Πολιτικη & Οικονομια

Αμερικανικές εκλογές 2020: Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα

Πώς και γιατί το «αδιανόητο» είναι πιθανόν να διαρκέσει πολύ…

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το παράδοξο της δημοκρατίας στις ΗΠΑ και στην ΕΕ και η έλλειψη εμπιστοσύνης με την οποία αντιμετωπίζονται οι κυβερνήσεις και τα κόμματα από τους πολίτες.

Μοιάζει παράλογο και ίσως ανορθολογικό. Πώς γίνεται μια χώρα που προσπάθησε να εξάγει αξίες της και τους θεσμούς της κατέληξε σε μια τόσο βαθιά κρίσης ταυτότητας; Και γιατί οι ψηφοφόροι το ρισκάρουν να εκλέξουν ηγέτες που καταλύουν κάθε λογική και φραγμό στην άσκηση πολιτικής;

Το παράδοξο της δημοκρατίας στις ΗΠΑ, αλλά και στις χώρες της ΕΕ, είναι ότι, ενώ οι πολίτες είναι πιο ελεύθεροι, ταυτόχρονα νιώθουν σύγχυση και ανίσχυροι. Τα αποτελέσματα εθνικών και παγκόσμιων ερευνών υπογραμμίζουν όλο και περισσότερο την έλλειψη εμπιστοσύνης με την οποία σήμερα αντιμετωπίζονται οι κυβερνήσεις, τα κόμματα. Η έλλειψη αυτή προκύπτει από την ανασφάλεια για τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου και τις επιπτώσεις στην εργασία, την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης και της παγκόσμιας διακυβέρνησης, τη μείωση της κρατικής κυριαρχίας και την αντίληψη ότι οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να διαμορφώσουν τις δικές τους επιλογές, να ενισχύσουν τη δημοκρατία και να αναχαιτίσουν την «αλλοίωση» των αρχών/αξιών που προκαλεί η μετακίνηση και μετανάστευση ανθρώπων. Ισχύει. 

Εγώ θα ήθελα να σταθώ σε δύο ζητήματα, τα οποία, όμως σπάνια συζητούνται. Αυτά της πολιτικής αλαζονείας και της πολιτικής ορθότητας. 

Η «αποσύνδεση» των πολιτών από το πολιτικό σύστημα δεν έχει τις ρίζες του μόνο στην πολυπλοκότητα των σημερινών επιτευγμάτων και προβλημάτων της παγκοσμιοποίησης, αλλά και στην ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη εξάρτηση των πολιτικών/κυβερνήσεων από εγχώριους ειδικούς/τεχνοκράτες και εξωτερικούς θεσμούς, για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν δημόσιες πολιτικές. Κατά συνέπεια, πολιτικοί όπως ο Τραμπ και οι οπαδοί του δεν εξεγείρονται μόνο ενάντια στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά, όπως υπογραμμίζει και ο John Matsusaka, και ενάντια στην κατανόηση της πολιτικής με ορθολογικούς και αξιοκρατικούς όρους που επενδύει στην αδυναμία των πολιτών να καταλάβουν την πολυπλοκότητα του σήμερα και την κρίση επικοινωνίας που αυτή δημιουργεί ανάμεσα σε αυτούς που «γνωρίζουν» και αυτούς που «δεν γνωρίζουν».  

Η λογική αυτή όχι μόνο ενισχύει το αφήγημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, αλλά και την ασυμφωνία μεταξύ των αφηγημάτων των ελίτ και ανησυχιών που εκφράζουν οι πολίτες, και ειδικότερα όταν οι ελίτ δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κατάλληλων διαδικασιών και χώρων που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και τον φόβο. Έτσι εξηγούνται και οι εσφαλμένες εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων για δεύτερη συνεχόμενη φορά στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Όπως πολύ σωστά γράφει ο Krastev στο βιβλίο του (σελ. 115), στα αποβιομηχανοποιημένα και βυθισμένα μέρη του κόσμου, «το αίτημα για ηγέτες σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: είναι ένα αίτημα για θυσία και αφοσίωση. Ο κόσμος περιμένει από τους ηγέτες να διακηρύξουν ότι είναι προσωπικά έτοιμοι να αναλάβουν το κόστος της κρίσης, να οικειοποιηθούν δημοσίως τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις τους προς τις κοινωνίες τους». Από την άποψη αυτή, η κρίση της δημοκρατίας, «δεν είναι τόσο προϊόν ενός δημοκρατικού ελλείμματος, όσο αίτημα αναθεώρησης της αξιοκρατικής αντίληψης για την κοινωνία». 

