Πολιτικη & Οικονομια

Οφείλουμε μια μεγάλη συγγνώμη στον πρύτανη

Ένα παλαιότερο κείμενο του Φώτη Γεωργελέ για το πρόβλημα του πολιτικού εκφοβισμού και της βίαιης επίθεσης στην ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα.

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 760
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Απειλητικά συνθήματα εναντίον της καθηγήτριας Βάνας Νικολαϊδου, με το ανατριχιαστικό «πρόσεχε τι γράφεις». Τα τάγματα εφόδου στο σπίτι του Σταύρου Θεοδωράκη. Στένσιλ στους τοίχους με ζωγραφισμένο σημάδι στο πρόσωπο του Άρη Πορτοσάλτε, «βάλτε στόχο στη ζωή σας» και απειλητικά συνθήματα εναντίον του στα γήπεδα. Πλακάτ με το πρόσωπο του Παύλου Τσιμα διαγραμμένο. Επιθέσεις με γκαζάκια σε σπίτια δημοσιογράφων και εμπρησμός στην εφημερίδα Real.  Σε καμμία δυτική δημοκρατία δεν υπάρχουν τέτοια καθημερινά φαινόμενα πολιτικού εκφοβισμού και βίαιης επίθεσης στην ελευθερία της έκφρασης. Εδώ ένα παλιότερο κείμενο του Φώτη Γεωργελέ για το πρόβλημα αυτό.

Ο Φώτης Γεωργελές σχολιάζει, με αφορμή την επίθεση στον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ, τη βία, τους τραμπουκισμούς και το μεταμφιεσμένο σε «ακτιβισμό» πολιτικό μπούλινγκ.

Οφείλουμε μια μεγάλη συγγνώμη στον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου για τη δημοσιοποίηση της φωτογραφίας μιας στιγμής που υποφέρει. Του οφείλουμε συγχρόνως ως κοινωνία και ένα μεγάλο ευχαριστώ. Γιατί αυτή η σοκαριστική φωτογραφία ήταν η αιτία να σπάσει η συνωμοσία της απόκρυψης και να αντιληφθούν όλοι τι σημαίνει πολιτική βία. Το γεγονός είχε συμβεί μερικές μέρες πριν και είχε περάσει όπως πάντα στα ψιλά της ειδησεογραφίας. Στη ρουτίνα των πανεπιστημίων, λέξεις αφηρημένες, «προπηλακισμός», «συνθήματα», «παρέμβαση» στη Σύνοδο, «χτίσιμο» γραφείων, φροντισμένες λέξεις πάντα, που κάνουν το κακό κοινότοπο. Η φωτογραφία παρέπεμπε σε σκοτεινές εποχές σύνθλιψης προσωπικοτήτων αλλά στα ελληνικά πανεπιστήμια ξέρουν ότι έχουν συμβεί και χειρότερα. Κάποτε τους είχαν βάλει μπρούμυτα στο πάτωμα με τα χέρια στο σβέρκο. Καθηγήτριες λένε ότι όταν φεύγουν το βράδυ με το αυτοκίνητό τους, τις ακολουθούν και κόβουν βόλτες επιδεικτικά έξω από το σπίτι. Πριν μερικές βδομάδες, άλλωστε, είχαν επιτεθεί για δεύτερη φορά στο σπίτι ενός δημοσιογράφου και έγραψαν συνθήματα απ’ έξω.

Δεν υπάρχει πιο απροκάλυπτη μορφή φασιστικού εκφοβισμού από την επίθεση στο εργασιακό ή το οικογενειακό άσυλο ενός ανθρώπου. Είναι η ωμή απειλή: Υπάρχει κάποια ομάδα που σε παρακολουθεί, ξέρει πού μένεις, ελέγχει την προσωπική σου ζωή, τρομάζει τα ανήλικα παιδιά σου, είναι στο χέρι της τι θα πάθεις και πότε.

Ακόμα κι αν δεν το έχεις σκεφτεί πολύ, ακόμα κι αν δεν συμπαθείς τα θύματα, μπορείς να νιώσεις την παγωμένη απειλή που κρύβεται κάτω από τις κουκούλες, μπορείς να καταλάβεις τι θα ένιωθαν τα δικά σου παιδιά αν έβλεπαν το σύνθημα «ψόφα» για τον πατέρα τους. Γι’ αυτό κάθε φορά που συμβαίνουν τέτοια ανατριχιαστικά γεγονότα, από την αμέσως επόμενη ώρα, ο πολιτικός βραχίονας του εκφοβισμού αναλαμβάνει να δικαιολογήσει τη βία, να τη σχετικοποιήσει, να τη μεταμφιέσει, να κρύψει τους σκοπούς της. Κυρίως να της αλλάξει όνομα, να μας κάνει να μη βλέπουμε αυτό που συμβαίνει αλλά κάτι άλλο. Μιλάνε για μπογιές, για συνθήματα, για προκηρύξεις, για «υπερβολές», μιλάνε για αστικά πταίσματα για να αποκρύψουν το πολιτικό έγκλημα: τον πολιτικό εκφοβισμό. Τη φίμωση του Τύπου, την κυριαρχία στα πανεπιστήμια, την εξόντωση των αντίθετων απόψεων.

