Πολιτικη & Οικονομια

Ο Στάθης Καλύβας και το «ελληνικό όνειρο»

Μπορεί η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια να γίνει παραγωγός ευτυχίας;

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 769
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Στάθη Καλύβα, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη, με αφορμή «Το ελληνικό όνειρο - Μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακίδη», εκδ. Μεταίχμιο

Με τον Στάθη Καλύβα «συναντηθήκαμε» σε μια βιντεοκλήση με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο «Το ελληνικό όνειρο» (εκδ. Μεταίχμιο) το οποίο προηγουμένως διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι ένα βιβλίο χτισμένο με τη μέθοδο της συζήτησης, αποτέλεσμα της διαδικτυακής συνομιλίας και συνεργασίας του με τον Κώστα Γιαννακίδη κατά τη διάρκεια του εαρινού λοκντάουν. Δημιούργημα  της καραντίνας, με την έννοια ότι κι ο ίδιος, μοιράζοντας τη ζωή του ανάμεσα σε τρεις χώρες, είχε την ευκαιρία να μείνει στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα – το μεγαλύτερο από τότε που έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 για να ακολουθήσει το δικό του όνειρο και να διαγράψει μια λαμπρή καριέρα ως καθηγητής σε κάποια από τα πιο σημαντικά ακαδημαϊκά ιδρύματα των ΗΠΑ και τώρα της Βρετανίας. Το βιβλίο θα το έφτιαχναν φυσικά έτσι κι αλλιώς, μια που η τεχνολογία προσφέρει πλέον τη δυνατότητα να εργαζόμαστε σε διαφορετικό τόπο από αυτόν που ζούμε.

Αυτό το τελευταίο, έχοντας και ο ίδιος την εμπειρία του, το θεωρεί βασικό συστατικό ενός συνολικότερου αφηγήματος για το μέλλον της χώρας, μέρος ενός αισιόδοξου εθνικού σεναρίου το οποίο εξετάζει στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αφού προηγουμένως έχει διατρέξει τα μεγάλα σχήματα της ιστορίας του ελληνικού κράτους. 

Μια ιστορία που ξεκινάει το 1821, φτάνει μέχρι το 2021, και επιχειρεί να τη φανταστεί ως το 2030. Ή, αλλιώς, μια συζήτηση αφιερωμένη στην επέτειο για τα 200 χρόνια που κοιτάει στο αύριο. Γιατί, αλήθεια, ποιο το νόημα μιας εθνικής επετείου αν δεν είναι στραμμένη (και) στο μέλλον έχοντάς μας δώσει πρώτα τη μεγάλη ευκαιρία ενός αναστοχασμού; 

Όπως επισημαίνει ο Στάθης Καλύβας, και ως μέλος της επιτροπής «Ελλάδα 2021», «η ιδέα της εθνικής επετείου δεν περιορίζεται στο να θυμηθούμε τι έγινε τότε, αλλά προσφέρεται σαν μια ευκαιρία να σκεφτούμε τη διαδρομή μας. Ως πολιτικός επιστήμονας χρησιμοποιώ την ιστορική έρευνα σαν πρώτη ύλη για να καταλήξω σε κάποια ευρύτερα ερμηνευτικά σχήματα και να προσπαθήσω αντιληφθώ πώς διαμορφώνεται το μέλλον – με το στοιχείο πάντα της αβεβαιότητας. Βρίσκω ωστόσο εξαιρετικά χρήσιμο και ενδιαφέρον να γυρνάμε στο παρελθόν με μια διαφορετική ματιά. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και στο βιβλίο». 

Ο περισσότερος κόσμος, όταν σκέφτεται το 1821, έχει στο μυαλό του ένα έθνος με συνέχεια στον χρόνο, που μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς ξεσηκώθηκε και κέρδισε την ελευθερία του στο πεδίο των μαχών με τους Τούρκους. Παραθέτετε ένα εναλλακτικό αφήγημα, κοντινό στην ιστορική αλήθεια, προτείνοντας μάλιστα τον όρο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας αντί για Ελληνική Επανάσταση.

Το κυρίαρχο εθνικό μας αφήγημα ενσωματώνει, όπως και κάθε άλλο αφήγημα, και στοιχεία μύθου. Παραμένουν, όμως, τα βασικά γεγονότα: μια εξέγερση που οδήγησε σε έναν «αποσχιστικό» πόλεμο με στόχο τη δημιουργία ενός νέου κράτους σε περιοχές που ως τότε έλεγχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα στρατιωτικά γεγονότα είναι σημαντικά, εξίσου σημαντική όμως είναι η ιδεολογική ζύμωση και η επανάσταση στην παιδεία που προηγήθηκαν, όπως και η διπλωματική δραστηριότητα που οδήγησε τελικά στη θετική έκβαση. Οι τοπικές εξεγέρσεις που είχαν προηγηθεί πριν το 1821 είχαν περιορισμένα τοπικά αιτήματα. Αυτό που κάνει την επανάσταση του 1821 διαφορετική είναι ότι ενσωματώνει σταδιακά καινούργιες ιδέες, που αφορούν στην αντικατάσταση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών από εθνικά κράτη. Βρισκόμαστε δηλαδή στην αρχή ενός ιστορικού κύματος τεράστιας εμβέλειας. Οι άνθρωποι των ιδεών και των γραμμάτων, οι διανοούμενοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, είναι αυτοί που θα κινητοποιήσουν τη στρατιωτική ισχύ, και αυτή με τη σειρά της θα θέσει τα πράγματα σε κίνηση: το ένα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο.

Και εδώ εντοπίζεται μια από τις εθνικές μας αρετές, κάτι που βλέπουμε και σε άλλες περιόδους, ότι οι Έλληνες καταφέρνουν να είναι πολύ πιο μπροστά σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες που κυριαρχούν στη χώρα ή με το οικονομικό ή στρατιωτικό τους βάρος, πετυχαίνοντας αφενός να αφομοιώνουν τις παγκόσμιες ιδεολογικές τάσεις της εποχής και αφετέρου να διεθνοποιούν τους στόχους τους ώστε να φέρνουν με το μέρος τους τους ισχυρούς. Όσο για την ιδέα της μεγάλης ιστορικής συνέχειας από την αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στον 19αι. ή το σήμερα, η συνέχεια αυτή υπάρχει αλλά είναι εξαιρετικά σύνθετη και μη γραμμική. Αυτό που έχει σημασία, κατά τη γνώμη μου, είναι οι πολιτικές διαδικασίες που επέτρεψαν σε πολλούς ανθρώπους στο τέλος του 18ου αιώνα να ανακαλύψουν ξανά τη σχέση τους με την αρχαιότητα και να δράσουν με βάση αυτό την ανακάλυψη. Αυτό προσπαθώ να αναδείξω. 

Τα συστατικά του εθνικού μας αφηγήματος άλλοτε λειτούργησαν θετικά, όπως στον πόλεμο του ’40, και άλλοτε αρνητικά, όπως στον «ξεσηκωμό»  εναντίον του μνημονίου. Λέτε ότι η πρόσδεση στο εθνικό αφήγημα είναι το ίδιο προβληματική με την περιφρόνησή του, κι ότι μας είναι απαραίτητο.

Θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να έχουμε ένα ισχυρό εθνικό αφήγημα, χρειαζόμαστε όμως ένα αφήγημα ελληνικότητας που να είναι ζωντανό όσο και συμπεριληπτικό, να έχει σχέση με την πραγματικότητα και να μη βασίζεται αποκλειστικά σε μύθους, να μας  τροφοδοτεί με θετικό τρόπο, να έχει μια ειλικρίνεια και να είναι ανοιχτό σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση και επαναδιατύπωση. Δεν πρέπει να φοβόμαστε, δηλαδή, να ξαναβλέπουμε το παρελθόν με το διαφορετικό φως του παρόντος. Τα αφηγήματα δεν είναι αναλλοίωτες, μονοδιάστατες κατασκευές, μπορούν να προσαρμόζονται και να τονίζονται διαφορετικά στοιχεία τους. Η επιτυχία τους είναι πως χρησιμοποιούν υλικά που τα έχουμε εσωτερικεύσει, που δεν τα αμφισβητούμε γιατί έχουν γίνει πια γίνει μέρος της ταυτότητάς μας. Κι όταν δένουν αρμονικά με μια συγκεκριμένη συγκυρία μπορούν να μας οδηγήσουν σε συλλογική και ενίοτε υπερβατική δράση: να κάνουμε πράγματα που δεν θα κάναμε αλλιώς, όπως το να βάλουμε σε κίνδυνο τη ζωή μας.

Καταστροφές & θρίαμβοι

Το βιβλίο διατρέχει τα γεγονότα-σταθμούς του 20ού αιώνα: χρεοκοπία του 1893 και ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ΠΠ και Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, Μεταξάς, Εμφύλιος, δικτατορία των συνταγματαρχών, Πασόκ, Μεταπολίτευση, δεκαετία της κρίσης. Ποια είναι τα σχήματα, τι επαναλαμβάνουμε, πώς πορευόμαστε κάθε φορά με τους εθνικούς μας μύθους και τις εθνικές μας αρετές; Εν πολλοίς συναντάμε και εδώ το ερμηνευτικό σχήμα το οποίο ο Στάθης Καλύβας έχει αναπτύξει στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαμβοι». Η ιστορική μας διαδρομή υπό το πρίσμα  μιας σειράς υπερφιλόδοξων εγχειρημάτων που ακολουθούνται από αναπόφευκτες καταστροφές και ξένες διασώσεις, με μια κυκλικότητα και θετική σε γενικές γραμμές έκβαση. Πώς όχι; Η Ελλάδα από φτωχή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν 200 χρόνια, μέσα σε μόλις 6-7 γενιές βρίσκεται στις 40 πιο ανεπτυγμένες χώρες στον κόσμο. 

Τώρα που είμαστε στην πανδημία να σκεφτούμε πως ίσως ακολουθήσει κάτι θετικό; Πώς προέκυψε το σχήμα των ιστορικών κύκλων;

Το βιβλίο αυτό το έγραψα το ’14 προσπαθώντας να εξηγήσω στον εαυτό μου το τι συνέβαινε και να διαπιστώσω αν υπήρχαν αντιστοιχίες με συμβάντα του παρελθόντος. Η ιδέα των ιστορικών κύκλων βρήκα πως μας πρόσφερε έναν τρόπο να πούμε μια σύνθετη ιστορία με απλό τρόπο και σε αντιστοιχία με τις τότε ανησυχίες. Η πανδημία σίγουρα προσφέρεται για μια νέα αρχή, ωστόσο το σχήμα μου δεν έχει την έννοια της πρόβλεψης του μέλλοντος, δεν λειτουργεί με ντετερμινιστικό τρόπο. Είναι ένα σχήμα αναλογιών που προσφέρει χρήσιμα, ελπίζω, διδάγματα. Για παράδειγμα, ένα από τα στοιχεία που διαπιστώνει κανείς σε προηγούμενες καταστροφές είναι πως όταν ζεις στο εσωτερικό τους αδυνατείς να δεις ότι μπορείς να διαφύγεις ή να φανταστείς ένα διαφορετικό μέλλον. Επιπλέον, αυτό που προκύπτει όταν εξετάζει κανείς αυτές τις περιόδους με την απόσταση του χρόνου είναι πως την ίδια στιγμή μιας μεγάλης κρίσης έχουν ήδη δρομολογηθεί μεγάλες, αλλά αθέατες διεργασίες που τοποθετούν τη χώρα σε μια νέα τροχιά και την προετοιμάζουν για την περίοδο επιτυχιών που έπεται. 

Είναι μια ιδέα που βοηθάει στο να παίρνει κανείς απόσταση από το ζοφερό παρόν, που εντέλει έχει ενδεχομένως αυτό τον συγκυριακό χαρακτήρα και πιθανότατα θα οδηγήσει κάπου αλλού. Όταν ήμασταν μέσα στην κρίση νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος του κόσμου, όσο απομακρυνόμαστε φαντάζει όλο και πιο μακρινή. Και η τρέλα του αντιμνημονίου εξαφανίστηκε το ίδιο μαγικά, όπως εμφανίστηκε. 

Με το δημοψήφισμα η μπλόφα έσκασε, αλλά δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να συνεχίσουμε σαν να μην έγινε τίποτα. Κι ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε κανείς την αίσθηση πως στην Ελλάδα είχε ανατραπεί εντελώς το πολιτικό τοπίο και οι πολιτικοί συσχετισμοί, ότι τίποτα δεν θα έμοιαζε πια με ό,τι ξέραμε, το μόνο που τελικά άλλαξε είναι πως το Πασόκ έγινε Σύριζα. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορούμε να το δούμε και θετικά, με την έννοια ότι η ελληνική κοινωνία απέδειξε πως είχε πολύ μεγάλα περιθώρια απορρόφησης κραδασμών, πως οι Έλληνες έχουν μια ικανότητα προσαρμογής που δεν τη συναντάς απαραίτητα σε άλλους λαούς που είναι πιο οργανωμένοι, αλλά που δεν έχουν αυτή την ευελιξία. Πιστεύω πως η προσαρμοστικότητα είναι ένα από τα μεγάλα μας πλεονεκτήματα, τόσο  ιστορικά στη μεγάλη διάρκεια, όσο και στη μικρή μας καθημερινότητα.

Έχουμε την ικανότητα να παράγουμε ένα εξαιρετικό επίπεδο δημόσιας οικειότητας, να συνυπάρχουμε δηλαδή στον δημόσιο χώρο με έναν ωραίο και φυσικό τρόπο. 

Το μέλλον

Με το τέλος της δεκαετίας της κρίσης βρεθήκαμε σε μια τομή και γιατί γυρίσαμε σελίδα, αλλά και γιατί μπαίνουμε πια σε αυτή τη νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από τις αλλαγές της 4ης τεχνολογικής επανάστασης. Πώς θα είναι τα επόμενα 10 χρόνια; Το σενάριο που προκρίνει είναι αισιόδοξο, επειδή είναι αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά και επειδή έχει αυτή την εμπειρία σε επίπεδο ακαδημαϊκό αλλά και ζωής από άλλες χώρες, συστήματα, νοοτροπίες κ.λπ. Το βλέμμα του έχει πάντα αυτή την προοπτική. Βλέποντας την Ελλάδα και με τα μάτια ενός ξένου επισκέπτη, αναδεικνύει τις εθνικές μας αρετές, διαχρονικά, και συνεχώς μας τις υπενθυμίζει.  

Σε αυτό που λέμε κάπως υποτιμητικά οικονομία ή και κοινωνία του φραπέ και των τραπεζοκαθισμάτων, εσείς εντοπίζετε έναν πολιτισμό της καθημερινότητας και βλέπετε ένα υψηλό επίπεδο δημόσιας οικειότητας και κοινωνικότητας. Λέτε πως το μέλλον της χώρας βρίσκεται στην παραγωγή ευτυχίας. Πώς το εννοείτε;

Όταν διαπραγματεύεσαι τον βίο σε διαφορετικές κοινωνίες, ανακαλύπτεις πράγματα που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί αυτονόητα. Εσύ όμως τα παρατηρείς και ενδεχομένως μπορείς να τα αναδείξεις. Για παράδειγμα, δεν είναι μόνο η φυσική ομορφιά της Ελλάδας, που την κάνει τόσο ξεχωριστή, αλλά κυρίως, θα έλεγα, ο ανθρωπογενής πολιτισμός της. Είναι κάτι στο οποίο δεν δίνουμε πολλή σημασία, αλλά ένα από τα πράγματα που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, όπως έχουν δείξει πολλές επιστημονικές έρευνες, είναι η κοινωνικότητα (και αντίστροφα: η μοναξιά καταθλίβει και σκοτώνει).

Οι σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι πιο εύκολες, πιο φυσικές και πιο αυθόρμητες, έχουμε την ικανότητα να παράγουμε ένα εξαιρετικό επίπεδο δημόσιας οικειότητας, να συνυπάρχουμε δηλαδή στον δημόσιο χώρο με έναν ωραίο και φυσικό τρόπο. Η γνωστή ρήση πως «στην Ελλάδα ο βίος είναι υπαίθριος», οργανικά ενσωματωμένος στη δημόσια ζωή μας, είναι το κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού μας που ερωτεύονται οι ξένοι όταν επισκέπτονται την Ελλάδα, τα αυτονόητα για μας που δεν τα συναντούν αλλού. Θεωρώ ότι είμαστε  σε μια συγκυρία που η ουσιαστική διάσταση αυτών των πραγμάτων έρχεται και δένει με μια μεγάλη τεχνολογική αλλαγή. Μια τέτοια κουλτούρα καθημερινότητας, με την έννοια αυτής της δημόσιας αυθόρμητης κοινωνικότητας, είναι πολύτιμη και σπάνια. 

Ταυτόχρονα παρατηρώ μια διεθνή τάση, που δεν είναι καινούργια αλλά κερδίζει συνεχώς έδαφος, ότι πολλοί άνθρωποι αναζητούν κάτι παρά πάνω από τη συσσώρευση υλικών αγαθών, που να σχετίζεται με την ποιότητα ζωής τους, τη σχέση που διαμορφώνουν με τον χώρο όπου ζούμε και τους άλλους ανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχουμε. Στον βαθμό που η Ελλάδα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσφορά αυτού του αγαθού, θα προσελκύσει ανθρώπους που το αναγνωρίζουν και το αναζητούν. Υπάρχει μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που σε απόλυτα νούμερα μπορεί να μην είναι τεράστια, αλλά παραμένει αξιόλογη, και που σταδιακά τα επόμενα χρόνια με τις τεχνολογικές εξελίξεις που ενισχύουν την αποσύνδεση του τόπου εργασίας από τον τόπο διαβίωσης, θα επιλέξει να ζήσει στην Ελλάδα, ταξιδεύοντας βέβαια για τις δουλειές της, θεωρώντας ότι θα κερδίσει έτσι μια ποιότητα ζωής που δεν θα είχε αλλού. 

Γιατί θα μας ωφελήσει το ότι κάποιοι θα έρθουν να εργάζονται εδώ και να χαίρονται τις ομορφιές της πατρίδας μας; 

Το πρώτο που θα κερδίσουμε, άμεσα, έχει να κάνει με την οικονομία. Μικρές και μεσαίες οικονομικές μονάδες θα αποκτήσουν ουσιαστικά μια οικονομική εξωστρέφεια παρέχοντας υπηρεσίες και αγαθά, από την εστίαση και την οικοδομή ως τις ιατρικές υπηρεσίες, σε ανθρώπους που το εισόδημά τους θα παράγεται εκτός Ελλάδας. Έτσι ένα κρίσιμο τμήμα της οικονομίας μπορεί να μεταμορφωθεί σε εξαγωγικό και η μικροεπιχειρηματικότητα να μετατραπεί σε πλεονέκτημα καθώς μπορεί να παρέχει υπηρεσίες φτιαγμένες ακριβώς στα μέτρα των πελατών της. Ακόμα πιο σημαντικό όμως θεωρώ το ότι κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς σιγά-σιγά θα ενσωματωθούν στην κοινωνία μας και θα συνεισφέρουν τις δεξιότητές τους, θα μεταγγίσουν καινοτομία, γνώσεις, αυτό που λέμε ανθρώπινο κεφάλαιο, θα συμμετάσχουν στη ζωή της χώρας. Δεν είναι μόνο, δηλαδή, ότι θα αφήνουν τα χρήματά μας και εμείς θα τους υπηρετούμε, το οποίο δεν υποτιμώ καθόλου, γιατί είμαστε μια κοινωνία υπηρεσιών. Αλλά όταν μια κρίσιμη μάζα ικανών, δημιουργικών ανθρώπων συγκεντρώνεται σε ένα μέρος, ξεπηδούν νέοι συσχετισμοί, νέες ιδέες, νέες οικονομικές δραστηριότητες. Και όλο αυτό δεν χρειάζεται καν να είναι μέρος μιας καμπάνιας, το αντίθετο. Ούτε μιλάμε για «ψηφιακούς νομάδες», αλλά για κάτι βαθύτερο.

Η πανδημία ανέκοψε μια πορεία ανάπτυξης, όμως την ίδια στιγμή επιτάχυνε διαδικασίες. Υπήρξε το πρώτο πείραμα τηλεργασίας παγκόσμια, οπότε, να οι ρίζες σε μια δύσκολη συγκυρία για μια επόμενη ίσως επιτυχία...

Είδαμε πράγματι να καταφτάνει στην Αθήνα ένα πρώτο κύμα ανθρώπων που εργάζονται αλλού, όχι μόνο Έλληνες της διασποράς αλλά και αρκετοί ξένοι. Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι θα είναι κάπου για ένα μικρό διάστημα λόγω πανδημίας, και ξαφνικά ανακάλυψαν πράγματα που δεν τα είχαν σκεφτεί και άρχισαν να σκέφτονται πως θα ήταν πολύ ωραία αν ζούσαν εδώ περισσότερο. Έχω συναντήσει αρκετούς τέτοιους ανθρώπους.

Είστε κι εσείς ένας από αυτούς;

Είναι αλήθεια πως η ακαδημαϊκή καριέρα προσφέρει μεγάλη ελευθερία. Όταν ξεκίνησε η κρίση του 2010, επειδή αισθάνθηκα ότι είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός απέναντι στο οποίο δεν μπορούσα να μείνω αδιάφορος, άρχισα να έρχομαι πιο συχνά στην Ελλάδα και να μένω εδώ για περισσότερο χρόνο, να αρθρογραφώ και να συμμετέχω στον δημόσιο διάλογο. Σε αυτό βέβαια βοήθησε πάρα πολύ και η τεχνολογία. Πριν τα σόσιαλ μίντια και το ίντερνετ δεν ήταν εύκολο για κάποιον εκτός Ελλάδας να συνδεθεί με τη χώρα από μακριά. Όταν έφυγα στην Αμερική δεν υπήρχε η δυνατότητα καν να διαβάζεις εφημερίδες ή να ακούς ραδιόφωνο, δεν ξέραμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα, είχα ένα φίλο που μου έστελνε κάθε μήνα ένα γράμμα με αποκόμματα από τον Τύπο. Τώρα, η πανδημία μού έδωσε τη δυνατότητα να μείνω εδώ για πολύ μεγαλύτερο διάστημα.

Η ίδρυση μιας ελληνικής Ακαδημίας από το σύγχρονο ελληνικό κράτος, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια, θα ήταν μια δράση υψηλού συμβολισμού αλλά και ουσίας.

 

Να τελειώσουμε με αυτή τη θαυμάσια ιδέα που διαβάζει ο αναγνώστης στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: στο πλαίσιο των δράσεων της επετείου για τα 200 χρόνια προτείνετε να πραγματοποιήσουμε κάτι «πολύ μεγάλο», μια «παρακαταθήκη για το μέλλον». Η ιδέα σας αφορά στη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, μιας ελληνικής Ακαδημίας, με δικό της ξεχωριστό νομικό καθεστώς και χρηματοδότηση, που θα στοχεύει σε μια ευρύτερη καλλιέργεια, θα απευθύνεται σε παιδιά από οικογένειες με περιορισμένους πόρους και παιδιά μεταναστών, η εισαγωγή θα γίνεται με εξετάσεις και θα οδηγεί σε υποτροφίες. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να προσδώσει νόημα στους εορτασμούς! Μοιάζει φιλόδοξο όσο και οραματικό, είναι πραγματοποιήσιμο;

Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ σημαντικό να γίνει, όχι απαραίτητα φέτος, γιατί με τη συνθήκη της πανδημίας ακόμα και για τα βασικά δυσκολευόμαστε, αλλά σίγουρα είναι κάτι που θα ήθελα να το σπρώξω περισσότερο, να δω αν υπάρχει ευρύτερο ενδιαφέρον. Είναι κάτι που έχει άμεση σύνδεση με την ιδέα της εθνικής επετείου, καθώς στην Ελλάδα η παιδεία υπήρξε πάντα βασικός μοχλός εθνικής συγκρότησης. Προϋπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης υπήρξε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, που σχετίστηκε με την ίδρυση μιας σειράς εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που οδήγησαν στη δημιουργία αυτής της νέας τάξης διανοουμένων των οποίων η συμβολή, ως φορείς νέων ιδεών, υπήρξε καθοριστική. Ως εκ τούτου η ίδρυση ενός τέτοιου εκπαιδευτικού ιδρύματος από το σύγχρονο ελληνικό κράτος θα ήταν μια δράση υψηλού συμβολισμού αλλά και ουσίας.

Επιπλέον, με τις εξελίξεις της τεχνολογικής επανάστασης, γίνεται  θεμελιώδες το να αναπτύσσουμε τη δεξιότητα συνεχούς εκμάθησης, ευελιξίας και προσαρμογής, το να γινόμαστε δηλαδή ικανοί να μαθαίνουμε διαρκώς μέσω μιας ευρύτητας πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό μπορεί να συνδεθεί και με την ιδέα της κλασικής ανθρωπιστικής παιδείας, και στη βάση αυτή ένα τέτοιο ίδρυμα θα πρόσφερε σε νέα παιδιά τη δυνατότητα μιας υψηλού επιπέδου, διεθνούς εμβέλειας, εκπαίδευσης πρώτου ανώτατου κύκλου, προτού εξειδικευθούν σε άλλα αντικείμενα μέσω μεταπτυχιακών σπουδών. 

Θα μπορούσαμε έτσι να διαμορφώσουμε ουσιαστικά μια πνευματική πρωτοπορία που θα έπαιζε κομβικό ρόλο στο μέλλον. Κάτι αντίστοιχο είχαμε στο παρελθόν και με τα πρότυπα σχολεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παιδιά με ταλέντο από μεσαίες και φτωχές οικογένειες αποκτούσαν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας παιδεία. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα προσέλκυε  Έλληνες πανεπιστημιακούς του εξωτερικού, οι οποίοι θα μπορούσαν να έρχονται π.χ. για ένα δίμηνο να διδάσκουν τα παιδιά αυτά – όντας δάσκαλος, ξέρω πόσο ικανοποιεί κάποιον να συμμετέχει σε κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνει πραγματικά μια καινούργια γενιά ανθρώπων. Η ιδέα αυτή δεν είναι κάτι τρομακτικά ακριβό ή δύσκολο, και μάλιστα θα λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά, ή και ως καταλύτης για ευρύτερες εξελίξεις στην παιδεία, εφόσον πετύχει. Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως νησίδα αριστείας που θα οδηγούσε σε μια ευγενή άμιλλα.

Να τη πάλι η ιδέα της «κρίσιμης μάζας», όπως και της προσαρμοστικότητας, της εξωστρέφειας... Η ιδέα της ελληνικότητας που δεν αποκλείει αλλά ενσωματώνει, ενός εθνικού αφηγήματος ζωντανού που θα περιλαμβάνει όσους επιθυμούν να το υιοθετήσουν. Η πίστη στις εθνικές μας αρετές και στο τι μπορούμε να καταφέρουμε. Ο αναστοχασμός του παρελθόντος και η σύνδεση με το μέλλον. Αυτά εντέλει είναι τα συστατικά για το Ελληνικό Όνειρο, και σύμφωνα με τον συγγραφέα και εμπνευστή του, μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε!


Ακούστε το Podcast: Ο Στάθης Καλύβας συζητάει με τον Κώστα Γιαννακίδη