Πολιτικη & Οικονομια

Οι 3 παρεξηγήσεις των εκλογών

Προκόπης Δούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Παύλος Τσίμας επέμεινε στις διαχωριστικές γραμμές αριστεράς-δεξιάς, ορίζοντας πολύ απλά τη διαφορά: «Αν θεωρείς ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, και δεν πρέπει κιόλας να είναι ίσοι, είσαι δεξιός. Αν θεωρείς ότι όλοι οι ανθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, είναι γεννημένοι με τις ίδιες δυνατότητες και θα πρέπει η κοινωνία να τους δίνει όσο το δυνατόν ίσες ευκαιρίες, είσαι αριστερός. Αυτή είναι η διαχωριστική γραμμή».

Η πρώτη από τις παρεξηγήσεις που ταλάνισαν και αυτή την κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας, που λέγεται εκλογές, έχει να κάνει με την ιδιότυπη ματιά του Έλληνα πάνω στο δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προοόδου και συντήρησης φυσικά υπάρχει, και δεν είναι η παραπλανητική «μνημονιακός-αντιμνημονιακός», καθώς στο κακό φάρμακο δεν μπορεί να αποδίδεται η ίδια η ασθένεια. Στην Ελλάδα της γιγάντωσης μιας περιθωριακής αριστεράς (σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη), η διάκριση είναι συνήθως από τη μια μεταξύ αυτών που πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει αξιοκρατία μαζί με τις ίσες ευκαιρίες και την κοινωνική πρόνοια και από την άλλη αυτών που απαιτούν «ίσα δικαιώματα», ανεξαρτήτως του πόσο δούλεψες, κουράστηκες, διακρίθηκες ή λούφαρες, εκμεταλλεύτηκες και εξαπάτησες.

Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, που οφείλεται κυρίως την πλειοψηφία των «εξαπατημένων» Πασόκων που έχασαν τον παράδεισο των ΔΕΚΟ με τις αμοιβές του διχίλιαρου και άνω για αποφοίτους δημοτικού, έδειξε ότι πέρα από την εύλογη καταδίκη των κυβερνητικών πολιτικών, που θυμίζουν επαρχιώτικη δεξιά του ’50, υπάρχει και ένα «ταβάνι» στην ψήφο της υποτιθέμενης ανατροπής. Κι αυτό γιατί το συνονθύλευμα γκροπούσκουλων του 4%, που ψάχνει μανιωδώς και με κάθε συμβολισμό να γίνει το σύγχρονο ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, δεν μπορεί να κάνει τη διείσδυση στον απέναντι πολιτικό χώρο, ούτε καν καλά-καλά στο κέντρο του πολιτικού φάσματος: Με τις παλινωδίες περί οικονομικής πολιτικής και την άκριτη υιοθέτηση κάθε αιτήματος που παραπέμπει στο παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ «φοβίζει» και αδυνατεί να συγκινήσει τον πραγματικά προοδευτικό, μετριοπαθή και μεταρρυθμιστή ψηφοφόρο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως «μπετονάρησε» τη νίκη του στις ευρωεκλογές, με την κατάκτηση της περιφέρειας Αττικής, μια σκληρή μάχη που εκτός από τον πολιτικό της χαρακτήρα είχε και έντονο το προσωπικό στοιχείο, τόσο για τη νέα διεκδικήτρια, όσο και για τον απερχόμενο περιφερειάρχη. Αλλά έδειξε ότι με την ένδεια στελεχών που έχει, δύσκολα θα διεκδικήσει με αξιώσεις τη μετάλλαξή του σε ένα κυρίαρχο κόμμα που θα ηγεμονεύσει στο χώρο μεταξύ κέντρου και αριστεράς και θα καθορίζει τη διακυβέρνηση της χώρας. Ευτυχώς υπάρχει και η επανεκλογή Καμίνη και Μπουτάρη, για να θυμίζει πως πρέπει να αιμοδοτηθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας από υγιείς δυνάμεις, έξω από κομματικούς σωλήνες.

Στην ίδια περίπου παρεξήγηση οφείλεται και η πανωλεθρία της Δημοκρατικής Αριστεράς, του μεγάλου χαμένου αυτών των εκλογών. Η «βαθιά ΔΗΜΑΡ» δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι για να είναι δύναμη της πραγματικής προόδου δεν μπορεί π.χ. να ακολουθεί την τυφλή πολεμική των πανεπιστημιακών εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου. Όσοι συγκινούνται από το φλερτ με τον ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζουν το πρωτότυπο, οι υπόλοιποι πήγαν στο Ποτάμι ή υπέκυψαν στο εκβιαστικό δίλημμα να ενισχύσουν την Ελιά, για να μην κινδυνεύσει η σταθερότητα της κυβέρνησης. Οι μεν πρώτοι άνοιξαν έναν πολλά υποσχόμενο νέο δρόμο, οι δε δεύτεροι διέσωσαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με κίνδυνο να καταστραφεί και πάλι κάθε υγιής πρωτοβουλία για την ενοποίηση της κεντροαριστεράς.

Το ερώτημα είναι ποιος θα είναι σε θέση να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, αν αυτός πρωτεύσει στις επόμενες εθνικές εκλογές. Με το ξεφούσκωμα των ΑΝΕΛ και της ΔΗΜΑΡ, η δυνατότητα μιας «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης υποχωρεί δραματικά, και απομένει μόνο το Ποτάμι, από τις δυνάμεις που έχουν δηλώσει θετικές σε μια τέτοια συνεργασία. Εάν δεν γίνει κάποιου άλλου είδους «μεγάλος συνασπισμός», η Ελλάδα έχει ίσως την ελπίδα να μην έχει πρωθυπουργό «ούτε τον Σαμαρά, ούτε τον Τσίπρα», κατά τη ρήση Θεοδωράκη.

Η δεύτερη παρεξήγηση έχει να κάνει με την «χαλαρότητα» και την ανευθυνότητα τόσο του εκλογικού σώματος όσο και του πολιτικού συστήματος. Η υποτιθέμενη μεγάλη συντηρητική παράταξη, που τιμωρήθηκε με την απώλεια περίπου 7 μονάδων από την εκλογική δύναμη του Ιουνίου του 2012, δεν κάνει καμία προσπάθεια να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα, «πνιγμένη» μέσα στους περιορισμούς της λαϊκής, κουτοπόνηρης (ακρο)δεξιάς. Ο επικείμενος ανασχηματισμός φέρνει στην επιφάνεια ένα απογοητευτικό φάσμα προσώπων, ο κυβερνητικός εταίρος ετοιμάζεται να συνεισφέρει με «περσινά, ξινά σταφύλια» και στο ευρωψηφοδέλτιο πρώτευσαν η Ελίζα Βόζεμπεργκ και ο Θόδωρος Ζαγοράκης.

Αλλά και στην αντίπερα όχθη, οι ψηφοφόροι επέλεξαν να τιμήσουν προσωπικότητες όπως ο Μανόλης Γλέζος και η Κωνσταντίνα Κούνεβα, δικαίως μεν αλλά χωρίς να εξετάσουν αν το ζητούμενο είναι η τιμή ή το προφίλ του ευρωβουλευτή που χρειάζεται διακαώς για να εκπροσωπηθεί μια χώρα σε κρίση. Ο διαγκωνισμός μεταξύ του γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και της Εύας Καϊλή για την πρωτιά στο ψηφοδέλτιο της Ελιάς (που κόντεψε να πέσει στον γκρεμό και τώρα πανηγυρίζει την απώλεια μερικών μονάδων), είναι ενδεικτική και για το ποια τύχη θα είχαν οι 58 ή άλλοι στη διεύρυνση της κεντροαριστεράς. Ήταν που η (μικροπολιτική) θέσπιση του σταυρού θα αναδείκνυε τους καλύτερους, ως πιο «δημοκρατική» έκφραση μιας τεράστιας πανελλαδικής «μιντιακής» εκλογικής περιφέρειας...