Δεν χρειάζεται παρά να κάνεις μια βόλτα στους τίτλους των ελληνικών ΜΜΕ και θα βρεις μπόλικους συμπαθούντες της πολιτικής βίας. «Παρέμβαση» ονομάζουν αυτές τις επιθέσεις πολλά Μέσα ενημέρωσης. Παρέμβαση; Παρέμβαση λέμε όταν παίρνεις τον λόγο σε ένα συνέδριο, σε μια συνέλευση. Παρέμβαση λέμε όταν παίρνεις τηλέφωνο για να παρέμβεις σε μια εκπομπή. Σε ποια ελληνικά θεωρείται παρέμβαση η επίθεση στο σπίτι ή το γραφείο κάποιου; Κάποιοι δεν αρκούνται καν στην «παρέμβαση», πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι το θύμα είναι ο ένοχος: «Παρέμβαση από την αναρχική συλλογικότητα μετά τα εμετικά του σχόλια». Όχι απλώς δεν ήταν τίποτα σημαντικό αλλά μια απλή παρέμβαση, όχι απλώς δεν μιλάμε για τάγματα εφόδου που τρομοκρατούν κραδαίνοντας λοστούς, βαριοπούλες και πυροσβεστήρες, αλλά για «συλλογικότητες» λες και πρόκειται για φοιτητικές λέσχες, αλλά και το βάρος πέφτει στις απόψεις του θύματος. Ας πρόσεχε. Αν το θέμα δεν θαφτεί γρήγορα και υπάρξει αντίδραση, αν υπάρξουν διαμαρτυρίες, συλλογές υπογραφών εναντίον της βίας, αρχίζουν οι απροκάλυπτες απειλές: «Να τους έχουμε όλους μαζεμένους να μην τους ψάχνουμε». Ποιοι να μας έχουν μαζεμένους, ποιοι μας ψάχνουν και γιατί μας ψάχνουν; Παραδόξως, κανένας εισαγγελέας δεν ζητάει εξηγήσεις, είναι απασχολημένη η Δικαιοσύνη με τις μηνύσεις κατά συγγραφέων από τον εξ επαγγέλματος μηνυτή της χώρας.

Μετά τον δημοσιογραφικό βραχίονα ακολουθεί ο πολιτικός για να σχετικοποιήσει τη βία. «Το να γράψει κάποιος στην πυλωτή σου συνθήματα δεν είναι διατάραξη οικιακής ειρήνης αλλά θεωρητικά μόνο φθορά ξένης ιδιοκτησίας και χρειάζεται έγκληση». Μετατροπή της βίας σε πταίσμα του αστικού κώδικα, λες και τσακώνονται κάποιοι για την προτεραιότητα στα φανάρια: Από μαρκαδόρο και τρικάκια δεν πέθανε ποτέ κανείς / Ε, βία τώρα, σιγά, ένα γιαουρτάκι δηλαδή / Τι κακό έχουν οι μολότοφ; Ανάλογα από ποια μεριά είσαι, από κει που πέφτουν ή από εκεί που φεύγουν / Δεν πέθανε κανείς από μολότοφ / Ε, ρόπαλα ήταν, δεν ήταν και καλάσνικοφ / Τι αδίκημα συνιστά να μεταφέρεις μολότοφ; / Κόκκινες μπογιές, ένα πταίσμα ήταν, ένα ελαφρύ πλημμέλημα / Δεν είναι τρομοκρατία, είναι πολιτικός ακτιβισμός / Σιγά τον εγκληματία, τον τοξοβόλο. Πολιτικό άλλοθι στις παρακρατικές ομάδες, νομιμοποίηση των επιθέσεων, ενίσχυση του στόχου τους, δηλαδή την οριστική φίμωση όποιου ενοχλεί.

Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η πολιτική βία είναι εκτός συνταγματικού τόξου. Όλες αυτές οι προσπάθειες σχετικοποίησης της βίας που τη μετρούν με όρους αστικού κώδικα, αν είναι πταίσμα ή πλημμέλημα, προσπαθούν να κρύψουν αυτό ακριβώς. Όλος ο πολιτισμένος κόσμος ασχολείται με το bullying. Το διαβάζουμε, το ακούμε στα δελτία ειδήσεων, μας σφίγγεται η καρδιά με το κοριτσάκι που γλείφει το πάτωμα, κλαίμε τον άτυχο Γιακουμάκη. Γιατί; Για παιδικά πταίσματα; Όχι φυσικά. Επειδή ξέρουμε ότι ο εκφοβισμός, η επιθετικότητα, ο τραμπουκισμός στις τρυφερές ψυχές δημιουργεί τραγωδίες και πολύ συχνά μεγαλώνει θύματα, ακρωτηριασμένες προσωπικότητες, ενήλικες σημαδεμένους με τραύματα που δεν μπορούν να ξεπεράσουν και ενήλικες θύτες, τραμπούκους που θα προσπαθήσουν και πάλι να επιβληθούν με τη βία. Αλλιώς γιατί συζητάμε; Γιατί κάποια την είπανε «χοντρέλα» και της πέταξαν κάτω την τυρόπιτα; Σιγά το έγκλημα. Και κάποιον τον είπαν «αδερφή»; Σιγά μωρέ, μέχρι να πάει φαντάρος θα το έχει ξεχάσει, έτσι δεν λένε; 

