Πολιτικη & Οικονομια

O βιασμός και η παρενόχληση είναι θέμα ισότητας

Τα πρώτα αντανακλαστικά για το αν τελικά η λέξη ισότητα έχει θέση στη συζήτηση για τις αυξανόμενες καταγγελίες γυναικών

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Κατερίνα Παπανικολάου γράφει για το κατά πόσο η κακοποίηση, ο βιασμός και η παρενόχληση είναι θέματα ισότητας και για τις μη συνειδητές διακρίσεις

Όταν ανοίγει η ατζέντα της ισότητας των φύλων, πολύ πολύ εύκολα διαπιστώνουμε ότι η λέξη ισότητα και μόνο προκαλεί διχασμό, ο δεύτερες σκέψεις και μια κάποια συστολή στη χρήση της. 

Στην περίπτωση της Σοφίας Μπεκατώρου και όλων των γυναικών που μέρα με τη μέρα καταγγέλλουν κακοποίηση, μια παράλληλη συζήτηση αρχίζει για το κατά πόσο Γιατί σίγουρα είναι κολάσιμο, σίγουρα ο βιασμός είναι μια καταπάτηση της ελευθερίας του ατόμου και καταστρατήγηση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου και της αυτοδιάθεσης του σώματός του, όμως πόσο είναι ένα θέμα ισότητας είναι αμφισβητήσιμο. Είναι σαν να πρέπει κάθε φορά εμείς οι γυναίκες να παίρνουμε ένα μέτρο, να μετράμε τους πόντους της ισότητας και μετά να προφέρουμε τη λέξη. Σαν να χρειάζεται να είμαστε πολύ προσεχτικές στη χρήση αυτής της λέξης στο δημόσιο λόγο, να μην την αναφέρουμε συχνά, να μην την κολλάμε παντού, γιατί «φτάνει πια να τα βλέπετε όλα μέσα από το φίλτρο της ισότητας».

Σίγουρα ο βιασμός και η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι αρνητικό προνόμιο των γυναικών. Θα ήμασταν τρελές αν θέλαμε να κρατήσουμε μια τόσο κακοποιητική εμπειρία αποκλειστικά ως συνεπακόλουθο του φύλου μας. Διαθέτουμε τον ρεαλισμό να αντιλαμβανόμαστε ότι ο βιασμός συμβαίνει και σε νεαρά αγόρια τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες. Γνωρίζουμε ήδη πως η ιστορία της Σοφίας θα μπορούσε να είναι και μια ιστορία ενός έφηβου. Όμως τα νούμερα βάζουν την άλλη διάσταση.

Μία στις τρεις γυναίκες έχει πέσει θύμα κάποιας μορφής σωματικής και/ή σεξουαλικής βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω. Μία στις 10 γυναίκες έχει πέσει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω, και μία στις 20 γυναίκες έχει πέσει θύμα βιασμού από την ηλικία των 15 ετών και άνω. (Βία κατά των γυναικών: πανευρωπαϊκή έρευνα, 2014).

Επίσης στη διάρκεια της καραντίνας του Μαρτίου-Απριλίου, επίσημες εκτιμήσεις στη Γαλλία υπολόγισαν την αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ 32%-36%. Στην Αγγλία, το αντίστοιχο ποσοστό υπολογίζεται σε 25%. Στην Ελλάδα, οι κλήσεις καταγγελίας περιστατικών βίας κατά γυναικών τετραπλασιάστηκαν σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις της Γ.Γ. Ισότητας. 

Η βία κατά των γυναικών είναι συνδεδεμένη με την απόδοση του φύλου της γυναίκας σε συγκεκριμένο ρόλο: ανήμπορη, ελεγχόμενη, ημι-αυτόνομη.

