- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι εκλογές και οι επιπτώσεις τους στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Μιλήσαμε με τον Δρ. Νίκολας Γκβόζντεφ, senior fellow στο αμερικανικό Ερευνητικό Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής
Ο Δρ. Νίκολας Γκβόζντεφ, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, μιλάει για τις αμερικανικές εκλογές και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Με τις αμερικανικές εκλογές να απέχουν πλέον λιγότερο από δύο εβδομάδες, τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και ο Τζο Μπάιντεν καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να συσπειρώσουν τις κομματικές βάσεις τους αλλά και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους αναποφάσιστους. Σε όλη τη διάρκειά της, η κούρσα του 2020 είναι από εκείνες που δείχνουν πως θα κριθούν σε θέματα εσωτερικής πολιτικής· οι ΗΠΑ όμως παραμένουν μια παγκόσμια υπερδύναμη, ενώ η επιρροή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στο αναρχικό περιβάλλον των διεθνών σχέσεων.
Γι’ αυτόν τον λόγο μιλήσαμε με τον ακαδημαϊκό και ειδικό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, Δρ. Νίκολας Γκβόζντεφ. Μαζί συζητήσαμε για τη σημασία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στα πλαίσια των εκλογών, για την τουρκική προκλητικότητα, τις ευρωατλαντικές σχέσεις, ενώ εξετάσαμε το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ανάλογα με το αποτέλεσμα. Ενδιαφέρον για τον αναγνώστη παρουσιάζουν οι απόψεις του για τις σχέσεις με τη Ρωσία και η εκτίμησή του για την αντιμετώπιση της Τουρκίας από την επόμενη αμερικανική κυβέρνηση, ασχέτως αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών. Ο Δρ. Γκβόζντεφ είναι senior fellow στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής(Foreign Policy Research Institute) και συντάκτης στο ακαδημαϊκό του περιοδικό, Orbis.
Αν έπρεπε να επιλέξετε, ποια θεωρείτε πως είναι η μεγαλύτερη επιτυχία και αντίστοιχα η μεγαλύτερη αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ;
Η μεγαλύτερη του επιτυχία είναι αναμφίβολα η «Συμφωνία του Αβραάμ» ανάμεσα στο Ισραήλ, το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η αμοιβαία προσέγγιση των ισχυρότερων οικονομικών και τεχνολογικών δυνάμεων της περιοχής, καθώς και η πιθανότητα ενός ανοίγματος του Περσικού Κόλπου προς τον Μεσογειακό Διάδρομο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Από την άλλη, νομίζω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβέρνησης Τραμπ είναι πως δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το μοντέλο συναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε, ενώ δημιούργησε αρκετή αστάθεια στις σχέσεις των ΗΠΑ με άλλα κράτη χωρίς να καταφέρνει να συγκεκριμενοποιήσει τον τρόπο που ο Πρόεδρος Τραμπ αντιλαμβάνεται τα αμερικανικά συμφέροντα. Έτσι, είτε κοιτάμε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, τις συνεχείς εντάσεις στις ευρωατλαντικές σχέσεις, ή ακόμα και την τωρινή κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς υποστηρίζει η κυβέρνηση αλλά και πώς ακριβώς είναι έτοιμη να δράσει.
Πριν από λίγες μέρες, η καμπάνια του Τζο Μπάιντεν εξέδωσε μια αρκετά συγκεκριμένη ανακοίνωση σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Τι θα σήμαινε μια Κυβέρνηση Μπάιντεν για τις επιδιώξεις της Τουρκίας; Πιστεύετε πως θα καταφέρει να κινητοποιήσει την αμερικανική επιρροή ώστε να περιορίσει τον Ερντογάν και να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση;
Πάντα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τις προεκλογικές ανακοινώσει γιατί κάτι που μπορεί να ειπωθεί στα πλαίσια των εκλογών δεν μετατρέπεται απαραίτητα σε εφαρμοσμένη πολιτική. Με αυτό το δεδομένο βέβαια, για κάποιους στην Ουάσιγκτον γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό πως η προσπάθεια της Τουρκίας να επεκτείνει την ηγεμονία της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή -συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου- καθώς και η θέλησή της να προσεγγίσει τη Ρωσία ώστε να πετύχει αυτόν τον σκοπό ουσιαστικά τοποθετεί την Άγκυρα σε σύγκρουση με τους στόχους των ΗΠΑ. Τόσο η καμπάνια του Τζο Μπάιντεν, όσο και οι Δημοκρατικοί γενικότερα έχουν τονίσει πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να επαναξιολογήσουν τις σχέσεις της χώρας με αυταρχικούς ηγέτες όπως τον Ερντογάν ή τον Πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.
