Πολιτικη & Οικονομια

Οι δύο Ελλάδες

Υπάρχει και η Ελλάδα που δεν καταλαβαίνει τίποτα, που νομίζει ότι είναι άτρωτη, που βρήκε ευκαιρία να δείξει τη μαγκιά της απέναντι στο θάνατο

Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι δύο Ελλάδες δίνουν σκληρό αγώνα πάνω στο διακύβευμα της εισόδου ή όχι της ελληνικής εκπαίδευσης στον 21 αιώνα.

Δεν υπάρχει μια Ελλάδα. Οι Ελλάδες ήταν πάντα τουλάχιστον δύο. Καλές και άγιες, όλες δικές μας, αλλά διαφορετικές. Άλλοτε παράλληλες και άλλοτε τεμνόμενες, αλλά πάντοτε σε σύγκρουση, σε έναν ιδιότυπο εμφύλιο πόλεμο με αυξομειούμενη ένταση που δεν έχει τελειωμό. Και επειδή ζουν στον ίδιο τόπο, επικοινωνούν φυσικά και αβίαστα. Ανάμεσά τους κυκλοφορεί ένας μεταβαλλόμενος «κόσμος» που ανάλογα με τις εποχές μετακινείται από τη μία Ελλάδα στην άλλη, αλλάζοντας τις πλειοψηφίες και την τύχη της. Η όσμωση των δύο μεγάλων στρατοπέδων μας οδηγεί πότε από εδώ πότε από εκεί, στο καλύτερο ή στο χειρότερο, στην πρόοδο ή την οπισθοδρόμηση. Έχουμε εκπαιδευτεί για να ζούμε έτσι και δεν μας ενοχλεί. Το μαθαίνουμε από μικροί στο σχολείο. Και μας αρέσει.

Για να μην πάμε πίσω στον «εθνικό διχασμό», ή στον εμφύλιο πόλεμο ας περιοριστούμε στο σήμερα. Το 2015 πήρε κεφάλι η Ελλάδα του αντισυστημισμού και της βαθιάς ανατολής. Δεξιά ή αριστερή, ακροδεξιά ή ακροαριστερή δεν είχε καμιά σημασία. Έδωσε την εντολή στον Τσίπρα, τον Βαρουφάκη και τον Καμμένο να καταργήσουν τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο, και αν ήταν εύκολο να μας οδηγήσουν εκτός της ευρωζώνης, πίσω στη δραχμή για να χορτάσουμε ψωμί κατά πως φώναζαν τότε. Αν βοηθούσαν βέβαια Βενεζολάνοι, Ιρανοί, Κινέζοι και Ρώσοι. Οι «επαναστάτες» πισωπάτησαν, η Ευρώπη μας στάθηκε και έτσι  τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά και ευτυχώς για όλους μας η Ελλάδα επέζησε. Οι δυο Ελλάδες όμως παρέμειναν ζωντανές στα χαρακώματα.

Το 2019 πλειοψηφεί η Ελλάδα της Ευρώπης. Η Ελλάδα του ορθολογισμού  και του αστικού εκσυγχρονισμού, η Ελλάδα του κέντρου. Δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί ψηφοφόροι έδωσαν εντολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μας αλλάξει πίστα, να μας μετατρέψει από τυπική σε πραγματική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ποια στοιχεία; Μα με όλα όσα αναφέρει η περίφημη έκθεση της «επιτροπής Πισσαρίδη». Αυτή η κατά τους αντιπάλους της  «νεοφιλελεύθερη λαίλαπα». Δηλαδή, με την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας που συνεπάγονται την «επάρατη και απαγορευμένη» για τη χώρα μας παραγωγή πλούτου.

Και πως επιτυγχάνεται αυτή; Μα με τα αυτονόητα που χρόνια τώρα τα δουλεύει η Δυτική Ευρώπη και προοδεύει. Μείωση του βάρους στη μισθωτή εργασία, μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης, ενσωμάτωση εισοδημάτων σε ενιαία φορολογική κλίμακα, μείωση της φοροδιαφυγής, καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο, συνέχιση των διαδικασιών ψηφιοποίησης, μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δικαιοσύνης, βελτίωση της διαφάνειας για χωροταξικά και περιβαλλοντικά δεδομένα, εκσυγχρονισμός της δομής του συστήματος εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, μεταφορά αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο, εξορθολογισμός της δημόσιας δαπάνης, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ενίσχυση της βασικής  έρευνας σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τόσα άλλα τελείως ευνόητα και ορθολογικά στα οποία η Ελλάδα υστερεί. Και όμως αν αυτά φαίνονται τόσο αναγκαία, η μια Ελλάδα τα θεωρεί νεοφιλελεύθερα και μάλιστα τόσο πολύ ώστε να τα καταγγέλλει όχι μόνο η παλαιο και  νέο κομμουνιστική αριστερά, αλλά ακόμα και το ΚΙΝΑΛ. Ευτυχώς για το μέλλον των παιδιών που θα μείνουν και θα γεράσουν στην πατρίδα, αυτοί οι πολιτικοί χώροι βρίσκονται σήμερα σε ύφεση. Ως πότε όμως;

Αναλογιστείτε τις χαώδεις διαφορές που υπάρχουν στον ευαίσθητο τομέα της παιδείας που σε κάθε χώρα του κόσμου υπάρχει διαχρονικά μία κοινή πολιτική. Μόλις χτες ιδρύθηκε επιτέλους αγγλόφωνο τμήμα Ιατρικής στο ΑΠΘ στα πλαίσια της εξωστρέφειας του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά και της ανάγκης αύξησης του εγχώριου ΑΕΠ. Κάτι δηλαδή που κάνουν εδώ και πολλά χρόνια με επιτυχία πολλές γειτονικές χώρες πολύ υποδεέστερες της δικής μας. Και όμως βρέθηκαν αρκετοί πανεπιστημιακοί να δηλώσουν τις επιφυλάξεις τους για το κίνδυνο που διατρέχει η ελληνική γλώσσα (sic) αλλά και τις ανησυχίες τους για την ιδιωτικοποπίηση και εμπορευματοποίηση της παιδείας μας (πιο sic). Θυμηθείτε πόση σπουδή και ουσιαστική άρνηση έδειξε η σύνοδος των πρυτάνεων στη λήψη μέτρων προστασίας των ιδρυμάτων από την κάθε είδους βία μετά τις αλγεινές επιθέσεις στο ΕΜΠ και στο ΟΠΑ. Αναστοχαστείτε  πόσο απασχολεί το δημόσιο διάλογο η τηλεκπαίδευση, μια τελείως φυσιολογική διαδικασία σε καιρό πανδημίας. Ή τις κραυγές κατά της σύνδεσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης με την αγορά, αλλά και την ευρεία υποστήριξη που είχαν οι καταστροφικές καταλήψεις των σχολείων από μεγάλη γκάμα εκπαιδευτικών παραγόντων όλου του πολιτικού φάσματος. Οι δύο Ελλάδες στα καλύτερά τους. Δίνουν σκληρό αγώνα πάνω στο διακύβευμα της εισόδου ή όχι της ελληνικής εκπαίδευσης στον 21ο αιώνα.

Αλλά και στο πρόσφατο θέμα της πανδημίας τα στρατόπεδα είναι σαφώς οριοθετημένα και οι ρητές ή υπόρρητες συγκρούσεις δίνουν και παίρνουν. Υπάρχει η Ελλάδα που αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα αυτής της  περιόδου και τηρεί τα μέτρα, που φορά τη μάσκα κανονικά και δεν συνωστίζεται. Υπάρχει και η Ελλάδα που δεν καταλαβαίνει τίποτα, που νομίζει ότι είναι άτρωτη, που βρήκε ευκαιρία να δείξει τη μαγκιά της απέναντι στο θάνατο. Μέσα στη δεύτερη είναι και μεγάλο μέρος της ορθόδοξης ελλαδικής εκκλησίας που  θρηνεί θύματα γιατί δεν φρόντισε να προστατεύσει τους ιερείς αλλά και τους πιστούς της. Που συνεχίζει να κάνει μεταλήψεις από το ίδιο κουτάλι. Και από κοντά μια άλλη «εκκλησία», το ΚΚΕ που δεν εννοεί να θάψει για λίγο «το τομαχόουκ του ταξικού πολέμου» εκθέτοντας και αυτό με τις εκδηλώσεις του τις «λαϊκές μάζες» αλλά και τους πιστούς του στον κίνδυνο. Και είναι τόσο αποδεκτή αυτή η στάση από το πολιτικό και δικαστικό μας σύστημα ώστε η κυβέρνηση δεν τόλμησε να εφαρμόσει το νόμο απέναντι στις δύο «εκκλησίες». Δεν πρόκειται για ασυλία, αλλά για άλλα σύμπαντα.

Οι δυο Ελλάδες δεν θα πάψουν ποτέ να αγωνίζονται για το δικό τους δίκιο κοιτώντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μια στη Δύση και η άλλη στην Ανατολή, η μια μπροστά ή άλλη πίσω. Η ιστορία όμως είναι υπέρ της Ελλάδας της προόδου και του εκσυγχρονισμού, της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Αυτής που ανάκτησε την Μακεδονία και τη Θράκη στην αυγή του 20ου αιώνα, αυτής  που κράτησε την πατρίδα μας στο μπλοκ του ελεύθερου κόσμου μετά τον 2ο πόλεμο, αυτής που την έβαλε στον στενό πυρήνα της Ευρώπης, αυτής που την ανέβασε στην 42η θέση των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, αυτής που εγγυάται μια ασφαλή, ανεκτική δημοκρατία ανοικτών θεσμών. Αν για κάτι χρειάζεται να αγωνιζόμαστε σ’ αυτήν τη χώρα είναι για το αυτονόητο. Ο επόμενος αγώνας είναι να πείσουμε όλους να κάνουν το εμβόλιο. Ο νέος διχασμός είναι εμπρός μας.