Όχι, εμείς δεν λέμε. Ίσα ίσα. Μιλάμε για τον βιασμό της προσωπικότητας του άλλου, για εκφοβισμό, προσβολή της αξιοπρέπειας. Δεν συζητάμε αν θεωρείται αδίκημα να πεις τον άλλον «φλώρο». Λέμε ότι το μπούλινγκ δεν είναι ανεκτό στα σχολεία μας. Τελεία και παύλα.

Το ίδιο φυσικά είναι το πολιτικό μπούλινγκ. Γι’ αυτό δεν είναι ανεκτό στη δημοκρατία μας. Γιατί επιβάλλει την εξουσία κάποιων με τη βία. Εμείς μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε, εσείς όχι. Εμείς μπορούμε να δέρνουμε, εσείς θα είσαστε προσεκτικοί όταν μιλάτε. Αλλιώς ξέρουμε πού μένετε, πού διασκεδάζετε, πού συχνάζετε. Κολλάμε τις φάτσες σας στους τοίχους, σας βιντεοσκοπούμε με ταμπέλα στον λαιμό. Καλώς ήλθατε στο Τρίτο Ράιχ.

Αυτοί που υφίστανται τις επιθέσεις μπαίνουν στον ρόλο του θύματος. Πρέπει να προστατεύσουν τον εαυτό τους, τις οικογένειές τους. Κάθε τους λέξη στοχοποιείται. Οι κουκουλοφόροι χτυπάνε, καίνε, σπάνε, οι ηθικοί αυτουργοί απειλούν ανοιχτά, πρόσεχε τι λες, προκαλείς τη «δίκαιη οργή». Στο καθεστώς φόβου η απειλή είναι δυνατότερη κι από την πραγματοποίησή της, όλες οι συμμορίες το ξέρουν αυτό. Μα δεν είναι σοβαρό, λένε με αφέλεια δήθεν, παλαίμαχοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί καριέρας. Μια προκήρυξη, ένα σύνθημα είναι, δεν είναι και τίποτα. Στη χώρα που θρηνεί δεκάδες θύματα και εκατοντάδες τραυματίες, στη χώρα που ο πρωθυπουργός, ο δήμαρχος, ο υπουργός, έχουν θύματα στο προσωπικό τους περιβάλλον, το σύνθημα, ας πούμε, «το ’89 έγινε μισή δουλειά», είναι ένα σύνθημα ή δολοφονική απειλή; Ρωτήστε τα παιδιά του Μπακογιάννη.

Ας το πούμε με το όνομά του: Οι επιδρομές στα σπίτια και τα γραφεία, τα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης, είναι πολιτικό μπούλινγκ. Έχουν στόχο τη φίμωση της αντίθετης φωνής. Έχουν στόχο να αναγκάσουν τους αντιπάλους σε σιωπή. Να φοβούνται, να έχουν απώλειες, έξοδα, χαμένες δουλειές, τρομαγμένα παιδιά, φοβισμένους γείτονες που καταλαβαίνουν αλλά τι χρωστάνε κι αυτοί να βλέπουν τα αυτοκίνητά τους καμένα; Δημοσιογράφοι ξαφνικά σιωπούν, αλλάζουν αντικείμενο, πηγαίνουν να ζήσουν στην επαρχία, στο εξωτερικό, καθηγητές αποσύρουν τις υποψηφιότητές τους από τις πρυτανικές εκλογές, κοιτάνε τη δουλειά τους, κοιτάνε χαμηλά, κόμματα δεν μπορούν να κάνουν ούτε προεκλογική συγκέντρωση. Αυτός είναι ο ορισμός του πολιτικού εκφοβισμού. Υπάρχει περίπτωση να μην το ξέρουν όλοι αυτοί οι ρομαντικοί δήθεν που βλέπουν τάχα με κατανόηση τα «παιδιά» που κάνουν «ακτιβισμό»; Ο τελευταίος από αυτούς έχει 26 άτομα φρουρά. Ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν.

Πολλά χρόνια τώρα το κομματικό σύστημα έχει αποδεχτεί την πολιτική βία ως μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Αλλιώς δεν θα επιβίωνε ανενόχλητη τόσο καιρό. Η κοινωνία μας, τουλάχιστον σ’ αυτό, πρέπει να δώσει πια μια σαφή απάντηση. Το πολιτικό μπούλινγκ δεν είναι ανεκτό σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία. Απαγορεύεται. Εξορίζεται. Όποιος προσπαθεί να το κρύψει αυτό, είναι εχθρός της δημοκρατίας. Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν κουκούλες. Αν αυτό δεν τελειώσει, δεν έχει νόημα να συζητάμε τίποτε άλλο.