- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διαιρεμένη Κύπρος στην Ενωμένη Ευρώπη
Ιστορίες γεμάτες πόνο από την Κύπρο και τους ανθρώπους της
Σε μια εποχή όπου τα γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα μεταξύ των κρατών αίρονται, η διαίρεση στην Κύπρο οξύνεται.
Γράφουν οι Μαρίνα Χατζηκυριάκου & Δημήτριος Θεολογίδης, φοιτητές Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ στο ΑΠΘ
Αδιάκοπη η βοή των κυπριακών Μέσων το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 2020: «Ανοίγει η περίκλειστη πόλη φάντασμα...», «Νέα εισβολή στην Αμμόχωστο...», «Μαύρος τουρισμός στα Βαρώσια...».
Στα Βαρώσια βρέθηκε ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για την 37η επέτειο της σύστασης του ψευδοκράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Για την υποδοχή του Τούρκου προέδρου ξεκίνησαν οι προετοιμασίες στην περιοχή με το άνοιγμα ενός τμήματος της παραλίας, την ασφαλτόστρωση και τη φωταγώγηση δρόμων και την προετοιμασία ποδηλατοδρόμων. Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει την κατεδάφιση κτηρίων και τη μερική ανοικοδόμηση των λεηλατημένων κυπριακών περιουσιών. Ακόμη, έλαβε χώρα μια γιορτή στην πόλη, με αποκορύφωμα το πικνίκ του Τούρκου προέδρου. Στόχος είναι η μετατροπή της «πόλης-φάντασμα» σε μια σύγχρονη πόλη με ουρανοξύστες και καζίνο, δηλαδή σε μια πόλη του τζόγου και του ελεύθερου εμπορίου, στο Λας Βέγκας της Μεσογείου, όπως χαρακτηρίστηκε. Το άνοιγμα της πόλης ήταν μια πολιτική κίνηση από μεριάς του πρωθυπουργού του κατοχικού καθεστώτος, Ερσίν Τατάρ, προσδοκώντας με αυτόν τον τρόπο να κερδίσει τον πολιτικό του αντίπαλο, Μουσταφά Ακιντζί, στις τουρκοκυπριακές εκλογές. Βέβαια, για να το πετύχει, χρειάστηκε η παρέμβαση του Ερντογάν, ο οποίος πυροδότησε εκ νέου την ένταση στην περιοχή.
«Ανατριχιάζουν οι πρόσφυγες του ‘74 βλέποντας τα Βαρώσια να γίνονται και πάλι προσβάσιμα». Αναδρομή στο 1974, την πιο θλιβερή χρονιά της κυπριακής ιστορίας. Παρόλο που η Κυπριακή Δημοκρατία δεχόταν απειλές επανειλημμένα μετά τις κρίσεις της δεκαετίας του 1960, η κυβέρνηση καθησύχαζε τους κατοίκους πως ήταν όλα υπό έλεγχο. Ο λαός εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974 είχε διχαστεί – ορισμένοι παρέμειναν πιστοί στην πολιτική του τότε προέδρου Μακαρίου Γ΄ και οι υπόλοιποι επιζητούσαν την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα με κάθε κόστος, παραβλέποντας το ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε επιβάλει η στρατιωτική δικτατορία (Χούντα) στην Ελλάδα.
Όλα ξεκίνησαν στις 27/01/1974, με τον θάνατο του Κύπριου στρατηγού Γεώργιου Γρίβα Διγενή, με αποτέλεσμα η Επαναστατική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών Β΄ (ΕΟΚΑ Β΄) να ελέγχεται πλήρως από το δικτατορικό καθεστώς του Δημήτριου Ιωαννίδη της Ελλάδας. Η χούντα του Ιωαννίδη απεχθανόταν τον Αρχιεπίσκοπο και πρόεδρο της Κύπρου, Μακάριο Γ΄, καθώς ο ίδιος υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου και όχι την ένωσή της με την Ελλάδα, ενώ παράλληλα επεδίωκε στενότερες σχέσεις με τα κομμουνιστικά κράτη. Ακολούθησαν στη συνέχεια συγκρούσεις του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας, το οποίο ήταν φιλικά προσκείμενο στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και της Εθνοφρουράς, η οποία υποστήριζε εμφανώς τον δικτάτορα Ιωαννίδη.
