Πολιτικη & Οικονομια

Πεθαίνουν άνθρωποι με ιδιότητες

«Γιατί μόνο τού αγαπημένου το πένθος δεν το ζεις, αλλά το πνίγεις με τον αργό θάνατο στον οποίο εκτίθεσαι συ ο ίδιος»

Κώστας Κυριακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πολιτισμική σχέση μιας κοινωνίας με τον θάνατο και τους νεκρούς είναι αυτή που ρυθμίζει και τη σχέση με τη ζωή.

Πένθος είναι οι ώρες που ένας αγαπημένος νεκρός ψάχνει να κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο της μνήμης σου. Να κατασταλάξει σε ποιο από όλα  θα μπει για να συνεχίσει να υπάρχει στη ζωή σου  μέχρι να γίνεις κι εσύ ένοικος στο ξενοδοχείο της μνήμης κάποιου άλλου. Έτσι πάει, θέλουμε δεν θέλουμε. Όμως αυτό το πέρασμα στην «άλλη πλευρά του χρόνου», δεν είναι ίδιο με καμία άλλη μετάβαση. Είναι ο θρήνος, είναι η βασανιστική απώλεια, είναι οι καθημερινές δραματικές υπενθυμίσεις της απώλειας. Μέσα σε όλη αυτήν την πανδημική καταιγίδα περίπου εκατό άνθρωποι κάθε μέρα, μέχρι λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, τουλάχιστον, είχαν να διαλέξουν τέτοια δωμάτια στα ξενοδοχεία της μνήμης των αγαπημένων τους ανθρώπων. Ένας φαύλος κύκλος θανάτου και ανυπαρξίας, μια αλυσίδα σκληρού πόνου, πόνου που τσακίζει ανελέητα όποιον διαθέτει τον μέσο όρο της ενσυναίσθησης.

Ανακοινωθέντα πάνε κι έρχονται, τόσοι οι νεκροί, τόσα τα νέα κρούσματα, τόσοι οι διασωληνωμένοι -υποψήφιοι δηλαδή νεκροί που μπορεί να τη γλιτώσουν, μπορεί και όχι- τόσοι συνολικά οι νεκροί σε όλη τη χώρα από την έναρξη της πανδημίας, αυτό δήλωσε ο τάδε, το άλλο είπε ο δείνα, πάμε τώρα σε άλλες ειδήσεις. Στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητο με το ένα μάτι στον μπροστινό και το άλλο στο κινητό στο δίπλα κάθισμα, πάμε για άλλα. Προσπερνάς τον διπλανό οδηγό, προσπερνάς και την είδηση των μαζικών θανάτων και πας κι εσύ για άλλα. Μαζί με όλους τους άλλους, αυτούς που ανήκουν στους τυχερούς της στιγμής, στους τυχερούς που ούτε και οι ίδιοι ξέρουν τη διάρκεια της τύχης τους. Το κόστος της οικονομίας, το κόστος του λιανεμπορίου, το κόστος της πανδημίας, το κόστος της ύφεσης. Και το κόστος της εξοικείωσης με τον μαζικό θάνατο; Ποιο είναι;

«Γιατί μόνο τού αγαπημένου το πένθος δεν το ζεις, αλλά το πνίγεις με τον αργό θάνατο στον οποίο εκτίθεσαι συ ο ίδιος»*. Είναι και αυτό θάνατος. Είναι και χιλιάδες άλλα, πρωτόγονα, αρχέγονα, βαθιά όσο και η ύπαρξη ή καταγωγή μας. Η πολιτισμική σχέση μιας κοινωνίας με τον θάνατο και τους νεκρούς είναι αυτή που ρυθμίζει και τη σχέση με τη ζωή. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου. Ακόμα και σε μεγάλους πολέμους, οι εχθροπραξίες σταματούν για να θάψουν οι εμπόλεμοι τους νεκρούς τους. O νεκρός χάνει τα πάντα, τού μένει ένα όνομα. Παραμένει μια οντότητα που μπορεί να μην αναπνέει αλλά συνεχίζει να ζει με το δικό της τρόπο, μέσα στους άλλους. Δεν είναι ένα τυχαίο κλικ σε ένα ημερήσιο Excel, τυλιγμένο από την αχλύ του μεταθανάτιου κυνισμού της στατιστικής.

Μεγάλη αλήθεια αυτό που είχε πει ο Κίρκεγκορ, ζούμε τη ζωή υποχρεωτικά προς τα μπρος αλλά την κατανοούμε προς τα πίσω. Αυτή είναι η καθημερινή συνήθεια του θανάτου, η τραγική εξοικείωση μαζί του. Είναι τέτοιος που δεν προλαβαίνεις να τον δεις, να τον νιώσεις, να θρηνήσεις, παρά μόνο όταν η πραγματικότητα σου κάνει το χατήρι και σ’ αφήνει να κλέψεις και να ξαναδείς λίγα από όσα έγιναν, από όσα πέρασαν. Αυτοί που πεθαίνουν δεν είναι οι άγνωστοι ξέπνοοι. Είναι οι άνθρωποι, οι δικοί μας, οι δικοί τους. «Δικοί», κάποιων. Άνθρωποι με ιδιότητες. Άνθρωποι με ιστορίες. Άνθρωποι με αναμνήσεις. Και η κατάρα συνεχίζει. Να παίρνει ζωές, να παίρνει ανθρώπους. Και να απειλεί μανικιούρ και ρεβεγιόν…

*Μανές Σπέρμπερ, Η καμένη βάτος, Καστανιώτης, Αθήνα, 2013