- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η τρομοκρατία ως πολιτισμικό τραύμα
Η περίπτωση της Αργεντινής, η συμπάθεια για τη 17 Νοέμβρη και η κληρονομιά του Εμφυλίου
Ένα κείμενο για τους παράγοντες που δεν επέτρεψαν να μετατραπεί η οδύνη για τα θύματα της εγχώριας τρομοκρατίας σε συλλογικό πολιτισμικό τραύμα.
Χωρίς να μπω σε αναλυτικές διακρίσεις και περιγραφές, θα έλεγα εν πρώτοις ότι πολιτισμικό τραύμα είναι η εντός της δημόσιας σφαίρας και εκ των υστέρων νοηματική επεξεργασία ενός φοβερού συμβάντος ή συμβάντων που τα μέλη μιας ομάδας ή μιας ολόκληρης κοινωνίας αισθάνονται ότι άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική τους συνείδηση, ότι σημάδεψε για πάντα τις μνήμες τους και ότι άλλαξε εκ βάθρων και αμετάκλητα τη μελλοντική τους ταυτότητα. Πρόκειται για μια αλληλοδιαδοχή επιλεκτικής μνήμης και λήθης, ένα είδος «συμβολικής πάλης» η οποία εμπεριέχει αυτομάτως τον ορισμό ενός θύματος, την απόδοση ευθυνών και τον επιμερισμό υλικών και συμβολικών συνεπειών. Είναι προφανές ότι συστατικά στοιχεία της διαδικασίας του πολιτισμικού τραύματος είναι η μνήμη, το αρνητικό συνήθως συναίσθημα και η ταυτότητα, και ότι δεν πρόκειται για μια διαδικασία μονοσήμαντη, αλλά εναντιωματική και βεβαίως εξαιρετικά περίπλοκη.
Η φύση και οι αιτίες του τραύματος, ο προσδιορισμός θυμάτων και θυτών και η απόδοση ευθυνών είναι ζητήματα ανοιχτά και επίδικα που όμως, επειδή λέγονται και συζητούνται δημόσια, ανοίγουν ή δύνανται να ανοίξουν περιθώρια αλληλοπεριχώρισης, αμοιβαίας ενσυναίσθησης και να διευρύνουν συνεπώς το πεδίο της κοινωνικής κατανόησης.
Σας μεταφέρω ευθύς αμέσως ένα τέτοιο παράδειγμα: Στις 29 Ιανουαρίου 2016, μια προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ της Adriana Faranda και της Agnese Moro ακυρώθηκε μετά από έντονες διαμαρτυρίες από τους συγγενείς των θυμάτων των Ερυθρών Ταξιαρχιών, από πολιτικούς συλλόγους, από δικαστές και από υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η συνάντηση επρόκειτο να γίνει στο πλαίσιο ενός σεμινάριου για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την αποτελεσματικότητα διαφόρων νομικών συστημάτων που διοργάνωσε το Istituto Superiore di Scienze Religiose, Συρακούσες. Η Faranda ήταν μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, έλαβε μέρος στη δολοφονία του Ιταλού πρωθυπουργού Aldo Moro το 1978, του Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη ο οποίος προτίθετο να σχηματίσει τον «μεγάλο συνασπισμό» με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στη δεκαετία του '70, ενώ η Agnese Moro είναι κόρη του δολοφονημένου πολιτικού. Μετά την ακύρωση, οι δύο γυναίκες, στις οποίες προσχώρησε ένας άλλος μεταμεληθείς τρομοκράτης, ο Manglio (Μανγκλίο) Milani, και ένας συγγενής ενός θύματος που σκοτώθηκε στη νεο-φασιστική βομβιστική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνο το 1978, έστειλαν ανοικτή επιστολή στο διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Αξιότιμοι δικαστές, ωθώντας μας στη σιωπή αδικείτε τη μνήμη».
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια πρωτοβουλία στην Ελλάδα σήμερα με ανάλογο συμβολισμό; Δεν νομίζω.
Η περίπτωση της Αργεντινής: Η διαχείριση του τραύματος της δικτατορίας
Η περίπτωση της Ελλάδας έχει μερικά κοινά στοιχεία με ό,τι συμβαίνει στην Αργεντινή. Εκεί, πολύ πριν τη δικτατορία του στρατηγού Βιντέλα, από τα μέσα του ’50 έως και τα μέσα περίπου του ’70, εκτός από αιματηρές επεμβάσεις του στρατού σημειώνονταν και πλήθος περιστατικών βίας μεταξύ δεξιών ομάδων και οργανωμένων ομάδων που επρόσκειντο στον Περόν. Όμως ήταν κατά τον λεγόμενο «βρώμικο πόλεμο» κατά τη διάρκεια της δικτατορίας όπου υπήρξαν χιλιάδες θυμάτων – υπολογίζονται περί τις 30.000.