Από την άλλη, με δεδομένη την πραγματική ανησυχία των συνεργατών του Μπάιντεν σχετικά με την επανενεργοποίηση της Ρωσίας αλλά και τη θέλησή τους να περιορίσουν τον Πούτιν στα πλαίσια της περιφέρειάς του, θα υπάρξουν ορισμένοι που θα προσπαθήσουν να πείσουν τον Τζο Μπάιντεν να προσφέρει κίνητρα στον Ερντογάν ώστε να απομακρυνθεί από τον Πούτιν, είτε σχετικά με τη Συρία, τη Λιβύη, τον Καύκασο, είτε σχετικά με ζητήματα ενέργειας. Καθώς μια Κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσπαθούσε να μειώσει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τη ρωσική παροχή ενέργειας, αλλά και να αποτρέψει τις ρωσικές προσπάθειες να παρακάμψει την Ουκρανία -με τις δύο αυτές παραμέτρους να καθορίζουν τις ρώσο-τουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια- πολλά θα εξαρτηθούν από τις προτεραιότητες που θα θέσει μια επόμενη Κυβέρνηση.
Βλέπετε μήπως τότε ένα σενάριο στο οποίο η Ρωσία θα έρθει να καλύψει το κενό που θα αφήσουν οι ΗΠΑ στην περιοχή, ειδικά εφόσον ο Τραμπ επανεκλεγεί και συνεχίσει την προσέγγιση κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία; Ειδικά όσο η Ε.Ε. συνεχίζει να μην επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία.
Αυτή είναι μια πραγματική πιθανότητα. Τόσο στη Λιβύη και τη Συρία, όσο και σε άλλες περιπτώσεις, η Ρωσία έχει δείξει μια τάση αμοιβαίας προσέγγισης αντιμαχόμενων πλευρών προτείνοντας βραχυπρόθεσμα μέτρα αποτροπής της έντασης, προσπαθώντας παράλληλα να πείσει τις εμπλεκόμενες χώρες να αμφισβητήσουν την αφοσίωση των άλλων συμμάχων τους. Τόσο με την Ελλάδα, όσο και με την Τουρκία, το ρωσικό μήνυμα είναι πως οι ευρωπαίοι και οι αμερικάνοι σύμμαχοι της Αθήνας και της Άγκυρας δεν είναι έτοιμοι να παράσχουν πραγματική βοήθεια, άρα η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί με τον Πούτιν σε ρόλο διαμεσολαβητή. Και, φυσικά, αυτός είναι ο λόγος που τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία πρέπει να αρνηθούν τις αμερικανικές κυρώσεις προς τη Ρωσία ενώ, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η Αθήνα θα έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο ώστε να ανασταλούν ή και να ανακληθούν οι κυρώσεις της Ε.Ε. προς τη Ρωσία.
Πρόσφατα ακούστηκε έντονα πως οι ΗΠΑ εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετακινήσουν εξοπλισμό από τους τουρκικές τους βάσεις στις ελληνικές. Το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών έχει διαψεύσει την είδηση, τους είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να διατηρήσουν την ίδια ψυχροπολεμική ισορροπία ανάμεσα στην Ελλάδα -που είναι ένα δυτικό ευρωπαϊκό κράτος- και μια όλο και περισσότερο αυταρχική Τουρκία; Πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να απαντήσουν τώρα που η Τουρκία μοιάζει να έχει ήδη δοκιμάσει τους Ρωσικούς πυραύλους S-400;
Ορισμένοι στρατηγικοί αναλυτές στην Ουάσιγκτον ελπίζουν πως ο φόβος μιας περισσότερο ενεργής Ρωσίας θα αποτελέσει την κόλλα που θα κρατήσει ενωμένη μια συμμαχία κρατών - με άλλα λόγια, πιστεύουν πως το ΝΑΤΟ θα πρέπει να σταματήσει να αυτοπροσδιορίζεται ως μια συμμαχία Δημοκρατιών και να επιστρέψει στην παλαιότερη προσέγγιση της γεωπολιτικής ισχύος ώστε να «κρατήσει τους Ρώσους μακριά», όπως έλεγε ο Λόρδος Ίσμεη. Βέβαια, το 2020 το ερώτημα είναι αν νιώθει κανείς την ίδια ρωσική απειλή με εκείνη που ένιωθε στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι πάντως ενδιαφέρον πως η τάση προς τον αυταρχισμό ορισμένων κρατών που συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., όπως η Πολωνία, δεν τα έχει μετατρέψει σε περισσότερο φιλο-ρωσικά.
