- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Βρετανία και το Brexit στην εποχή του Τζο Μπάιντεν
Ο νέος αμερικανός Πρόεδρος δεν είδε ποτέ με καλό μάτι το brexit και οι σχέσεις ΗΠΑ-Βρετανίας θα περάσουν σε νέα φάση μετά την ορκωμοσία του
Ο Τζο Μπάιντεν ίσως δυσκολέψει τον Μπόρις Τζόνσον, ιδίως μετά από ενα brexit με no deal, καθώς ο ίδιος επιθυμεί βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τον επόμενο μήνα, ο Τζο Μπάιντεν θα ορκιστεί ως ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Παράλληλα, από την 1η Ιανουαρίου του 2021, η μεταβατική περίοδος του Brexit θα έχει ολοκληρωθεί, και το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι πλέον και επίσημα τρίτο κράτος ως προς την ΕΕ, είτε με συμφωνία, είτε χωρίς.
Το Brexit είναι ένα από τα—πολλά—διεθνή προβλήματα που ο Μπάιντεν θα κληρονομήσει. Όμως, σε πλήρη αντίθεση με τον προκάτοχο του, που το υποστήριξε απόλυτα, εκείνος έχει πολύ διαφορετικές προτεραιότητες και απόψεις σε ό,τι αφορά την Αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις ευρύτερες ατλαντικές σχέσεις.
Το Brexit, ο Μπάιντεν και η Ιρλανδία
Αμέσως μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, ξεκίνησαν οι πρώτες εκτιμήσεις για την προσέγγιση του Μπάιντεν στο Brexit. Παρότι η εξωτερική πολιτική δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την προεκλογική ατζέντα, ο Δημοκρατικός υποψήφιος είχε από την αρχή εναντιωθεί στο εγχείρημα, κυρίως σε ό,τι αφορά την απειλή που υποκρύπτει για την ιστορική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία, τη σημασία της οποίας ο Τραμπ μάλλον αγνοούσε πλήρως· μετά από δεκαετίες βίαιων ταραχών που οδήγησαν σε χιλιάδες θανάτους και τραυματισμούς, η συμφωνία έφερε την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία, εξασφαλίζοντας—μεταξύ πολλών άλλων—την τη συνεργασία των δύο κρατών μέσω των ανοιχτών ιρλανδικών συνόρων. Όμως το Brexit—ειδικά στο ενδεχόμενο του no deal—μπορεί να επαναφέρει τους συνοριακούς ελέγχους ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία και ο Μπάιντεν έχει δηλώσει πως η εμπορική σχέση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο θα εξαρτηθεί από τη διασφάλιση των ανοιχτών Ιρλανδικών συνόρων και στη μετά-Brexit εποχή. Έτσι, οι επιλογές για το Ηνωμένο Βασίλειο αναπόφευκτα στερεύουν.
Η ευαισθησία του Μπάιντεν καθορίζεται και από τις εθνικές του καταβολές. Ο ίδιος είναι κατά 3/4 Ιρλανδός, ενώ οι σχέσεις του με την Ιρλανδία—όπου έχει αμέτρητους συγγενείς—είναι άριστες· δεν είναι τυχαίο πως χιλιάδες αφίσες και σλόγκαν υπέρ του γέμισαν τους Ιρλανδικούς δρόμους, παραπέμποντας σε εποχές Τζον Κέννεντι. Παρότι αρκετοί Βρετανοί αναλυτές υποβάθμισαν την έμφαση του Μπάιντεν στο συνοριακό ζήτημα ως επικοινωνιακό τέχνασμα για να εξασφαλίσει τη στήριξη των Ιρλανδο-αμερικάνων, εκείνος προχώρησε σε πρακτικές παρεμβάσεις αμέσως μετά τη νίκη του. Στην επικοινωνία του με τον Μπόρις Τζόνσον εστίασε στη διασφάλιση των ανοιχτών συνόρων, επικοινωνώντας σχετικά τόσο με τον Ιρλανδό Πρωθυπουργό, Μιχόλ Μάρτιν, όσο και με τον Εμμάνουελ Μακρόν.
