Πολιτικη & Οικονομια

Γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε.: Η επόμενη μέρα;

Ο δρόμος προς ενίσχυση και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι δύσκολος

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Γερμανία κάνει αρκετά ώστε να αποφύγει τη διάλυση Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωζώνης, αλλά δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει τα πραγματικά της προβλήματα.

Το δεύτερο εξάμηνο του 2020, υποτίθεται θα αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή για την Γερμανία, ώστε να δείξει την ηγεμονία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα, εθεωρείτο ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία το ότι θα ήταν η Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ που θα αναλάμβανε την προεδρία στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μάλλον από την στιγμή που ο Μακρόν κατάφερε με το ξέσπασμα της πανδημίας να πείσει την Καγκελάριο να στηρίξει τον Μηχανισμό Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), που θα εξέδιδε κοινό χρέος από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι από τα κράτη-μέλη, διαμοιράζοντας μάλιστα ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων με τη μορφή επιχορηγήσεων. 

Με τη γερμανική προεδρία να φτάνει στο τέλος της, όμως, είναι πλέον ξεκάθαρο πως ο δρόμος προς ενίσχυση και εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι δύσκολος. Όπως βλέπουμε και από τις διαπραγματεύσεις του Brexit, η αποχώρηση της Βρετανίας δεν έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της Γερμανίας, αλλά την έχει απομονώσει. Όχι μόνο δηλαδή έχει κόστος στη γερμανική οικονομία, αλλά έχει δώσει δύναμη στις λεγόμενες «φειδωλές» χώρες της Ε.Ε., όπως φάνηκε και από τις διαπραγματεύσεις του ΜΑΑ. Επίσης, δύναμη έχει αποκτήσει και ο πρόεδρος Μακρόν, που προσπαθεί να τοποθετήσει τη Γαλλία σε ρόλο ηγέτιδας δύναμης εντός της Ε.Ε. Επιπροσθέτως, οι διαμάχες ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία σχετικά με την «Ευρωπαϊκή αυτονομία» δεν έχουν σταματήσει, καθώς ο Γερμανός υπουργός Εθνικής Άμυνας ακόμη υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ πρέπει να παραμείνουν ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, με τη γαλλική πλευρά να υποστηρίζει το αντίθετο. Επίσης, το αδιέξοδο στο ζήτημα της μετανάστευσης και του ασύλου παραμένει, παρά το γεγονός πως η Γερμανία συμφώνησε στην υποδοχή περίπου 1.500 προσφύγων από την Ελλάδα. Το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο της Επιτροπής για τη μετανάστευση και το άσυλο «κρύφτηκε» κάτω από την ευρύτερη πολιτική ατζέντα, καθώς η προεδρία του συμβουλίου της Ευρώπης δεν πήρε την πρωτοβουλία να το θέσει ως προτεραιότητα.

Πέρα όμως από τις διαφορές και συγκρούσεις που δημιουργεί η πορεία της ολοκλήρωσης, η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία δεν έχει αυτό που ορισμένοι χαρακτηρίζουν «στρατηγική σκέψη», δεν έχει αντιληφθεί ακριβώς τον αληθινό της ρόλο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση, τα τελευταία 10-15 χρόνια, έχει ξοδέψει περισσότερο χρόνο και ενέργεια στο να πηγαίνει κόντρα σε θέσεις και προτάσεις που αφορούν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά της Ευρωζώνης. Η Γερμανία λοιπόν μπορεί να μιλά για «περισσότερη Ευρώπη», αλλά δεν έχουν υπάρξει προσπάθειες για να οριστεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό αλλά και πώς θα βρεθούν οι τρόποι που θα το επιτρέψουν. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτά κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει μάλιστα πως η Γερμανία έχει τις ίδιες αντιλήψεις με τις «φειδωλές χώρες», αλλά με πολύ πιο διπλωματικό τρόπο. Ο λόγος που θα μπορούσε κανείς να το υποστηρίξει αυτό είναι πως η Γερμανία κάνει αρκετά ώστε να αποφύγει τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, αλλά δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει τα πραγματικά της προβλήματα. Η στήριξη του ΜΑΑ από τη Γερμανία της Μέρκελ, παρά το ότι αποτέλεσε ανατροπή, ενδεχομένως να αποτελούσε περισσότερο ένα στοιχείο για χάρη της πολιτικής υστεροφημίας της Καγκελαρίου. 