Ξανά, το πραγματικό τεστ είναι αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν πως η Τουρκία παραμένει κομβική παράμετρος αυτού που ορισμένοι στρατηγικοί αναλυτές θεωρούν ως βέλτιστη προσέγγιση: μια καινούργια προσπάθεια ώστε να περιοριστεί και να μειωθεί η ρωσική επιρροή στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Με αυτή τη συνθήκη, ακόμα και το φλερτ της Τουρκίας με τη Ρωσία -όπως η αγορά των S-400- ενδέχεται να συγχωρεθούν.
Πολλοί αναλυτές πιστεύουν πως αν ο Τραμπ χάσει, η τρίμηνη περίοδος μέχρι την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν θα είναι πολύ επικίνδυνη σε ό,τι αφορά στην τουρκική προκλητικότητα. Εσείς τι πιστεύετε;
Η περίοδος της διαδοχής είναι πάντα επικίνδυνη. Όμως, σε μια εκλογική διαδικασία που πιθανώς να αμφισβητηθεί, χωρίς ξεκάθαρο άμεσο αποτέλεσμα αλλά και με μια κυβέρνηση Τραμπ να προσπαθεί να κλειδώσει ό,τι προλαβαίνει πριν περάσει η εξουσία σε μια κυβέρνηση Μπάιντεν, είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει παραγωγικός συντονισμός ανάμεσα στα απερχόμενα στελέχη και εκείνα που θα έρχονται. Τόσο στις εκλογές του 2000 που αμφισβητήθηκαν, όσο και μετά τις εκλογές του 2008 που πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά τη χρηματοοικονομική κατάρρευση, η Κίνα εκμεταλλεύτηκε κάθε αδυναμία ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση της. Χωρίς καμία αμφιβολία, όχι μόνο η Τουρκία αλλά και άλλες χώρες θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν νέα δεδομένα πριν αναλάβει ο Μπάιντεν - ενώ αν οι Δημοκρατικοί δεν κερδίσουν τη Γερουσία, ακόμα και σαν Πρόεδρος ο Μπάιντεν ίσως δυσκολευτεί να διορίσει με επιτυχία τα στελέχη που θέλει, κάτι που σημαίνει πως θα αργήσει ακόμα περισσότερο να βάλει σε τάξη την κυβέρνησή του.
Τελευταία ερώτηση για αυτό το θέμα. Αυτή τη στιγμή, ο Ερντογάν έχει απλώσει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας σε πολλές χώρες και με διάφορους τρόπους, με τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ να αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα. Παράλληλα, η Τουρκία συνεχίζει να επεμβαίνει τόσο στον Συριακό όσο και στον Λιβυκό εμφύλιο. Πιστεύετε πως θα υπάρξει κάποιο σημείο καμπής που θα φέρει διπλωματικές, οικονομικές -η ακόμα και εξοπλιστικές- κυρώσεις στην Τουρκία, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές; Τι θα ξεπερνούσε τα όρια από την πλευρά της Τουρκίας;
Ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρος. Στις τελευταίες ανακοινώσεις έχουμε διαβάσει πως η τουρκική προκλητικότητα θα απαντηθεί, όμως τελικά οι αντιδράσεις είτε ακυρώνονται είτε καθυστερούν. Οι κυρώσεις ψηφίζονται, όμως μετά αναβάλλονται. Το θέμα είναι πως η Τουρκία δραστηριοποιείται σε γεωγραφικά σημεία όπου οι αμερικανοί πολίτες δε θέλουν να δουν αμερικανούς στρατιώτες. Αν όπως προβλέπουν αρκετοί, η πρώην Πρέσβης του Προέδρου Ομπάμα στον ΟΗΕ, Σούζαν Ράις, επιλεγεί ως Υπουργός Εξωτερικών, ή άλλα σημαντικά στελέχη της εποχής Ομπάμα αναλάβουν ρόλους κλειδιά στο Αμερικανικό Σύστημα Εθνικής Ασφάλειας, τότε θα έχουμε μια ομάδα αξιωματούχων που γνωρίζουν πολύ καλά πως η αμερικανική κοινή γνώμη δεν ήθελε την παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων σε μέρη όπως τη Συρία και τη Λιβύη. Η δυνατότητα της Τουρκίας να ξοδέψει αίμα και κεφάλαια τής δίνει ένα πλεονέκτημα. Αυτό που ίσως συμβεί θα είναι μια προσπάθεια να αυξηθεί το κόστος για τον μέσο τούρκο πολίτη, ώστε να αμφισβητήσει την αξία των επεμβάσεων της Τουρκίας, και να δούμε αν η εσωτερική πολιτική πίεση μπορεί να περιορίσει τον Ερντογάν.