Πάντως, ως άριστος πραγματιστής—παρά την αντισυστιμική εικόνα που λατρεύει να προβάλει—ο Τζόνσον πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή αλλαγή κατεύθυνσης. Μετά από ατελείωτες διαπραγματεύσεις και σχέδια τεχνολογικών ακροβασιών που με κάποιο τρόπο θα εξασφάλιζαν τελωνειακούς ελέγχους χωρίς σκληρά σύνορα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ αποφάσισαν πως η Βόρεια Ιρλανδία θα πρέπει έχει ένα ειδικό καθεστώς, επιτρέποντας της να παραμείνει σε τελωνειακή ένωση με την κοινή αγορά, μεταθέτοντας τους τελωνειακούς ελέγχους στην Ιρλανδική θάλασσα. Παρότι αρκετοί Βρετανοί Συντηρητικοί εναντιώνονταν κατηγορηματικά στον τελωνειακό διαχωρισμό του Ηνωμένου Βασιλείου που αποδίδει στη Βόρεια Ιρλανδία ένα αδιαμφησβήτητο ειδικό καθεστώς, υποβαθμίζοντας την ενότητα του κράτους, ο Τζόνσον δείχνει πως θα εξασφαλίσει τη συμφωνία, κάτι που σίγουρα θα ικανοποιήσει τόσο την ΕΕ όσο και την Κυβέρνηση Μπάιντεν.
Το μέλλον της «ξεχωριστής σχέσης»
Παρότι η διεθνής βιβλιογραφία δεν είναι απόλυτα σύμφωνη στο θέμα, οι σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούνται πως έχουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Έχοντας πολεμήσει μαζί στους παγκόσμιους πολέμους—αλλά και σε άλλες συρράξεις—παραμένοντας ταυτόχρονα σύμμαχοι στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, οι δύο χώρες έχτισαν μια διαχρονική πολιτική, αμυντική, εμπορική και πολιτισμική συμμαχία· από το 1992 και μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε τον άτυπο εκπρόσωπο των ΗΠΑ στην ΕΕ, με τις σχέσεις τους να διαταράσσονται στιγμιαία, και σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις.
Όμως, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ αναπόφευκτα θα επανακαθορίσει τα χαρακτηριστικά και το μέλλον της «ξεχωριστής σχέσης». Ο Μπάιντεν είναι πιστός ατλαντιστής από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, και θα προσπαθήσει σίγουρα να αποκαταστήσει—στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό—την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, θέτοντας ως ξεκάθαρη προτεραιότητα την κοινή αντιμετώπιση των γεωπολιτικών προκλήσεων από Ρωσία και Κίνα. Παράλληλα, είναι από τους ελάχιστους Προέδρους που την ημέρα της ορκωμοσίας τους θα έχουν αξιοσημείωτη εμπειρία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής· έχοντας περάσει δεκαετίες στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας, αλλά και υπηρετώντας ως ένας εξαιρετικά ενεργός Αντιπρόεδρος δίπλα στον Μπαράκ Ομπάμα κυρίως λόγω αυτής της προϋπηρεσίας, ο Μπάιντεν θα μπει στο Οβάλ Γραφείο με ξεκάθαρες ιδέες, στόχους και μεθοδολογία, απέναντι στα οποία το Brexit αποτελεί μια ξεκάθαρη παραφωνία.
Έτσι, η παρατεταμένη εσωστρέφεια του Ηνωμένου Βασιλείου το απομακρύνει από τις ΗΠΑ, κυρίως γιατί ο Μπάιντεν κοιτάζει προς την ΕΕ τόσο σε ιδεολογικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς η Ένωση παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο. Παράλληλα, με την πανδημία να αναδεικνύει την ανάγκη της διεθνούς συνεργασίας, το Brexit μοιάζει να βρίσκεται πλέον εκτός του πνεύματος του σημερινού πολιτικού χρόνου, σε πλήρη αντίθεση με το 2016.
Τα εσωτερικά ζητήματα του Τζόνσον
Σαν να μην έφτανε η αβεβαιότητα σχετικά με το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς συμφωνία, ο Τζόνσον αντιμετωπίζει συνεχώς περισσότερα προβλήματα στο εσωτερικό. Ενδεικρικά, μέχρι και την αδειοδότηση του εμβολίου, η δημοτικότητα του έπεσε από το εντυπωσιακό 66% του περασμένου Απριλίου, στο σημερινό 44%. Παράλληλα, ο καινούργιος ηγέτης των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, δείχνει να καταφέρνει το ακατόρθωτο και να αναγεννά το ταλαιπωρημένο και βαθιά διχασμένο κόμμα του, μειώνοντας τη δημοσκοπική διαφορά από τους Συντηρητικούς μόλις στο 1%, όταν τον Απρίλιο υπολογιζόταν στο 22%, τη στιγμή που οι Φιλελεύθεροι δείχνουν ανίκανοι να ξεφύγουν από τη δημοσκοπική μετριότητα του 6-7%.