Η Γερμανία, για να ωφελήσει πραγματικά την Ευρωζώνη/ΕΕ, θα έπρεπε να μη σκέφτεται τα πάντα μόνο με όρους οικονομικής ανάπτυξης και προώθησης των εξαγωγών. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που οι πιο σημαντικοί εμπορικοί συνεργάτες της χώρας είναι πολύ διαφορετικοί από τους στρατηγικούς της σύμμαχους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ασφαλώς η Κίνα, με τη Γερμανία να εξάγει αγαθά αξίας 100 δισεκατομμυρίων στη χώρα. Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 50% των συνολικών εξαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός ενδεχομένως είναι και ο λόγος που η Γερμανία δεν είναι τόσο αυστηρή σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν την Κίνα. Παράλληλα, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Τουρκία, με τη Γερμανία από τη μια να καταδικάζει τις μονομερείς ενέργειες της χώρας του Ερντογάν και να πιέζει για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης, την ώρα που, από την άλλη πλευρά, λόγω των οικονομικών της συναλλαγών με την Τουρκία δε θέλει να επιβάλει κυρώσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν και τη δική της οικονομία. 

Έτσι, και παρά την αισιοδοξία που προκαλεί o ΜΑΑ, τα κράτη-μέλη διστάζουν να δημιουργήσουν ένα όραμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για τα επόμενα χρόνια. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, η ΕΕ να αναπτύξει μια στρατηγική σκέψη και να εστιάσει όχι μόνο σε όσα είναι οικονομικά απαραίτητα αλλά και στα πολιτικώς απαραίτητα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που υπό διακύβευση δεν είναι μόνο η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά και τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα στον κόσμο, και η προστασία ενός διεθνούς συστήματος πολυμερών θεσμών και κανόνων. 

Η Ευρώπη, όπως γράφει ο Βούλγαρης, «είναι ακόμα ο προβληματικός παίκτης» και «επειδή δεν είναι ενιαίο κράτος» οι προκλήσεις της μετα-πανδημικής εποχής «μπορούν να λειτουργήσουν είτε διαλυτικά είτε να την ωθήσουν σε ένα νέο άλμα ενοποίησης. Το πνεύμα της εποχής αφήνει ανοιχτό το παιχνίδι και για τις δύο εκδοχές. Στην πρώτη περίπτωση, θα αποδιαρθρωθεί σε ένα σμήνος μικρομεσαίων εθνικών  κρατών. Στη δεύτερη, θα βρει τον δικό της χώρο ως μεγάλη δύναμη». Προς αυτήν την κατεύθυνση, της αναζήτησης του δικού της χώρου στην παγκόσμια πολιτική και διακυβέρνηση, ως δρώντας και υπερασπιστής ενός νέου πολυμερισμού, η Ε.Ε. θα πρέπει οπωσδήποτε να περιορίσει τα τεράστια εσωτερικά της προβλήματα (πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά). 

Σημαντικό είναι το ζήτημα της δημοκρατίας και ειδικότερα στην Πολωνία και Ουγγαρία, όπου υπάρχει συστηματική προσπάθεια αποσάθρωσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Αυτές οι χώρες όχι μόνο αφαιρούν από τους πολίτες τους θεμελιώδη πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, αλλά υποσκάπτουν και τη λειτουργία και το μέλλον της ΕΕ.  Η Ουγγαρία και η Πολωνία αναπτύσσουν και διαχέουν την άποψη της «μικρότερης» και «λιγότερης» Ευρώπης, όπως επίσης και τη θέση ότι η ΕΕ δεν έχει το δικαίωμα να την κρίνει σε ζητήματα δημοκρατίας. Η στάση αυτή των δυο χωρών συνδέεται με πολιτικές και μηχανισμούς της ΕΕ για το κράτος δικαίου, που επιβάλλουν κυρώσεις, ακόμη και με περικοπές χρηματοδοτήσεων, σε περίπτωση παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου. Στον αντίποδα Πολωνία και Ουγγαρία, επιρρίπτουν στην ΕΕ ότι τους τιμωρεί πολιτικά, διότι τηρούν διαφορετική στάση σε ορισμένα μείζονα ζητήματα, όπως είναι το προσφυγικό/μεταναστευτικό. 