Η τρίτη παρεξήγηση έχει να κάνει με την ίδια την πρόσληψη της δημοκρατίας από τους πολίτες που θεωρούν ότι η ψήφος υπάρχει για να αντιδράς σε αυτό που συμβαίνει στην τσέπη σου ή τη ζωή σου, αντί να είναι ο οδηγός για θετικές λύσεις. Κι αν αυτό στην περίπτωση της αριστεράς εκφράζεται συνήθως με το «ρομαντισμό» μιας αντιδραστικής ψήφου, στην περίπτωση της (πανευρωπαϊκής) ανόδου του φασισμού είναι τόσο αυτοκαταστροφικό και επικίνδυνο όσο δεν έχουμε φανταστεί.

Αν οι εκλογείς νομίζουν ότι με αυτό τον τρόπο θα πετύχουν μια Ευρώπη πιο «ανθρώπινη» και ότι οι «ηγεσίες θα ακούσουν το μήνυμά τους», πλανώνται πλάνην οικτρά. Οι λαοί που καταφεύγουν μαζικά στον ακροδεξιό υπόκοσμο (καλυμμένο ή όχι), νομίζοντας ότι υπάρχουν, στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, «καθαρές λύσεις» τύπου Λεπέν που πρότεινε τον ιό Έμπολα ως «τελική λύση» για το πρόβλημα της μετανάστευσης, φτιάχνουν πολύ απλά ένα ζοφερό μέλλον για όλους μας, πολύ χειρότερο από αυτό που τώρα βιώνουν. Δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καθυστερούν την ισχυροποίηση της Ευρώπης, πιέζοντας για μια πιο συντηρητική στροφή και τις δημοκρατικές δυνάμεις, με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κάμερον να δηλώνει ότι πρέπει «να αναλάβουν ισχυρότερο ρόλο τα κράτη».

Όσοι θεωρούν ότι είναι στο πλαίσιο της δημοκρατίας να ψηφίζεις σχηματισμούς που αρνούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και περιφρονούν το διεθνές και εθνικό δίκαιο, απλώς δεν καταλαβαίνουν ότι ακυρώνουν τον εαυτό τους και την όποια διαμαρτυρία τους. Στην Ελλάδα, η ολιγωρία και η κουτοπονηρία των κομμάτων που φλερτάρουν με τη χρυσαυγίτικη ψήφο μπορεί να αποδειχτεί άκρως καταστροφική, αν η τρίτη θέση επιβεβαιωθεί και στις εθνικές εκλογές – μετά θα είναι πολύ δύσκολο, παρά τις προσπάθειες της δικαιοσύνης, να περιοριστεί το ναζιστικό θράσος. Τα δημοκρατικά κόμματα όφειλαν εδώ και καιρό να συμπήξουν από κοινού μέτωπο σαφούς καταδίκης και άρνησης της χρυσαυγίτικης ψήφου και να την πλήξουν καίρια, σε συνδυασμό με τις ποινικές της ευθύνες.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι εδώ ψηφοφόροι τώρα ανακαλύπτουν ότι στη σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν αρκεί η παθητική αποδοχή των προτάσεων κάποιων κομμάτων, αλλά η ενεργός πίεση και συμμετοχή για την ανάδειξη νέων δυνάμεων και προσώπων, που θα δώσουν διέξοδο στο πολιτικό σύστημα και στη χώρα. Ανεξαρτήτως αν προτάσεις όπως το Ποτάμι αξίζουν ή όχι, το μάθημα που πρέπει να δοθεί είναι ότι το εκλογικό σώμα διψά για ουσιαστική ανανέωση ύφους, ήθους και πολιτικής. Η λυσσαλέα, παλαιοκομματική αντίδραση, με θεωρίες συνωμοσίας, για να «μη μας πάρει μέρος από το μαγαζάκι μας», είναι το λιγότερο έξυπνο που μπορούμε να κάνουμε...