Ως συνέπεια του πραξικοπήματος στην Κύπρο, ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να εισβάλει στο νησί, με το πρόσχημα της ειρηνικής επέμβασης, έχοντας σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων. Η τουρκική εισβολή, με την κωδική ονομασία «Αττίλας», ξεκίνησε από την περιοχή Πέντε Μίλι, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, όπου τα τουρκικά αποβατικά σκάφη αποβίβασαν εκεί τις δυνάμεις τους. Ταυτόχρονα, τουρκικά αεροπλάνα είχαν ήδη αρχίσει τις επιθέσεις τους στην ευρύτερη περιοχή της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε κομβικά σημεία του νησιού.
Η απόβαση στην Κερύνεια ήταν η αρχή μιας τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης στην Κύπρο, καθώς εκτοπίστηκαν συνολικά 180.000 Kύπριοι, των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατήθηκαν. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του ξένου στρατιωτικού δυναμικού. Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία εξακολουθεί να κατέχει παράνομα μέχρι σήμερα το 36,2% του κυρίαρχου εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και αρνείται το δικαίωμα επιστροφής στους βίαια εκτοπισμένους Κύπριους. Στη συνέχεια, η Τουρκία προέβη στη μεταφορά περίπου 120.000 εποίκων από την ηπειρωτική Τουρκία στο βόρειο τμήμα του νησιού, δίνοντάς τους την Τουρκοκυπριακή υπηκοότητα, με στόχο την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου.
Λίγα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Κύπρος βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, οι οποίες αποσταθεροποίησαν ακόμη περισσότερο την περιοχή και δίχασαν τις κυπριακές κοινότητες (Ελληνοκύπριους - Τουρκοκύπριους). Τη 15η Νοεμβρίου 1983, ο Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε την ανεξαρτησία των κατεχομένων, με τη σύσταση της παράνομης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ). Η Τουρκία ήταν η πρώτη και αργότερα, όπως αποδείχθηκε, και μοναδική χώρα, η οποία την αναγνώρισε, ανταλλάσσοντας πρεσβείες μαζί της. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο Οργανισμός Ισλαμικών Συνδιασκέψεων αναγνώρισε το ψευδοκράτος, με την αποδοχή του ως παρατηρητή με το όνομα «Τουρκικό Κυπριακό Κράτος». Το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα το ψευδοκράτος δεν αναγνωρίζεται από την παγκόσμια πολιτική κοινότητα, οφείλεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο καταδίκασε τη μονομερή του ενέργεια ως νομικά άκυρη, καλώντας όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να μην το αναγνωρίσουν.
Οι συνέπειες του πολέμου και του διαμελισμού του νησιού δεν άργησαν να επηρεάσουν την εσωτερική του οικονομία, αλλά και την ευημερία του γενικότερα. Μέχρι το 1974, η Αμμόχωστος συνέβαλλε καθοριστικά στην κυπριακή οικονομία, καθώς κατείχε περισσότερο από το 50% της συνολικής τουριστικής χωρητικότητας του νησιού και αποτελούσε βασικό λιμάνι, όσον αφορά στη διακίνηση αγαθών και επιβατών. Χαρακτηριστικά, το 1973 οι εξαγωγές του λιμανιού αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 42% των συνολικών εξαγωγών του νησιού. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την κατάληψη της Αμμοχώστου, το νότιο κομμάτι της πόλης, τα Βαρώσια, εγκαταλείφθηκαν από τους, ως επί το πλείστον, Ελληνοκύπριους κατοίκους τους, με αποτέλεσμα η πόλη να ερημωθεί. Στη συνέχεια ανεγέρθηκαν συρματοπλέγματα, οδοφράγματα και στρατιωτικές προειδοποιητικές επιγραφές από τον τουρκικό κατοχικό στρατό γύρω από τα Βαρώσια, καθιστώντας τα μια νεκρή πόλη, μια πόλη-φάντασμα.