Η βία κατά των γυναικών είναι συνδεδεμένη με την απόδοση του φύλου της γυναίκας σε συγκεκριμένο ρόλο: ανήμπορη, ελεγχόμενη, ημι-αυτόνομη. Δεν μπορεί εύκολα να πει όχι, σχεδόν ποτέ γιατί κανείς δεν της το έμαθε συστηματικά. Όταν είναι έφηβη με σχέσεις εξουσίας που να αποδίδονται σε πρόσωπα κύρους και στους σημαντικούς άλλους της ζωής της αυτό το όχι μοιάζει να μπορεί να το ψελλίσει χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον δεν έχει καμία δύναμη να μπορεί να καταδώσει σε κάποιον τον κακοποιητή της, ενδεχόμενα δεν ξέρει και πού, γιατί και αυτό είναι αποτέλεσμα της ανημποριάς της. Ελεγχόμενη από την κοινή γνώμη, τους άντρες σε θέση ευθύνης και ελεγχόμενη από τα ίδια τα στερεοτυπικά μοντέλα πως είναι ντροπή να μιλήσεις για αυτά, πως κάπου υπάρχει και συνευθύνη, πως ο ίδιος σου ο θύτης θα προσπαθήσει να σου κάνει τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη, να σε βγάλει ψεύτρα, να επικαλεστεί δυσφήμιση ή και, το χειρότερο για την ήδη διαλυμένη σου αξιοπρέπεια, να πει μπροστά σε όλους ότι τον προκάλεσες. Και ημι-αυτόνομη γιατί αυτό είναι το νέο μοντέλο για τις γυναίκες, να έχουν τόση αυτονομία ώστε να μην μπορούν να φέρουν τα θέματα της ισότητας αποτελεσματικά στο τραπέζι. Γιατί εύκολα ο συνομιλητής της, η κοινή γνώμη, θα αναφωνήσει πως είσαι φεμινίστρια και «τι άλλο θέλεις πια;».

Το μοντέλο αυτής της αυτονομίας θέλει τη γυναίκα να μπορεί να παίρνει θέσεις ευθύνης, να κερδίζει πρωταθλήματα, να ηγείται συχνά όμως με την παράλληλη σιωπή για τη λεκτική κακοποίηση και τη σωματική βία. Η λεκτική κακοποίηση είναι μάλιστα τόσο δύσκολο να προσδιοριστεί που τελικά η αντίδραση του θύματος να περνάει από πολλά φίλτρα πολιτικής ορθότητας και να εξισώνεται με μια φεμινιστική υπερευαισθησία στα όρια της γραφικότητας. Η σωματική βία στον άλλο πόλο της φυλετικής κακοποίησης χτυπάει στο κέντρο ακριβώς της σεξουαλικότητας, την ντροπή. Και η ντροπή σε συνδυασμό με την ανημποριά και την ενδεχόμενη απουσία ξεκάθαρου πλαισίου στήριξης από την ίδια την Πολιτεία, χτίζουν όλο και πιο έντονες αντοχές.

Το θύμα παραδοσιακά ψάχνει τη λύση ιδιωτικά, θεραπεία, αυτό-ματαίωση, κυκλωτερικές σκέψεις μέχρι τελικά -σπάνια- να μιλήσει. Και τότε έρχεται η ακόμη πιο κακοποιητική απάντηση «μα τώρα; τόσα χρόνια μετά;, καθώς σε όλους τους θύτες που κρύβονται πίσω από αυτή την ερώτηση τους διαφεύγει πως θέλει χρόνια να μαζέψεις τις δυνάμεις σου και να μιλήσεις. 

Το μόνο που έχουμε να κάνουμε ως κοινωνία είναι να αντιμετωπίσουμε με καθαρή ματιά, γενναιότητα και ειλικρίνεια όλη τη μη συνειδητή διάκριση που κάνουμε όταν βλέπουμε ένα κορίτσι, μια έφηβη, μια γυναίκα. 

Είναι ξεκάθαρο πως οι διακρίσεις γεννούν αδικία, κακοποίηση, πόνο και απομόνωση. Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε ως κοινωνία είναι να αντιμετωπίσουμε με καθαρή ματιά, γενναιότητα και ειλικρίνεια όλη τη μη συνειδητή διάκριση (unconscious bias) που κάνουμε όταν βλέπουμε ένα κορίτσι, μια έφηβη, μια γυναίκα.