Εκτός από αυτά τα θύματα ωστόσο υπήρξε και ένας σημαντικός αριθμός θυμάτων της αριστερής τρομοκρατίας που υπολογίζεται μεταξύ 1.600-2.000. Ορισμένοι διανοούμενοι με τα βιβλία τους επιχειρούν να δώσουν φωνή σ’ εκείνα τα θύματα και να ενσωματώσουν τη μνήμη τους στη δημόσια μνήμη της χώρας. Μεταφράζω εδώ μερικούς τίτλους: «Για την επαναστατική βία: μνήμες και λήθη» (2009) (Sobre la violencia revolucionaria: Memorias y olvidos), «Χρήσεις του παρελθόντος. Τι κάνουμε σήμερα με τη δεκαετία του ’70» (2013) (Usosdelpasado: Qué hacemosconlos ’70), «Οι άλλοι νεκροί: τα θύματα της αντάρτικης τρομοκρατίας του ‘70» (2014), (Los otros muertos: Las víctimas civiles del terrorismo guerrillero de los ’70).
Ωστόσο, η διερώτηση για τις απαγωγές, τις βομβιστικές επιθέσεις και τις δολοφονίες που έκαναν ομάδες όπως οι Montoneros και ο Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός ERP εκλαμβάνεται πολύ συχνά ως έμμεση υποστήριξη της δικτατορίας (1976-1983). Για σημαντικά τμήματα της Αριστεράς, τα μέλη εκείνων των ομάδων εκλαμβάνονται ακόμα ως “jóvenes idealistas” (χόβενες ιντεαλίστας), δηλ. νεαροί ιδεαλιστές, η ηθική ταυτότητα των οποίων προσδιορίζεται αποκλειστικά από την τότε αντίθεσή τους στην Χούντα.
Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια γίνεται μια έντονη δημόσια συζήτηση στην Αργεντινή για το τραυματικό γεγονός της δικτατορίας. Πρόκειται για μια διαδικασία διαμόρφωσης αυτού που στην αρχή ονόμασα πολιτισμικό τραύμα. Η διαδικασία όμως αυτή μονοπωλείται σχεδόν από την αγεφύρωτη αντιπαράθεση των καλών και των κακών.
Είναι ωστόσο πάρα πολλοί εκείνοι/ες οι οποίοι αναζητούν μια “memoria completa”, μια ολοκληρωμένη μνήμη, υπό την έννοια πως αναγνωρίζεται ότι για να γιατρέψει τις πληγές της η Αργεντινή πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με τα ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα της ιστορικής της βίας, αντί να μεταφέρεται ένθεν κακείθεν όλη η ενοχή για τις οδύνες που η πολύπλευρη αυτή βία επέφερε αποκλειστικά σε μία μόνο ομάδα ανθρώπων.
Αναγωγές στην ελληνική περίπτωση: Γιατί η οδύνη για τα θύματα της εγχώριας τρομοκρατίας δεν μετατράπηκε σε συλλογικό πολιτισμικό τραύμα
Στην Ελλάδα τώρα, η συμπάθεια ή εύνοια που απολάμβανε η 17Ν μέχρι τουλάχιστον τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και η ανοχή με την οποία περιβάλλονταν μέχρι τη δολοφονία του ταξίαρχου Στίβεν Σόντερς, μοιάζει με την περί νεαρών ιδεαλιστών αντίληψη στην Αργεντινή. Μια διαφορά όμως είναι ότι η 17Ν ως η κύρια αριστερή τρομοκρατική ομάδα έδρασε μετά τη δικτατορία, ενώ στην Αργεντινή η τρομοκρατία (αριστερή και δεξιά) ασκούνταν κατά κανόνα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ή και πριν από αυτήν. Μια άλλη διαφορά είναι ότι εκεί οι αριθμοί των θυμάτων αλλά και των θυτών ήταν πολύ μεγαλύτεροι από ό,τι στην Ελλάδα.
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης (ή της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ορισμένοι σωστά μάλλον ονομάζουν την περίοδο από το 1975 και μετά) επέφερε συναίνεση ως προς τους συστημικούς όρους της κοινωνικο-οικονομικής αναπαραγωγής. Όμως άφησε ανοικτούς λογαριασμούς με την κληρονομιά του εμφυλίου, που βιάστηκε γρήγορα να τη σκεπάσει με τον μύθο της εθνικής συμφιλίωσης ο οποίος αντικατέστησε τον περί λήθης μύθο των δεκαετιών ’50 και ’60.
Πραγματική όμως εθνική συμφιλίωση επέρχεται με την ανοικτή δημόσια συζήτηση-ομολογία για όλους και για όλα, με την αλληλο-αναγνώριση των πολιτικών αντιπάλων και όχι με τον ετερο-χαρακτηρισμό αλλήλων ως εχθρών.
Αυτό δεν έγινε και δεν γίνεται καθόλου ή, όταν γίνεται, γίνεται ανεπαρκώς και γι’ αυτό όχι μόνο δεν τίθεται στη δημόσια συζήτηση για τον εμφύλιο το αίτημα της συγχώρεσης, αλλ’ απεναντίας τα τραυματικά του υπόλοιπα επιστρέφουν ως κρυφό απωθημένο χαιρεκακίας και φθόνου.
Γι’ αυτό και η εξακολουθητική συμπάθεια προς τη 17Ν λειτουργούσε ως υποκατάστατη εκδικητικότητα (vicarious revenge). Γι’ αυτό συχνά γινόταν λόγος από τους δημοσιογράφους για «αθώα θύματα» όταν επρόκειτο για τις λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες» της δράσης της οργάνωσης, ως εάν οι ανθρώπινοι στόχοι της ήταν εξ ορισμού ή υπονοούντο ως ένοχα θύματα – ποιος άραγε είχε εκδώσει την ετυμηγορία; Γι’ αυτό και οι πολιτικές δολοφονίες της 17Ν δεν βιώθηκαν ως ανεξίτηλη κηλίδα στη συλλογική συνείδηση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, γι’ αυτό και δεν υπήρξε ποτέ μια μαζική δημόσια συγκέντρωση εναντίον της παρά μόνο λίγες εκδηλώσεις μνήμης περιορισμένης μάλλον απήχησης.
Εξ αντιδιαστολής, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Κολομβίας: σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο για την Ιστορική Μνήμη από το 1958 μέχρι το 2018 καταμέτρησε πάνω από 260.000 θύματα του εμφυλίου πολέμου, το 82% εκ των οποίων ήταν άμαχοι. Επίσης, κατά την ίδια περίοδο έχουν καταγραφεί πάνω από 70.000 αγνοούμενοι. Μόνο μεταξύ 1996-2008, οι Επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) και ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (ELN) είχαν απαγάγει 24.000 περίπου ανθρώπους πολλοί από τους οποίους υπέφεραν και εξοντώθηκαν στα χέρια τους υπό αφόρητες συνθήκες. Για πάρα πολλά χρόνια υπήρχε αδιαφορία και ανοχή απέναντι στις μαζικές αυτές πολιτικές πρακτικές βίας. Συχνά μάλιστα εκδηλωνόταν και χαιρεκακία για «τους περιπάτους των πλουσίων» (paseo milionario). Ωστόσο μέσα από τον δημόσιο διάλογο, τις έξωθεν πιέσεις, τον πολλαπλασιαστικό ενημερωτικό και κινητοποιητικό ρόλο των ψηφιακών μέσων άρχισε βαθμηδόν να αναπτύσσεται μια γενικευμένη αίσθηση αλληλεγγύης προς τους απαχθέντες –μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά– και μετατροπής των απαγωγών σε εθνική ντροπή, καθώς αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο νοηματικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ενός προσίδιου πολιτισμικού τραύματος. Έτσι στις 4 Φεβρουαρίου του 2008 10 εκατ. άνθρωποι κατέκλυσαν τους δρόμους και τις πλατείες της χώρας, ένα κρίσιμο γεγονός-κλειδί στη μεταστροφή της πολιτικής κουλτούρας της Κολομβίας.
Για την ελληνική περίπτωση τώρα, συνδυαστικά, η αρχική εύνοια και η κατοπινή ανοχή, οι μικροί σχετικά αριθμοί των θυμάτων και η εξακολουθητική ανεκτικότητα στη βία γενικώς και στην πολιτική φυσική και συμβολική-λεκτική βία ειδικότερα –πρωτίστως την αριστερή– είναι νομίζω οι παράγοντες που δεν επέτρεψαν να μετατραπεί η οδύνη για τα θύματα της εγχώριας τρομοκρατίας σε συλλογικό πολιτισμικό τραύμα.
Γιατί άλλο ειρηνική και άλλο ειρηνευμένη κοινωνία. Η πρώτη θεμελιώνεται σε ταυτοτική ασφάλεια, δηλ. συλλογική και ατομική αυτο-εκτίμηση και αυτο-πεποίθηση πέρα από φαντασιώσεις εθνικού μεγαλείου, σε μετριοπάθεια, κουλτούρα διαλόγου και ικανότητα ενσυναίσθησης, αίσθηση καταλαγής, τόλμη και θάρρος για την αμφισβήτηση των ιερών και των οσίων της μιας εκάστης πλευράς, για την αμφισβήτηση δηλαδή του μονοπωλίου της αλήθειας. Η δεύτερη είναι απλώς το κακέκτυπο της πρώτης.
Ο Νίκος Δεμερτζής είναι Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, Πρόεδρος του ΕΚΚΕ