Οι μικρές ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων που βίωσαν τον πόλεμο αλλά και τις συνέπειές του, και από τις δύο κοινότητες, είναι οι μόνες ικανές για να αποτυπώσουν το μέγεθος του Κυπριακού δράματος καθώς και τη σύγχρονη διάστασή του.
Σε ένα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, την Αγκαστίνα, μέχρι το 1974, οι μέρες κυλούσαν ξέγνοιαστα και ομαλά για την αγροτική οικογένεια του Ανδρέα Κίκιλλου και της Αργυρούλας Λουκαΐδου. Η 19η Ιουλίου 1974 για το τελευταίο τους παιδί, την έφηβη τότε Αντωνία, «ήταν μια μέρα σαν τις άλλες», όπως αναφέρει. Τα καλοκαιρινά βράδια τα αδέρφια έστρωναν και κοιμόντουσαν στην αυλή της οικίας τους, λόγω της αφόρητης ζέστης, αλλά και επειδή το σπίτι ήταν γεμάτο με την ημερήσια σοδειά - η περιοχή της Μεσαορίας ήταν ιδιαίτερα εύφορη. Η Αντωνία εκείνο το βράδυ ξενύχτησε κουβεντιάζοντας με τη μεγάλη της αδερφή, έως ότου τις πήρε ο ύπνος.
Οι σειρήνες του πολέμου ήχησαν στις πέντε τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου. Τα αδέρφια τρομαγμένα από αυτόν τον πρωτόγνωρο ήχο τινάχτηκαν κατευθείαν. Απέναντί τους υψωνόταν η οροσειρά του Πενταδακτύλου, στην οποία προσγειώνονταν αλεξιπτωτιστές. Η Αργυρούλα τότε έτρεξε έξω στα παιδιά της ψελλίζοντας: «Γίνεται πόλεμος». «Η εισβολή δεν έμεινε μέχρι τον Πενταδάκτυλο αλλά τα στρατεύματα προχωρούσαν απειλητικά και προς το μέρος μας», αναφέρει η Αντωνία. Η πρώτη φάση της εισβολής τερματίστηκε με παρέμβαση του ΟΗΕ. Το πατρικό της οικογένειας Κίκιλλου τότε μετατράπηκε σε πρόχειρο νοσοκομείο και καταφύγιο για τους πρόσφυγες που κατέφθαναν από τον Βορρά. Δεν άργησε όμως και η δεύτερη φάση της εισβολής, στις 15 Αυγούστου, κατά την οποία η Αγκαστίνα βομβαρδίστηκε μαζί με άλλα χωριά της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας. Η Αντωνία εξηγεί: «Η οικογένειά μου πήγε στο χωριό Ξυλοτύμπου, που βρίσκεται σε έδαφος των βρετανικών βάσεων, γεγονός που το καθιστούσε ασφαλές. Αρχικά μέναμε σε αντίσκηνο και αργότερα σε σπίτι που μας παραχώρησαν γενναιόδωρα οι ντόπιοι. Θυμάμαι πως πριν φύγουμε από την Αγκαστίνα κλειδώσαμε το σπίτι μας για να είναι ασφαλές μέχρι να επιστρέψουμε. Ήταν η τελευταία φορά που το αντίκρισα». Μέχρι η κυβέρνηση να οικοδομήσει συνοικισμούς για το πλήθος των προσφύγων που μετακινήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές αυτή ήταν η επικρατούσα κατάσταση.