Όσο μπορώ να πω, κανείς στην Ουάσιγκτον δε θέλει να δει την Τουρκία να αυξήσει τη στρατηγική της συνεργασία με τη Ρωσία. Νομίζω αυτός είναι ο παράγοντας που θα καθορίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική απέναντι της.
Από τις πρώτες του μέρες στην Προεδρία, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετώπισε εχθρικά την Ε.Ε. Πόσο θα άλλαζε τις ευρω-αμερικανικές σχέσεις μια κυβέρνηση Μπάιντεν; Πιστεύετε πως η φθορά που έχουν υποστεί μπορεί να διορθωθεί;
Ο Μπάιντεν θα θελήσει να αλλάξει τον τόνο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και να δώσει τέλος στη συναλλακτική εξωτερική πολιτική του Τραμπ (π.χ. τη σύνδεση της αμερικανικής επιρροής στο ΝΑΤΟ με την αγορά περισσότερου αμερικάνικου εξοπλισμού και ενέργειας από ευρωπαϊκά κράτη) και να προτείνει την αλλαγή σελίδας. Όμως, αυτό που έχει αλλάξει από το 2016 είναι η αμερικανική κοινή γνώμη καθώς και η αριστερή πλευρά των Δημοκρατικών που έχει ισχυροποιηθεί, αυξάνοντας τον σκεπτικισμό σχετικά με τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου. Θα μπορούσα να δω μια κυβέρνηση Μπάιντεν να προσπαθεί να προτείνει μια σειρά από ευρωατλαντικές πρωτοβουλίες -σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης (ειδικά στην εποχή της πανδημίας) και σε νέες τεχνολογίες- οι οποίες θα μπορούσαν να συνδέσουν τη σχέση ΗΠΑ-Ε.Ε. σε ξεκάθαρα οφέλη για τον μέσο Αμερικάνο και τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη.
Επίσης, δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει η χρήση της ρωσικής απειλής ως η βασική παράμετρος μιας ανανεωμένης σχέσης. Η Ρωσία σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα για τις κέντρο-ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες, όμως αμφιβάλλω πως οι πολίτες στο Βερολίνο, τη Ρώμη, το Παρίσι ή ακόμα και στην Αθήνα ανησυχούνε για την πιθανότητα μιας ρωσικής εισβολής ή κατοχής.
Αντίστοιχα, αν ο Τραμπ επανεκλεγεί, πώς μπορεί να μοιάζει η Δύση μετά από οκτώ χρόνια αμερικανικού απομονωτισμού; Φυσικά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα, όμως τι θα σήμαινε μια παρατεταμένη περίοδος αμοιβαίας απομάκρυνσης για την ιστορική αξία της αλληλεγγύης στις ευρωατλαντικές σχέσεις;
Σε αυτή την περίπτωση η «Δύση» όπως την ξέρουμε θα έχει αλλάξει ανεπανόρθωτα. Τόσο οι οικονομικές, όσο και οι σχέσεις ασφαλείας θα έχουν αποσυνδεθεί. Οι ευρωατλαντικές σχέσεις δεν θα αποτελούν παρελθόν, καθώς οι δεσμοί είναι δαιδαλώδεις και έχουν μεγάλη ιστορία, όμως θα αυξηθεί η απόσταση ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Για παράδειγμα, δεν πιστεύω πως το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί, όμως δε θα αποτελεί πλέον τον βασικό εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Νομίζω πως οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να κάνουν περισσότερα για την ασφάλεια της ηπείρου. Την ίδια στιγμή, η Κίνα θα συνεχίσει να υποστηρίζει πως το Πεκίνο δεν αποτελεί απειλή για την Ευρώπη και πως οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να παραμείνουν ουδέτεροι στην περίπτωση μιας σύγκρουσης τους με τις ΗΠΑ στα σύνορα Ασίας και Ειρηνικού Ωκεανού.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει μιλήσει ανοιχτά εναντίον του Brexit, ειδικά σε ό,τι αφορά στους τρόπους που απειλεί τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Αντίστοιχα, ο Μπόρις Τζόνσον μοιάζει να βρίσκεται πολύ κοντά στον Ντόναλντ Τραμπ σε προσωπικό επίπεδο. Με δεδομένο πως η θητεία του θα λήξει το 2024 μαζί δηλαδή με εκείνη μιας υποθετικής κυβέρνησης Μπάιντεν, θεωρείτε πως η «ξεχωριστή σχέση» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο θα κλονιστεί σε αυτό το διάστημα;