Ωστόσο, είναι υψίστης σημασίας για τους πολίτες της Ε.Ε. τα ευρωπαϊκά κονδύλια να διατίθενται μόνο στα κράτη μέλη με αξιόπιστο δικαστικό σύστημα και σεβασμό στις κοινές ευρωπαϊκές δημοκρατικές αξίες. 

Σημαντικό πρόβλημα είναι και η συνεχιζόμενη οικονομική απόκλιση των κρατών-μελών,  αποτέλεσμα της προβληματικής κατασκευής της ευρωζώνης. Η πραγματικότητα αυτή δεν επιτρέπει τη σύγκλιση των χωρών και περιοχών της ΕΕ.  Προς υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας ο Μηχανισμός Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας θέτει την Ε.Ε. σε πορεία για μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αλλά ανοίγει επίσης την πόρτα για μια σημαντική επέκταση των ομοσπονδιακών εξουσιών της Ε.Ε. Η συμφωνία για τον ΜΑΑ άνοιξε ένα νέο σύνολο δυνατοτήτων. Αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση επικών διαστάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ξαφνικά φαίνονται πρόθυμοι να σπρώξουν τα όρια των εξουσιών των Βρυξελλών, ίσως μέσω της επανερμηνείας των κανόνων της Ε.Ε. που μπορεί να επιτρέψει στην Ε.Ε. να δανείζεται, να φορολογεί και να δαπανά όπως ένα πραγματικό κράτος. Εάν προκύψει άλλη κρίση -μια πανδημία, μια κρίση χρέους ή μετανάστευσης ή κάτι άλλο- η Ε.Ε. θα έχει τη δυνατότητα να παράγει τους πόρους ώστε να ανταποκριθεί. 

Ωστόσο, η Ε.Ε. οφείλει να προχωρήσει περισσότερο, με την οικοδόμηση της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πλήρη δημοσιονομική ένωση στην Ευρωζώνη, ισχυρό προϋπολογισμό και αναδιανεμητικές πολιτικές, μηχανισμούς μεταφοράς πόρων και αμοιβαιοποίηση του χρέους. Σημαίνει επίσης κοινή οικονομική πολιτική, δηλαδή συμμετρική κατανομή του κόστους προσαρμογής μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών-μελών, υψηλότερο βαθμό φορολογικής ενοποίησης και κοινές πολιτικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση. 

Τα παραπάνω αποτελούν αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την επιβίωση της νομισματικής ένωσης, αλλά και για την καταπολέμηση του λαϊκισμού. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η απήχηση των λαϊκιστικών κινημάτων και κομμάτων στην Ευρώπη φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά. Σε έρευνα του YouGov-Cambridge Globalism Project, που πραγματοποιήθηκε σε 26.000 άτομα σε 25 χώρες και σχεδιάστηκε από κοινού, προκύπτει μια φθίνουσα τάση του λαϊκισμού και στις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες που εξετάστηκαν το 2019 και 2020. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι τελειώσαμε με τους λαϊκιστές. Ο λαϊκισμός δεν υποχωρεί όταν οι κρίσεις υποχωρούν. Πρέπει η Ε.Ε. να σκεφτεί βαθύτερα τις  συστημικές πιέσεις που θα δεχτούν τα κράτη μέλη και τα πολιτικά τους συστήματα μετά το τέλος της πανδημίας, και πώς μπορούν οι πιέσεις αυτές να μετατρέψουν τον λαϊκισμό σε ένα μόνιμο φαινόμενο.