«Φτάσαμε στην ελεύθερη περιοχή της Λευκωσίας μετά από λίγο διάστημα και εγκατασταθήκαμε στο διαμέρισμα το οποίο μας παραχώρησε η κυβέρνηση. Σκέφτηκα πως δε θα το συνηθίσω. Σε σύγκριση με το πατρικό μου ήταν μικροσκοπικό. Στην Αγκαστίνα ήμασταν ευκατάστατοι, όμως τα πράγματα άλλαξαν. Στη Λευκωσία δεχόμασταν επανειλημμένα λεκτικές επιθέσεις, αφού οι κάτοικοι των ελεύθερων περιοχών έβλεπαν εμάς, τους πρόσφυγες, με καχυποψία και υποτίμηση. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να γίνει οικοδόμος για να μας φροντίσει, αλλά παρά τις δυσκολίες ευχαριστούσε τον Θεό που δε χάσαμε ζωές. Το μόνο που του έδινε δύναμη ήταν η ελπίδα της επιστροφής», περιγράφει η Αντωνία. «Τα τραύματα είναι πολλά. Ο πατέρας μου πλέον έχει φύγει από τη ζωή. Η τελευταία μου ευχή είναι να μπορέσω να μεταφέρω και να ενταφιάσω τα οστά του στο χωριό μου. Μόνο έτσι θα ησυχάσει η ψυχή του».
Οι Τουρκοκύπριοι που έμεναν στις ελεύθερες περιοχές αναγκάστηκαν επίσης να ξεριζωθούν και να μεταβούν στα κατεχόμενα με εξίσου βίαιο τρόπο. Αντίστοιχη η ιστορία της οικογένειας του νεαρού Αχμέτ Τσομπάν, σε ένα γειτονικό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου. Ο Αχμέτ περιγράφει: «Το 1974, είναι μια χρονιά που όλοι οι Κύπριοι θυμόμαστε με πίκρα. Ευτυχώς δεν έχασα κάποιο μέλος της οικογένειάς μου, όμως ο θείος μου έχει ζήσει τις συνέπειες του πολέμου από πρώτο χέρι. Έχασε έναν από τους φίλους του στη διάρκεια της μάχης...». Ο Αχμέτ, συνεχίζει με τις απόψεις του για τη σημερινή κατάσταση και τις ελπίδες του για το μέλλον: «Η οικογένειά μου με μεγάλωσε με ιδεολογία αντίθετη σε κάθε είδους βία. Ήμουν μόνο τεσσάρων χρονών και τραγουδούσα δυνατά στο σπίτι μου για την ειρήνη. Κατά την άποψή μου, όταν ο τουρκικός στρατός ήρθε στο νησί, η δράση του, ενώ τερμάτισε τον πόνο κάποιων ανθρώπων, δημιούργησε πόνο σε άλλους. Οι ηλικιωμένοι του νησιού υπέφεραν περισσότερο από όλους. Στους πολέμους δεν υπάρχουν νικητές, μόνο ηττημένοι. Πιστεύω ότι τόσο οι Τουρκοκύπριοι όσο και οι Ελληνοκύπριοι έχασαν αρκετά. Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε τα τραύματα που υπάρχουν στο DNA μας, ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία επούλωσης. Μια μέρα θα ξυπνήσω και η πατρίδα μου θα είναι ενωμένη. Μια μέρα θα ξυπνήσω και δε θα είναι πια όνειρο». Ο Αχμέτ δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι της Κύπρου αντιτάσσονται στη διαίρεση και στέλνουν ενωμένοι μηνύματα για την ειρήνη. Εξάλλου, κάθε Κύπριος πολίτης υπέφερε και υποφέρει καθημερινά από τη δεδομένη κατάσταση.