Όχι απαραίτητα. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου είναι πολυσύνθετες και συνυφασμένες, ειδικά σε θεσμικό επίπεδο, οπότε οι προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στον Πρόεδρο και τον βρετανό Πρωθυπουργό δεν αποτελούν τον μόνο καθοριστικό παράγοντα. Ενδεικτικά, ο Συντηρητικός Τζον Μέιτζορ διετέλεσε Πρωθυπουργός σχεδόν παράλληλα με την Προεδρεία Κλίντον, ενώ ο Εργατικός Τόνι Μπλερ υπηρέτησε παράλληλα με τον Τζορτζ Μπους. Ο Μπόρις Τζόνσον είναι πρώτα απ’ όλα πραγματιστής. Αν ο Τζο Μπάιντεν εκλεγεί, και αν η Κάμαλα Χάρις τον διαδεχθεί, ο Τζόνσον θα επιδιώξει τη συνέχιση των στενών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών.
Ας ολοκληρώσουμε με μια ευρύτερη ερώτηση. Αυτές οι αμερικανικές εκλογές μοιάζουν να καθορίζονται από ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Πόση σημασία έχει πλέον η αμερικανική εξωτερική πολιτική για τον μέσο αμερικάνο ψηφοφόρο, ανεξάρτητα από την πολιτικές ή κομματικές του προτιμήσεις;
Έχει σημασία, αλλά οι περισσότεροι Αμερικάνοι δεν το συνειδητοποιούν. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι Αμερικάνοι ανησυχούν για την αγορά εργασίας, την οικονομία, την κοινωνική ασφάλιση, τη μετανάστευση και την κλιματική αλλαγή - νομίζοντας πως αυτά είναι ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα όμως, η προσέγγιση της Κυβέρνησης στην εξωτερική της πολιτική επηρεάζει άμεσα όλα αυτά τα ζητήματα.
Ας δούμε την περίπτωση του fracking, της εξόρυξης δηλαδή πετρελαίου μέσω της υδραυλικής ρωγμάτωσης. Οι αμερικάνοι περιβαλλοντολόγοι εναντιώνονται σε αυτή την πρακτική - και έχουν άμεση επιρροή στο Δημοκρατικό κόμμα. Όμως ο Μπάιντεν έχει κρατήσει μια αμφιταλαντευόμενη στάση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Γιατί; Επειδή ελπίζει πως το αμερικανικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα μειώσει την εξάρτηση των ευρωπαίων από τη ρωσική ενέργεια, ενώ η ενθάρρυνση των ευρωπαίων συμμάχων ώστε να επιλέξουν την αμερικανική ενέργεια, κάτι που θα δώσει δουλειές σε Αμερικάνους. Με άλλα λόγια, βλέπει τις πλευρές τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Όμως, αυτές οι εκλογές δοκιμάζουν τις πτυχές της εξωτερικής πολιτικής που επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά συγκεκριμένων πλευρών του αμερικανικού εκλογικού σώματος ανά εκλογική περιφέρεια. Θα είναι οι θέσεις που πήραν ή δεν πήραν οι υποψήφιοι σε συγκεκριμένα ζητήματα -σχετικά ας πούμε με το Ισραήλ, την Αρμενία, την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κούβα- τόσο σημαντικά στους ψηφοφόρους που υποστηρίζουν πως έχουν μια εθνική σύνδεση με αυτές τις χώρες; Για παράδειγμα, η προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ προς το Ισραήλ δεν δείχνει να του αποφέρει την υποστήριξη των ψηφοφόρων που παραδοσιακά θεωρούν τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ όσο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα - εν μέρει επειδή εσωτερικά ζητήματα όπως ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, τα κοινωνικά δικαιώματα και όλα τα σχετικά δείχνουν να έχουν μεγαλύτερο βάρος σε αυτές τις εκλογές.
*Οι εκφρασμένες απόψεις είναι προσωπικές.