως η ιδιότητα του Προέδρου συνεπάγεται την ανάληψη μιας κολοσσιαίας ηθικής και δημοκρατικής ευθύνης, την οποία ο Τραμπ απέτυχε επίτηδες να αναλάβει, καταπατώντας τον όρκο που έδωσε στον αξιακό του πυρήνα.

Ναι αλλά πώς μπορεί να δικαστεί, τώρα που δεν είναι πλέον Πρόεδρος;

Η αλήθεια είναι πως ποτέ στο παρελθόν δεν έχει παραπεμφθεί Πρόεδρος μετά τη λήξη της τετραετίας του ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Οι παραπομπές των Άντριου Τζόνσον το 1868, του Μπιλ Κλίντον 1998 και ξανά του Ντόναλντ Τραμπ το 2019 συνέβησαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ενώ ο Ρίτσαρντ Νίξον παραιτήθηκε από την Προεδρία πριν παραπεμφθεί το 1974, δύο χρόνια πριν τη λήξη της δεύτερης τετραετίας του. Ωστόσο, εφόσον δεν απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα – και από τη στιγμή που η παραπομπή ανήκει στην αρμοδιότητα του Κογκρέσου, την οποία εκείνο υπερψήφισε –οι περισσότεροι Συνταγματολόγοι συμφωνούν πως η δίκη μπορεί να συνεχίσει κανονικά. 

Αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί και αναλυτές θεωρούν πως από τη στιγμή που η θητεία του Τραμπ έχει λήξει, η παραπομπή δεν έχει πλέον νομική βάση. Όμως, το γεγονός πως υπάρχει ιστορικό προηγούμενο παραπομπής χαμηλότερων αξιωματούχων μετά τη λήξη της θητείας τους αποδυναμώνει το επιχείρημα. Τέλος, τα άρθρα της παραπομπής παρουσιάστηκαν στις 13 Ιανουαρίου, εφτά μέρες πριν τη λήξη της Προεδρίας Τραμπ κάτι που αποδεικνύει πως η διαδικασία ξεκίνησε εμπρόθεσμα.

Ποια είναι η υπερασπιστική γραμμή του Τραμπ;

Η στρατηγική του πρώην Προέδρου χωρίζεται σε δύο σκέλη. Από τη μία, οι δικηγόροι του θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν την ασάφεια του Συντάγματος, υποστηρίζοντας πως από τη στιγμή που η θητεία του Τραμπ έχει λήξει, η πιθανή απομάκρυνση του από το αξίωμα του Προέδρου δεν υφίσταται νομικά. Η νομική ομάδα του Τραμπ εμμένει σε αυτό το επιχείρημα ώστε, σε περίπτωση που ο πρώην Πρόεδρος καταδικαστεί, να το χρησιμοποιήσει στην έφεση που θα κάνει στο Ανώτατο Δικαστήριο – αν και η απόλυτη αρμοδιότητα της Γερουσίας στο θέμα της παραπομπής είναι μάλλον απίθανο να αμφισβητηθεί από τους Ανώτατους Δικαστές.

Από την άλλη, το βασικό επιχείρημα της υπεράσπισης είναι πως ο Τραμπ ποτέ δεν προσκάλεσε τους διαδηλωτές σε εξέγερση. Ουσιαστικά, οι δικηγόροι του θα προσπαθήσουν να αποσυνδέσουν τις προσωπικές του απόψεις περί νοθείας από την παρακίνηση των βίαιων διαδηλώσεων στην Ουάσιγκτον, υποστηρίζοντας πως η αμφισβήτηση του αποτελέσματος υπάγεται στην Συνταγματική προστασία του λόγου. Με άλλα λόγια, θεωρούν πως από τη στιγμή που ο Τραμπ είχε το νομικό δικαίωμα να εκφράσει την άποψη του, δε φέρει την ευθύνη αν οι διαδηλωτές τη χρησιμοποίησαν ως πρόφαση για να εισβάλουν στο Καπιτώλιο.

Ποιες θα είναι οι συνέπειες άμα καταδικαστεί;

Ακόμα και αν ο Τραμπ αθωωθεί ξανά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως επικοινωνιακά θα βγει ακόμα πιο τραυματισμένος από τη διαδικασία. Προφανώς, πολλοί από τους εβδομήντα-πέντε εκατομμύρια πολίτες που τον ψήφισαν θα ερμηνεύσουν τη δεύτερη παραπομπή – και αθώωση – ως άλλη μια νίκη για τον Τραμπ· όμως, οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο, όπως απέδειξε η νίκη του Μπάιντεν, η νίκη του οποίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως ο Τραμπ έχει πλέον μετακινηθεί πολιτικά πολύ μακριά από τη μετριοπάθεια των μεταβαλλόμενων ψηφοφόρων, ταυτίζοντας την πολιτική του ύπαρξη με ένα συμπαγές, αλλά μειοψηφικό τμήμα του εκλογικού σώματος. 

Από την άλλη, αν καταδικαστεί, τότε η πολιτική του καριέρα θα έχει λίγο-πολύ τελειώσει. Και αυτό γιατί αμέσως μετά τη δίκη, θα αρκεί μια απλή πλειοψηφία στη Γερουσία ώστε να του απαγορευτεί η διεκδίκηση οποιουδήποτε ομοσπονδιακού αξιώματος στο μέλλον· με τους Δημοκρατικούς να έχουν τον έλεγχο του σώματος – αλλά και μερικούς Ρεπουμπλικάνους να έχουν την ευκαιρία να απαλλάξουν το κόμμα τους από τον Τραμπ – είναι σχεδόν βέβαιο πως η ψήφιση της απαγόρευσης θα συγκεντρώσει πάνω από τις 51 απαιτούμενες ψήφους.

Βγαίνουν τα νούμερα της καταδίκης;

Στην πραγματικότητα, η καταδίκη του Τραμπ είναι ξανά απίθανη. Για να καταδικαστεί, απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων, δηλαδή 67 από τους 100 Γερουσιαστές να ψηφίσουν υπέρ. Με δεδομένο πως οι έδρες είναι ισόποσα μοιρασμένες, τουλάχιστον δεκαεφτά από τους πενήντα Ρεπουμπλικάνους Γερουσιαστές θα πρέπει να υπερψηφίσουν την καταδίκη· αυτή τη στιγμή, τριάντα-έξι από τους πενήντα έχουν ήδη εναντιωθεί σε αυτό το ενδεχόμενο, κάτι που αν επιβεβαιωθεί, ο πρώην Πρόεδρος θα αθωωθεί. 

Πάντως, η ύπαρξη και μόνο δεκατεσσάρων πρόθυμων Ρεπουμπλικάνων Γερουσιαστών να καταδικάσουν τον Τραμπ υποδεικνύει πως υπάρχει ήδη μια εσωκομματική δυναμική εναντίον του. Το στοίχημα για τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους είναι να κάνουν αρκετό θόρυβο χρησιμοποιώντας επικοινωνιακά τη δίκη, ώστε σταδιακά να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος απέναντι στους «τραμπικούς» του κόμματος, μειώνοντας την πρακτική επιρροή τους – και τις έδρες τους – με φόντο τις εκλογές για το Κογκρέσο το 2022.

Μια πρώτη πρόβλεψη

Όπως όλα δείχνουν – και αν δεν έχουμε κάποια τεράστια έκπληξη – ο Τραμπ πιθανότατα δε θα καταδικαστεί, άρα θα μπορεί δυνητικά να είναι ξανά υποψήφιος το 2024. Όμως, θα πρέπει πρώτα να πάρει το χρίσμα του κόμματος του, κάτι που δε θα είναι τόσο εύκολο όσο ήταν το 2016, καθώς ακόμα και αν εξακολουθήσει να αποτελεί το μεγαλύτερο όνομα στο κόμμα του, το πολιτικό του κεφάλαιο έχει μειωθεί σημαντικά – με τη δεύτερη παραπομπή του και τη στάση υπολογίσιμου αριθμού Ρεπουμπλικάνων να υποδεικνύουν πως η εσωκομματική του κυριαρχία θα αμφισβητηθεί έντονα στο επόμενο διάστημα. Επίσης, πλέον δε θα είναι ο μόνος υποψήφιος που θα προσπαθήσει να οικειοποιηθεί τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, καθώς ήδη ο πρώην υπουργός εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, η πρώην πρέσβειρα στον ΟΗΕ, Νίκι Χέιλι αλλά και ο Γερουσιαστής από το Τέξας, Τεντ Κρουζ, έχουν κάνει ιδεολογικά ανοίγματα στον χώρο.

Σε ό,τι αφορά τους Δημοκρατικούς, η παραπομπή του Τραμπ ίσως κρύβει επικοινωνιακές παγίδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν αθωωθεί, ο Τραμπ θα υποστηρίξει πως το «σύστημα» των Δημοκρατικών – και των μη υποταγμένων σε εκείνον Ρεπουμπλικάνων – τον κυνηγάει αδυσώπητα ακριβώς επειδή εκείνος τους πολέμησε ως Πρόεδρος με επιτυχία· έχοντας εξασφαλίσει τόσο τον έλεγχο του Κογκρέσου, όσο και τον Λευκό Οίκο, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να αφήσουν τον Τραμπ πίσω τους και να αξιοποιήσουν την ευκαιρία να κυβερνήσουν σχετικά ανενόχλητοι, ώστε να ενώσουν τη χώρα – όπως υποστήριζαν προεκλογικά. Ο Τραμπ είναι πλέον αποδεδειγμένα ένας εξαιρετικά διχαστικός πολιτικός παίκτης, χωρίς όμως πλέον καμία πρακτική πολιτική δύναμη, κάτι που σημαίνει πως η ευθύνη για την επόμενη μέρα ανήκει πλέον εξολοκλήρου στους αντιπάλους του.