Ο Ελληνοκύπριος Στέφανος Κυπριανού, φίλος του Αχμέτ, μεταξύ άλλων, εξηγεί: «Η οικογένεια της μητέρας μου είναι πρόσφυγες από την Κερύνεια, και η οικογένεια του πατέρα μου από τον Γερόλακκο. Μεγαλώνοντας ωστόσο, άφησα πίσω μου οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα προς την άλλη πλευρά. Αισθάνομαι αρκετά ασφαλής, όμως ξέρω μέσα μου πως πάντα υπάρχει η πιθανότητα νέας απειλής, ειδικά τώρα με την άνοδο της δεξιάς στα κατεχόμενα. Όσον αφορά στη διαίρεση, το γεγονός ότι με τη πανδημία του κορωνοϊού έκλεισαν τα οδοφράγματα μου φάνηκε τρομακτικό γιατί ανατράπηκε κάτι που θεωρούσα δεδομένο. Με στεναχωρεί που δεν μπορώ να βλέπω τους Τουρκοκύπριους φίλους μου».
Στις μέρες μας, η Λευκωσία αποτελεί την τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα στον κόσμο. Τα βαρέλια και τα σύρματα στο κέντρο της πόλης αποτελούν ένα πρόχειρο τεχνητό σύνορο, μεταξύ των δύο επικρατέστερων κοινοτήτων του νησιού. Μετά την προσφυγική κρίση, στον ελεύθερο νότο επικράτησε το ελληνοκυπριακό στοιχείο, ενώ στον κατεχόμενο βορρά, το τουρκοκυπριακό. Τις δύο αυτές κοινότητες διαχωρίζει μια νοητή ουδέτερη ζώνη, υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, η «Πράσινη Γραμμή». Για περίπου μισό αιώνα, το πέρασμα από την μια πλευρά της πόλης στην άλλη ήταν ακατόρθωτο, μέχρι τη συμφωνία του 2008 (μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων), με την οποία άνοιξαν ορισμένα οδοφράγματα, με το σημαντικότερο εκ των οποίων να βρίσκεται στον κεντρικό πεζόδρομο της οδού Λήδρας, στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Παρόλο που οι δύο κοινότητες της πόλης αποτελούν τις δύο όψεις ενός κοινού νομίσματος, η Λευκωσία παραμένει η μοναδική εναπομείνασα διχοτομημένη πρωτεύουσα παγκοσμίως, μετά την επανένωση του Βερολίνου και των Ιεροσολύμων.
Στο πλαίσιο της νέας πρωτοβουλίας για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, η οποία ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2014, επρόκειτο να ληφθούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με το σημαντικότερο εκ των οποίων να αφορά την Αμμόχωστο. Ειδικότερα, οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου συμφώνησαν στις 11 Φεβρουαρίου 2014 σε κοινό ανακοινωθέν, το οποίο ενδυναμώνει τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Όσον αφορά στην Αμμόχωστο, αποφασίστηκε η κατεχόμενη περιοχή να επιστρέψει στους νόμιμους κατοίκους της, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο προβλέπει τη μεταβίβαση της περίκλειστης πόλης στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών και στην απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή. Ωστόσο, το πρώτο κομμάτι του ψηφίσματος δεν λήφθηκε υπ’ όψιν και το δεύτερο καταπατήθηκε με το φετινό άνοιγμα της περίκλειστης πόλης. Στόχος αυτής της συμφωνίας ήταν η ενθάρρυνση τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων να προχωρήσουν σε μια ειρηνική λύση του κυπριακού προβλήματος. Τη στήριξη των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης των δύο κυπριακών κοινοτήτων εκδήλωσε εμφανώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με κοινή ανακοίνωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 11 Φεβρουαρίου 2014. Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε με τη σειρά του τη στήριξή του αναφορικά με την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της, οι οποίοι χρειάζεται να επανεγκατασταθούν στις πατρογονικές τους εστίες, υπό συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης.
Οι γεμάτες πόνο ανθρώπινες ιστορίες δεν πάγωσαν στον χρόνο. Για τους Αμμοχωστιανούς, όσα συμβαίνουν στα Βαρώσια ισοδυναμούν με μια νέα εισβολή, με τα τραύματα όλων των Κυπρίων να επανέρχονται στην επιφάνεια με το άκουσμα του ανοίγματος της περίκλειστης πόλης. Τα Βαρώσια σήμερα ανοίγουν με τον πιο δυσάρεστο τρόπο. Σύμφωνα με τον Θωμά Καζάκο, πρώην κάτοικο της Αμμοχώστου, σε συνέντευξή του στο Open TV, «είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις το σπίτι όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες να ανοίγει για οποιονδήποτε άλλον, εκτός από εσένα». Η Αντωνία προσθέτει: «Από το 1974 δεν ένιωσα ποτέ απόλυτα ασφαλής στη χώρα μου. Όμως προσπάθησα να κάνω μια καινούργια αρχή, να αφήσω πίσω μου τα αρνητικά συναισθήματα και να βλέπω μπροστά. Όταν τα κυπριακά μέσα μετέφεραν την είδηση νέας εισβολής στην Αμμόχωστο τον Οκτώβριο με έπιασε πανικός. Αισθάνθηκα ακριβώς τον ίδιο φόβο που ένιωσα έφηβη, όταν είχα συνειδητοποιήσει πως γίνεται πόλεμος. Ξαφνικά ήμουν το ίδιο τρομαγμένο και μπερδεμένο κοριτσάκι. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, επανήλθαν όλες οι μνήμες από τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, τις οποίες είχα ορκιστεί να αφήσω στο παρελθόν». Ο σύζυγός της, Κωνσταντίνος, προσθέτει: «Δεν είμαι πρόσφυγας, δεν έζησα την εισβολή στο πετσί μου, όμως με την ανακοίνωση του ανοίγματος των Βαρωσίων αισθάνθηκα τεράστια πίκρα και θυμό».
Το άνοιγμα της πόλης έρχεται σε αντίθεση με τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποτελεί μια αντιπαραγωγική ενέργεια, η οποία υπονομεύει την επανέναρξη των συνομιλιών, με απώτερο σκοπό την επίλυση του Κυπριακού. Δημόσια παρέμβαση για το άνοιγμα των Βαρωσίων έκανε και ο πρώην ηγέτης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος δήλωσε ότι οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν ντροπή για το «πλιάτσικο» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια στην περίκλειστη πόλη. Σύμφωνα με τον ίδιο, πλέον κάνουμε πικνίκ στα ερείπια και αυτό είναι ντροπή. Χαρακτηριστικές είναι και οι αντιδράσεις μιας μερίδας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία πραγματοποίησε διαμαρτυρίες με κεντρικό σύνθημα το «Όχι στο πικνίκ πάνω στον ανθρώπινο πόνο».
Τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών αδιαμφισβήτητα καταπατούνται στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, από το 1974, που παραβιάστηκε, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα της ζωής χιλιάδων Κυπρίων, μέχρι και σήμερα παραβιάζονται τα δικαιώματα της ασφάλειας, της ειρήνης, της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης μετακίνησης. Οι Κύπριοι πολίτες νιώθουν αδικημένοι όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Δεν είναι δυνατόν σε μια ενωμένη Ευρώπη, η οποία γέννησε τη συμφωνία Schengen, η Κύπρος να αποτελεί την αξιοσημείωτη αντίφαση. Σε μια εποχή όπου τα γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα μεταξύ των κρατών αίρονται, η διαίρεση στην Κύπρο οξύνεται. Σε μια ήπειρο, στην οποία έλαβε χώρα η Γαλλική Επανάσταση με το σύνθημα «Ισότητα, Ελευθερία, Αδελφοσύνη», η οποία προασπίστηκε τα ανθρώπινα δικαιώματα και στην οποία πραγματοποιήθηκε η ρήξη του Τείχους του Βερολίνου, σηματοδοτώντας το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη και αντί όσο περνάει ο καιρός να χτίζονται γέφυρες, μάλλον σηκώνονται τείχη. Το Βερολίνο τα κατάφερε. Η Λευκωσία;