Στο ζήτημα των πολιτικών ταυτοτήτων τώρα. Με τον όρο πολιτική των ταυτοτήτων, όπως γράφει στο βιβλίο του ο Mark Lilla, εννοούμε έναν τρόπο σύλληψης και ενασχόλησης με την πολιτική που πριμοδοτεί την ομαδική ή προσωπική ταυτότητα και όχι την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη. Υποθέτει ότι όλα τα πολιτικά ζητήματα πρέπει να εξετάζονται μέσα από τους «φακούς» της ταυτότητας. Η επίδραση αυτής της ταυτοτικής συνείδησης στην αμερικανική πολιτική αποδεικνύεται καταστροφική. Στις προοδευτικές δυνάμεις έχει καλλιεργήσει ένα είδος ηθικού πανικού (σχετικά με τη φυλετική, έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα), πραγματικότητα που τις εμποδίζει να λειτουργήσουν ως μια ενωτική δύναμη σε επίπεδο εθνικής πολιτικής. Με αποτέλεσμα οι συντηρητικές δυνάμεις να έχουν επωφεληθεί από τη δυσαρέσκεια των λευκών, θρησκευόμενων, αγροτών και εργατών της αμερικανικής ενδοχώρας που προσλαμβάνουν τις πολιτικές διαφορετικότητας ως πολιτική ορθότητα που τους αποκλείει, αδιαφορώντας για τις ανησυχίες τους.

Στην ίδια λογική κινείται και ο Francis Fukuyama, o οποίος υποστηρίζει ότι η οικονομία και η προστασία της εργατικής τάξης δεν δεσπόζει πλέον στις πολιτικές προτεραιότητες των συστημικών κομμάτων των ΗΠΑ. Οι προοδευτικές δυνάμεις επικεντρώνονται στην ανάδειξη περιθωριοποιημένων ομάδων και στην αναγνώριση καταπιεσμένων μειονοτήτων, υποβαθμίζοντας τα ζητήματα και τις ανασφάλειες που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, που αισθάνεται απειλούμενη από την παγκοσμιοποίηση, το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών και την τεχνολογική πρόοδο. Οι συντηρητικές δυνάμεις επενδύουν στην πραγματικότητα αυτή με πολιτισμικούς όρους. Την αποδίδουν στους «ξένους», τους μετανάστες, στην πολιτική ορθότητα και την υπόσχεση ότι θα προστατέψουν και θα επαναφέρουν την απειλούμενη ταυτότητα των Αμερικανών (στη φυλή, εθνότητα ή θρησκεία). 

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία που έχουν οι πολιτικές υπεράσπισης της διαφορετικότητας. Ωστόσο, στη σημερινή Αμερική (και όχι μόνο), όπου η πόλωση δεν είναι επιφανειακή, η εθνική ταυτότητα χρειάζεται να οικοδομηθεί πάνω πάνω σε έναν ιστό γύρω από τον οποίο διαφορετικές ομάδες μπορούν να συνυπάρξουν και να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Η αποσύνδεση από τις «μεγάλες» πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αφηγήσεις του παρελθόντος και ο κατακερματισμός σε «μικρές» αφηγήσεις που ανταγωνίζονται με δαιμονικούς όρους η μια την άλλη, απαιτείται να ενισχυθεί η ιδιότητα του πολίτη και η λογική ότι οι απέναντι δεν είναι εχθροί, αλλά πολιτικοί αντίπαλοι. Όπως γράφει ο Lila (σ.33):

«Δεν μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερη πολιτική χωρίς την έννοια του "εμείς" – δηλαδή αυτού που είμαστε ως πολίτες και αυτού που οφείλουμε ο ένας στον άλλο. Αν θέλουν οι φιλελεύθεροι να έχουν κάποια ελπίδα να κερδίσουν και πάλι την αμερικανική φαντασία… πρέπει να προσφέρουν ένα όραμα για το κοινό μας πεπρωμένο που να βασίζεται σε κάτι για όλους τους Αμερικανούς, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους. Και αυτό είναι η ιδιότητα του πολίτη. Πρέπει να μάθουμε και πάλι πως σαν μιλάμε στους πολίτες ως πολίτες και να πως να διατυπώνουμε τις επικλήσεις μας – και αυτές που ωφελούν συγκεκριμένες ομάδες -  με βάση αρχές που όλοι μπορούν να τις υποστηρίξουν. Ο φιλελευθερισμός μας πρέπει να γίνει ένας φιλελευθερισμός του πολίτη (civic liberalism)».