Όμως, τα προβλήματα για τον Τζόνσον θεριεύουν πέρα από τα Αγγλικά σύνορα. Αυτή τη στιγμή, η αποσχιστική τάση στη Σκωτία βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, με το 50% των Σκωτσέζων να προτιμά πλέον μια ανεξάρτητη Σκωτία, και μόλις το 41% να επιλέγει την παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με τις εκλογές του Σκωτσέζικου Κοινοβουλίου να απέχουν λιγότερο από έξι μήνες, το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP) αναμένεται να σαρώσει για ακόμα μία φορά, στριμώχνοντας τον Τζόνσον σε βαθμό που δε θα μπορεί πλέον να αγνοήσει την επανειλημμένη έκφραση του Σκωτσέζικου εκλογικού σώματος για άλλο ένα δημοψήφισμα· ενδεικτικά, αυτή τη στιγμή το SNP είναι στο 55%, με τους Σκωτσέζους Συντηρητικούς να περιορίζονται στο 21% και τους Σκωτσέζους Εργατικούς μόλις στο 15%.
Έτσι, οι εκτιμώμενες συνέπειες ενός Brexit χωρίς συμφωνία θα ταρακουνήσουν την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, παρατείνοντας την πολιτική κρίση στο νησί. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τζόνσον μάλλον θα δυσκολευτεί να καταφέρει τη σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, για την οποία ο Μπάιντεν δε βιάζεται ιδιαίτερα—ενώ το ενδεχόμενο μιας εμπορικής ένωσης του πρώην Βρετανικού κόσμου (CANZUK) που θα μπορούσε να τραβήξει το Αμερικανικό ενδιαφέρον παραμένει ακόμα απίθανο. Τέλος, οι Συντηρητικοί έχουν μακρά παράδοση στις έντονες εσωκομματικές διαστάσεις, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, οι οποίες ίσως εμποδίσουν την εμπορική και εξωτερική ατζέντα του Τζόνσον παρά τη συντριπτική του κοινοβουλευτική υπεροχή—και την παροιμιώδη ικανότητα του να ελίσσεται πολιτικά.
Η μονιμότητα του Brexit
Σε τελευταία ανάλυση, οι προκλήσεις που αφορούν τόσο το μέλλον των σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με τις ΗΠΑ, όσο και τη συνοχή του, είναι αποτέλεσμα της φύσης του Brexit. Τα τελευταία 6-7 χρόνια έφεραν πολιτικές ανακατατάξεις σε όλη τη Δύση, με απομονωτιστές και λαϊκιστές όπως ο Ντόναλντ Τραμπ να βλέπουν το πολιτικό τους κεφάλαιο να γιγαντώνεται· όμως, οι κυβερνητικές θητείες είναι καταδικασμένες να τελειώνουν, με τη σοβαρότητα να επιστρέφει για να διορθώσει τις στρεβλώσεις, όπως άλλωστε έδειξε το παράδειγμα του Τζο Μπάιντεν.
Το Brexit όμως αποτελεί προϊόν λαϊκισμού με στοιχεία μονιμότητας. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ είναι μια δομική αλλαγή για τη Δύση, με τις ΗΠΑ—αλλά και την ΕΕ, αν υποθέσουμε πως σταδιακά θα αρχίσει να εκφράζεται με περισσότερη σαφήνεια σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής—να επιθυμούν μια αμοιβαία επαναπροσέγγιση, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι και για τους δύο ένα τρίτο κράτος, χωρίς ξεκάθαρη ακόμα πορεία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Brexit αποτελεί ένα κολοσσιαίο πλήγμα για την ΕΕ. Όσο και να προσπαθούν ορισμένοι να υποβιβάσουν τη σημασία του, αντισταθμίζοντας το με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις οικονομικά ανίσχυρων Βαλκανικών κρατών, η απώλεια του Ηνωμένου Βασιλείου είναι τεράστια. Όμως, παρά τις ατέλειες της, η ΕΕ παραμένει μια παγκόσμια υπερδύναμη, με την οποία ο Τζο Μπάιντεν θέλει να χτίσει το μέλλον της Δύσης σε πολιτικό, εμπορικό και αμυντικό επίπεδο. Με την επαναφορά των ατλαντικών σχέσεων να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για τον νέο Πρόεδρο, το Brexit θα συνεχίσει να απομονώνει περισσότερο το Ηνωμένο Βασίλειο από τις ΗΠΑ—εκτός και αν το no deal αποφευχθεί, έστω και στις καθυστερήσεις, εξασφαλίζοντας ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνεργασίας με την ΕΕ. Ειρωνικά, αυτό θα είναι πιθανότατα το πιο καθοριστικό βήμα για το μέλλον της «ξεχωριστής σχέσης» ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου.